Lorrie Moore
Η Πόρτα στην Σκάλα
Το μυθιστόρημα η “Πόρτα στη Σκάλα” ήταν υποψήφιο για το Orange Prize, για το βραβείο PEN/Faulkner award και γνώρισε αναπάντεχη επιτυχία στην Αμερική.
Η Λόρι Μουρ περιγράφει, μέσα από τη ματιά μιας νεαρής Αμερικανίδας φοιτήτριας, τη μελαγχολική καθημερινότητα της αμερικανικής επαρχίας, τη φυλετική τυφλότητα και τις κοινωνικές επιπτώσεις μετά την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου.
“Το κρύο άργησε να έρθει εκείνο το φθινόπωρο, και τα πουλιά αιφνιδιάστηκαν. Κι όταν πια άρχισε να χιονίζει και να φυσάει στα σοβαρά, ήταν πάρα πολλά εκείνα που την είχαν πατήσει κι είχαν μείνει εδώ, και αντί να πετάξουν για το νότο, να έχουν ήδη πετάξει για τον νότο, χουχούλιαζαν στις αυλές των ανθρώπων με τα φτερά τους φουσκωμένα για ένα ίχνος, έστω ζεστασιάς. Εγώ έψαχνα δουλειά. Ήμουν φοιτήτρια και χρειαζόμουν δουλειά...”
Πόσο απλή και λιτή έναρξη. Μας εισάγει στον κόσμο και στις ευαισθησίες μιας νέας κοπέλας, της Τάσι, που φεύγει από την επαρχιακή της κωμόπολη για να πάει να σπουδάσει σε μια μεγαλύτερη. Δεν έχει μπει ποτέ σε αεροπλάνο, δεν έχει πάρει καν ταξί, δεν έχει φάει κινέζικα.
Το μικρό κολέγιό της, στο Τρόι, θεωρείται φιλελεύθερο και ανοιχτό σε νέες ιδέες, οι φοιτητές μπορούν να σπουδάσουν οινογευσία, war-movie soundtracks, Pilates και άλλα ιδιαίτερα μαθήματα. Η Τάσι αισθάνεται ότι μόλις έχει βγει από ένα σπήλαιο σε ένα λαμπερό κόσμο μιας πόλης γεμάτης βιβλία, μουσική, και ταινίες αλλά και φίλους. Εκεί όπου θα ανακαλύψει τον Chaucer, την Sylvia Plath, την Simone de Beauvoir” και θα εντρυφήσει σε προχωρημένες ιδέες και θεωρίες της εποχής. Βρισκόμαστε λίγο μετά την καταστροφή της 9/11.
Η Τάσι Κέλττζιν κατάγεται από μια αγροτική οικογένεια των μεσοδυτικών πολιτειών, μια γειτονική κωμόπολη, το Ντέλακρος, που μόνον με τους χάρτες της Google μπορείς να εντοπίσεις. Κατά καιρούς τη ρωτάνε από πού κατάγεται και εκείνη, με χιούμορ αναφέρεται στην αγροτική της καταγωγή λέγοντας ότι ο πατέρας της κάνει “ντανταϊστική γεωργία” . Σε ένα τόπο όπου οι δημοτικοί σύμβουλοι άλλαξαν το πρώην ινδιάνικο όνομα του τόπου σε Ντελακρός για να το διαφημίσουν ως τουριστικό αξιοθέατο εξωγήινης δραστηριότητας.
“Η εμπορική έκρηξη και η δημοσιότητα δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο και μετά χάθηκε, σαν τα διαστημόπλοια και τους εξωγήινους. Έλεγαν πως το δημοτικό συμβούλιο μάζεψε τα πάντα, τα φόρτωσε σ’ έναν πύραυλο και τα ξανάστειλε πίσω στον πλανήτη τους, αφήνοντας μόνο κάποια αδέσποτα υπολείμματα. Είχα την αίσθηση πως αυτά τα αδέσποτα υπολείμματα ήταν οι φίλοι μου, που τώρα τους ένοιωθα σαν αρειανούς. [σ. 95]
Η Τάσι όταν τρώει κινέζικα διαβάσει τους χρησμούς, που περιέχονται στα μπισκοτάκια, τη διασκεδάζει αυτή η σιβυλλική, κομφουκιανή πρακτική. Προσέχει διεισδυτικά τους άλλους, με ένα λοξό πάντα βλέμμα όπως “εκείνη η κοπέλα με μακρόστενα γυαλιά με σκούρο σκελετό σαν της Νάνας Μούσχουρη στα εξώφυλλα των παλιών δίσκων της μητέρας μου”.
Κι όταν την ρωτάει ο πατέρας της για τα μαθήματα φιλοσοφίας εκείνη αστειεύεται: “Το ξερες πως ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε όλα του τα λεφτά στον Αριστοτέλη; ρώτησα χαρωπά.
“Μα έτσι πήρε το όνομά του, είπε ο πατέρας μου. “Ο Αριστοτέλης του το έδωσε. Μέχρι τότε ήταν απλώς ο Μεσαίος Αλέξανδρος”. σ.74
Ο πατέρας, Λουθηρανός, καλλιεργεί πατάτες και μάλιστα μια περιζήτητη ποικιλία, ο αδελφός της τελειώνει το λύκειο, η μητέρα της είναι μια στενάχωρη νοικοκυρά εβραϊκής καταγωγής που προσπαθεί να περισώσει τις παραδόσεις.
Η Τάσι αναζητάει δουλειά για να συμπληρώσει το χαρτζιλίκι της, κι έτσι έρχεται σε επαφή με την Σάρα Μπρινκ, που αναζητάει μια κοπέλα να κρατάει το μωρό της. Η Σάρα είναι μια σαρανταπεντάρα τύπισσα που διευθύνει το πιο μοδάτο αλλά και ακριβό εστιατόριο στην πόλη Le Petit Moulin.
“Για όλη την υπόλοιπη πολιτεία, το Τρόι ήταν η πόλη από την οποία εκπορεύονταν όλα τα κακά της διαστροφής και της πόζας. Καμιά φορά κι εγώ ακόμη έτσι το έβλεπα”. (141)
Κατά σύμπτωση η Σάρα προμηθεύεται πατάτες από τον καλλιεργητή πατέρα της Τάσι όπως θα ανακαλύψουν κατά τη διάρκεια της συζήτησης και συνέντευξης για την πρόσληψη της Τάσι. Η Σάρα είναι παντρεμένη με τον Έντουαρντ, ιατρικό ερευνητή, αλλά το μωρό δεν θα ναι δικό της, έχουν κάνει αίτηση να το υιοθετήσουν μέσα από μια σειρά πολύπλοκων διαδικασιών. Πρόκειται για ένα δίχρονο κοριτσάκι, διαφυλετικό, που το ονόμασαν ήδη Mary-Emma.
Αυτή η μερική απασχόληση ως νταντά στο μεσήλικο ζευγάρι αδιαμφισβήτητα της αλλάζει την ζωή και την ματιά στον κόσμο της πόλης, την κοινωνικοποιεί και την φέρνει σε επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους.
Η Τάσι μαζί με την Σάρα και μέσω του γραφείου υιοθεσιών και δικηγόρων αρχίζουν να βλέπουν μωρά, βιολογικές μητέρες, ανάδοχες οικογένειες. Μητέρες που δεν τρέφουν κανένα ρομαντισμό περί μητρότητας.
Επισκέπτονται ανάδοχες οικογένειες, κοιμούνται σε μοτέλ όπου στους τοίχους του δωματίου βλέπεις τρύπες από σφαίρες και αυτό να ονομάζεται Προεδρική Σουίτα. Σταματάνε σε καφέ και πάνω σε δρόμους που ενώνουν μοναχικές μεσοδυτικές πολιτείες.
“Γυμνά δέντρα φάνταζαν εύθραυστα και κατάπληκτα. Η ξαφνική νεροποντή ουσιαστικά εξαφάνισε όλο το χιόνι από το έδαφος και οι επαρχιακοί δρόμοι με την πλημμελή τους αποχέτευση, γέμισαν σαν κανάλια με νερό, που καθόταν και περίμενε λαμπορίζοντας να μεταμορφωθεί σε πάγο το απόγευμα που θα έπεφτε η θερμοκρασία. Όπως κι έγινε”
[σ. 79]
Στο μεταξύ μεσολαβούν Χριστούγεννα κι έτσι η Τάσι πηγαίνει να δει τους γονείς της. Με τον μικρό της αδελφό τον Ρόμπερτ διατηρεί πολύ καλή σχέση και με έκπληξη πληροφορείται ότι ετοιμάζεται να καταταγεί στον στρατό.
Έτσι, εκεί, βλέπουμε τον τόπο της, τη χειμωνιάτικη φύση, μέσα από τα μάτια της, ακόμη πιο ξένο κάθε φορά. Αλλά εντοπίζει και τη μοναξιά του Ρόμπερτ. Επιστρέφει στο Τρόι η Σάρα θα καταφέρει να υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, μιγάδα, το οποίο θα φροντίζει πρωτίστως η Τάσι. Τη μέρα που συνάντησαν τη φυσική του μητέρα που εγκρίνει την παράδοση του μικρού της κοριτσιού, η Τάσι και πάλι είναι παρούσα, συνοδεύοντας την Σάρα. Αποχαιρετούν τη μάνα, την Μπόνι.
“Από εκεί κι ύστερα, άρχισε, θαρρείς, να εξαφανίζεται σαν οπτασία. Μέσα από το παράθυρο και τη σκοτεινιά του απογεύματος άκουγες τον ήχο ενός εκχιονιστικού, αλλά εδώ μέσα ήταν που χιόνιζε. Εδώ χιόνιζε, σ΄αυτό το δωμάτιο, κι όλο το χιόνι σωρευόταν γύρω από την Μπόνι, έπεφτε στο κεφάλι της, μαζευόταν στους ώμους της”. [σ.133]
Κι έτσι η Σάρα θα αποκτήσει το κοριτσάκι. “Το έβλεπα ότι προετοιμαζόταν για έναν νέο τρόπο εντίληψης της κοινωνίας. Ο τρόπος θα ήταν τεχνητός και τουριστικού τύπου. Μητρότητα ντυμένη για σαφάρι. Αλλά γιατί όχι; Καλύτερη από άλλες. Ή μάλλον καλύτερη από τις περισσότερες άλλες”. [σ.146]
Και η μοδάτη μητέρα θα στέλνει με κούριερ ριζότο για το κοριτσάκι της αλλά όταν χρειαστεί κάτι επείγον θα ζητήσει από την Τάσι να καλέσει τα επείγοντα. Όμως η Τάσι θα τα καταφέρει, πολλές φορές ανεβάζει την μπλούζα της και αφήνει τη μικρή να ακουμπάει στο στήθος της σαν προσομοίωση θηλασμού. Κι όταν κάθονται όλοι μαζί στο καθιστικό, από τις σπάνιες φορές που και το ζευγάρι θα βρίσκεται εκεί, “ήταν σαν να΄μασταν μια οικογένεια, που κάθεται και γελάει και μασουλάει. Ένιωσα μέρος της. Ήμασταν όλοι μαζί σ΄ όλο αυτό”.
Μερικές φορές την περνούν για μητέρα της Έμι, ενώ άλλοτε η ίδια παίζει και τον ρόλο της κόρης του ζευγαριού, το απολαμβάνει με αστειάκια.
Η Τάσι θα παρατηρεί συνεχώς την Σάρα όπως την γνώρισε και όπως υποτίθεται θα διαμορφώνεται μέσα από την υιοθεσία του παιδιού που της δίνει δύο ονόματα Μαίρη Έμμα. Τα εφόδια της Τάσι είναι η παρατηρητικότητα αλλά και μια ίσως βεβιασμένη γνωστική αντίληψη της μορφωμένης. Μπορεί να ναι ένα κορίτσι της επαρχίας αλλά απέναντι στην σνομπ ημιαμόρφωτη Σάρα μπορεί να σταθεί μια χαρά.
Οι πρώτες βόλτες με το καροτσάκι πάνω στον πάγο και στο πάρκο της γειτονιάς θα εξοργίσουν τους ρατσιστές, ένα μάλιστα βλέποντας το κοριτσάκι στο καροτσάκι φωνάζει “Αράπισσα!”. Ακόμη και η Τάσι θα καθυβρίζεται ως λευκή τσούλα από κάποιες μαύρες γυναίκες που την θεώρησαν ότι είχε υφαρπάξει κάποιον από τους άντρες τους.
Η Τάσι δεν το περίμενε αυτό: “Δεν είχα ιδέα πως κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβεί σ’ αυτή την πόλη. Στο Ντέλακρος, ναι, ίσως – αν και ούτε εκεί άκουσα ποτέ να συνέβη – αλλά εδώ; Το εδώ ήταν τόσο περήφανο για τον εαυτό του. Το εδώ ήταν τόσο προοδευτικό, παράδειγμα προς μίμηση. Το εδώ ήταν τόσο απαρέγκλιτα αριστερίζον. Το εδώ ήταν τόσο – τόσο λευκό”. σ. 202
Αρχίζουν και τα υβριστικά τηλεφωνήματα στο σπίτι της Σάρας που αποφασίζει να οργανώσει στο σπίτι της συναντήσεις διαφυλετικών οικογενειών όπου θα συζητιούνται τα προβλήματά τους. Η Τάσι, καθώς απασχολεί τα παιδιά των φίλων και επισκεπτών του ζεύγους, καταγράφει τις συζητήσεις των γονέων τους δυο πατώματα πιο κάτω. Πρόκειται για πολύ επιδέξια στημένα επεισόδια γιατί ακούμε όσα ακούει η Τάσι από το δικό της δωμάτιο, ανάμεσα στις φωνασκίες των παιδιών, αποσπασματικές πληροφορίες, εμμονές, λόγια θεωρητικά: Μεταφυλετικότητα, μεταφεμινισμός, μεταμοντερνισμός, μίσος για τους μαύρους μουσουλμάνους.
Η Τάσι θυμίζει φιγούρα σε μια μπαλάντα της Τζόνι Μίτσελ αλλά το λογοτεχνικό της ανάλογο της είναι εκείνο του “Φύλακα στη σίκαλη”. Υπάρχουν σκηνές που παραπέμπουν στο σημαδιακό βιβλίο του Σάλιντζερ: καθώς περιπλανάται στα δικά της χωράφια παρατηρώντας τα παιδιά ή κάνει πατινάζ σε παγωμένες λίμνες προσέχοντας τη μικρή.
Όταν θα γνωρίσει τον Βραζιλιάνο συμφοιτητή της, τον Ρεϊνάλντο, θα τού προσφέρει την παρθενιά της, σαν να ήταν και αυτό μέρος της γνωστικής διαδικασίας της ζωής. Αυτός είναι ερωτικός μαζί της και κάπως απόμακρος, ευσεβής αλλά και σαν να κρύβει ένα διαρκές μυστικό. Έφυγε από την Νέα Υόρκη επειδή συνεχώς τον σταματούσαν με το φορτηγάκι που δούλευε μετά την 9/11 καθώς ήταν μελαψός. Πηγαίνουν μαζί σινεμά, σε διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστίνιων.
Μερικές φορές πηγαίνει και τον συναντάει ενόσω έχει την φροντίδα της μικρής πράγμα που εξοργίζει την Σάρα όταν το ανακαλύπτει. Καμιά φορά βγαίνουν οι τρεις τους βόλτα και είναι σαν οικογένεια-άλλη μια αναπαράσταση της οικογένειας. Όμως κατά βάθος η Σάρα ανησυχεί για τον εξαφανισμένο φυσικό πατέρα που θα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να εμφανιστεί, μετανιωμένος ή πιωμένος και να διεκδικήσει το βλαστάρι που προέκυψε κατά λάθος.
Ο Ρεϊνάλντο εμπλέκεται σε φιλανθρωπικές ισλαμικές οργανώσεις, όπως ισχυρίζεται. Μια μέρα η Τάσι τον επισκέπτεται ξαφνικά και βλέπει άδειο το διαμέρισμά του και τον ίδιο καθισμένο πάνω σε ένα χαλάκι που έβλεπε ανατολικά. Λέει ένα αμήχανο γεια. “Αργότερα έμμελε να αναγνωρίζω πια σ' αυτό το ύφος το τέλος του έρωτα-το θάνατο των προσπαθειών του άντρα. Μεταφραζόταν σε Μπλαζέ κόπωση. Σαν όνομα στριπτηζούς”.
Εκείνος μετακομίζει στο Λονδίνο, ομολογεί πως δεν είναι Βραζιλιάνος, διαφωνούν έντονα. Ο Ρομπέρτο είναι οπαδός της τζιχάντ. Η συζήτηση κλιμακώνεται και στη φράση του “στο όνομα του Αλλάχ”, εκείνη μια παγανίστρια, μια κοπέλα της φύσης, σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας και κλαίγοντας.
Φτάνοντας στο σπίτι της βυθίζεται για ώρα την μπανιέρα.
“Βγήκα από την μπανιέρα, τυλίχτηκα με την πετσέτα και άρχισα να στριφογυρίζω, γύρω γύρω, κι πετσέτα έπεσε από πάνω μου και τα βρεγμένα μου μαλλιά εκτόξευαν σταγόνες σ΄όλο το δωμάτιο κι εγώ ακόμη στριφογύριζα μέχρι που δεν ένιωθα πια ούτε θάνατο ούτε ζωή, παρά μόνο μια ιλιγγιώδη μετατόπιση, που ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν ήταν σουφισμός, και τα στίλβοντα βάθη της ψυχής μου, που ξεσηκώνοντας από τον πυθμένα σαν υπέροχη καταιγίδα: ήταν κάτι σαν χαμηλή πίεση σε συνδυασμό με γυμναστική-κάτι που μου συνέβαινε συχνά όταν ήμουν παιδί-μια ανεπαίσθητη αποσύνδεση από το σώμα, μια υπενθύμιση του τι είσαι πραγματικά”. [σ.276]
Και μετά; Ούτε ένας δεν την ρώτησε για τον Ρεινάλντο που σημαίνει ότι η σχέση τους ήταν απομονωμένη, εφήμερη, εξαφανισμένη. Σαν να ντρεπόταν πια για όσα έζησε, δεν υπήρξαν για κανέναν παρά μόνον για την καχύποπτη Σάρα που κάτι είχε μυριστεί εξ αρχής.
Όμως η ζωή δεν ακολουθεί τη μονοτονία μιας προδιαγεγραμμένης ευτυχίας ούτε και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος παραμένουν ως έχουν: εξαφανίζονται, αποκρύπτονται ή αλλάζουν ταυτότητα. Το ζευγάρι των Μπρινκ κρύβουν ένα συνταρακτικό μυστικό, έρχεται η ώρα να το μάθει η Τάσι από την Σάρα, μια δυσάρεστη προιστορία. Όταν ζούσανε στα ανατολικά, στη Μασαχουσέτη με τον Έντουαρντ και τα ονόματά τους ήταν Σούζαν και Τζόν. Και είχανε ένα γιο. Μια μέρα πήγανε μια εκδρομή και ο μικρός ήθελε ένα παγωτό και επειδή γκρίνιαζε στον αυτοκινητόδρομο ο Έντουαρντ για να τον παραδειγματίσει τον άφησε μόνο, μόλις 4 χρονών, σε ένα διπλανό χώρο για πικ νικ. Προσπαθώντας να βρει μια έξοδο να γυρίσει να τον ξαναπάρει ο μικρός βγαίνει στο δρόμο και μπροστά στα μάτια των γονιών του και των άλλων οδηγών ανατινάχτηκε στα ουράνια. Ο δικαστής, αργότερα, αναίρεσε την καταδίκη τους αφού είχαν δηλώσει ένοχοι γιατί έκρινε πως η απώλεια του παιδιού τους αρκούσε.
Κι έτσι μαζί με τον Γκάμπριελ, το παιδί, πέθανε και η Σούζαν ως όνομα τουλάχιστον και έγινε Σάρα. Και γιατί της τα λέει τώρα της Τάσι; “Έπρεπε να σου τα πω όλα αυτά γιατί το πρακτορείο υιοθεσιών ανακάλυψε τα πάντα. Κι αυτό έχει θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία με την ΄Εμι”.
Η Τάσι ούρλιαξε.
“Θα δώσει πίσω την ΄Εμι;
“Αυτή θα είναι τελικώς η επίσημη τιμωρία μας. Όταν χρωστάς στην κόλαση, πληρώνει με κόλαση, έτσι δεν είναι;”
Η Τάσι ωριμάζει ραγδαία. Έχει ήδη χάσει τον φίλο της από τις μισαλόδοξες θεωρίες του, ο αδελφός της αναχώρησε στο Αφγανιστάν, χάνει την Έμμι και κατά συνέπεια και το ζευγάρι:
Η σκηνή της φυγής της Έμμι από το σπίτι της Σάρας είναι εξ ίσου επώδυνη με τον χαμό του αγοριού της. Το κοριτσάκι θα περάσει στο επόμενο ζευγάρι που έχει σειρά. Η γραφειοκρατία της υιοθεσίας λαμβάνει υπόψη έγγραφα, αξιολογήσεις. Και έπονται οι ζωές. Η μικρή θα κλαίει με λυγμούς καθώς θα την απομακρύνει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Το κλάμα της Σάρας θα είναι ένα ανυπόφορο ουρλιαχτό. Η Τάσι προσπαθεί να ξεχάσει, σαν απούσα πια. Όμως ευτυχώς έχει κάποιους δικούς της τρόπους να βιώσει την απώλεια.
“Τι είχα μάθει μέχρι στιγμής στο κολέγιο; Μπορείς να αποκλείεις το αποκλειόμενο μέσο όσο θες ΄, αλλά όταν είσαι καθ΄οδόν για έναν τόπο πιο μοναχικό και πιο σίγουρο, από το παράθυρό σου θα δεις να ζουν εκεί όλοι όσους ξέρεις.
Είχα μάθει επίσης ότι στην λογοτεχνία-όπως ίσως και στη ζωή-δεν πρέπει να μιλάει κανείς για την πρόθεση του συγγραφέα αλλά για την πρόθεση που η ίδια η ιστορία έχει για τον εαυτό της. Ο δημιουργός δεν μας κάνει-ο Θεός είναι νεκρός. Αλλά το δημιούργημα έχει προσωπικότητα και ελπίδες και τις δικές του επιθυμίες και σχέδια και τσαχπίνικα νεύματα και βήματα χορευτικά και συγκολλητικές προθέσεις. Μ΄αυτήν την έννοια, ο Ζακ Ντεριντά και ο Ουόλτ Ντίσνεϊ συμπίπτουν. Η ίδια η ιστορία έχει πόδια και στόμα, περπατάει και λέει τους πόθους της...” [σ.338]
Κι έτσι ξεκινάει πάλι για ένα μικρό ταξίδι για να παραστεί στην αποφοίτηση του αδελφού της. Εκείνος την ρωτάει γιατί δεν απάντησε στο μέιλ του. Αυτή δεν καταλαβαίνει, νομίζει ότι το είχε κάνει, το ξεχνάει. Πολύ κακώς. Θα δούμε παρακάτω γιατί. Κι ύστερα μένει με τους γονείς της και τους βοηθάει. Δουλεύει, βοηθάει, αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται από την φύση.
Όταν βράδυ γυρίζει στο Τρόι, περνάει από το μαγαζί της Σάρας, είναι άδειο, πετυχαίνει το τελευταίο βράδυ. Η Σάρα απουσιάζει. Κάθεται και τρώει ένα μεγάλο γεύμα, σαν την γιορτή της Μπαμπέτ, χωρίς καλεσμένους, το μεγαλύτερο γεύμα της ζωής της.
Τελειώνει η χρονιά. Επιστρέφει στους γονείς και στα αγροτικά. Κυκλοφορεί με μηχανάκι κάτω από έναν ουρανό που“είχε τη χρυσοποίκιλτη όψη της καταιγίδας”.
“Προσπαθούσα να ξεχαστώ με τη γλώσσα. Μια χαρά σαν τη βροχή. Είναι η βροχή βρεμένη;”
Τριγυρνάει στα κτήματα, βγάζει βόλτα τον σκύλο της, προσέχει την Λούσι την κατσικούλα για να μην πηγαίνει να τρώει τα κόντρα πλακές στο διπλανό εργοτάξιο. Δεν είναι όλα ειδυλλιακά στο τοπίο που μπάζει μέσα του και στην αστική ρύπανση. Παρατηρεί τα δέντρα αν έχουν κλαδευτεί, αν έχουν προοπτική να καρπίσουν ειδικά κάτι βυσσινιές που “είχαν μείνει ακλάδευτες καθώς περίμεναν ίσως το πριόνι, τον ξυλουργό-ή κανένα ρωσικό θεατρικό έργο”
Χαμογελάμε στις μπηχτές της, καθώς την έχουν χαρακτηρίσει τσεχωφική συγγραφέα!
Τρέχει μέσα στους αγρούς, ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια, πάντα πίστευε ότι έχει φτερά και ότι θα ανοίξει τα πανιά της. Θα μπορούσε όμως να ξεφύγει από τις δυνατότητες μιας χαμηλής πτήσης;
Αυτό το διάστημα των γήινων αποδράσεων και απογειώσεων η Τάσι αποκτάει στιγμές προσωπικής ενόρασης. Ένα βράδυ, μέσα στην νύχτα, νομίζει ότι βλέπει τον Ρεινάλντο και τον Ρόμπερτ στο τέλος του χωραφιού, βλέπει τα φάσματά τους ενώ στα οράματα προστίθεται και ο μικρός Γκάμπριελ, το παιδάκι της Σάρας.
“Και τότε έγινε μεμιάς ξεκάθαρο πως ήταν αμετάκλητα νεκροί, όλοι τους, και πως τώρα πια όλα τα πραγματικά χρήσιμα πράγματα σ' αυτή τη ζωή, όπως τα αστέρια, δεν θα ταν παρά σκέτη ακατανόητη διακόσμηση”.
Και αμέσως η επόμενη αράδα:
“Δεν ήμουν εκεί όταν οι δύο αξιωματικοί με το στρατιωτικό βαν σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα των γονιών μου και τους ανακοίνωσαν το θάνατο του αδελφού μου...”
Θάνατος εν ωρα υπηρεσίας από όλμο Ταλιμπάν. Μέλη του καταστράφηκαν, ο ένστολος λέει “το χέρι του ήταν στο δέντρο. Πάρα πολύ ψηλά. Αναγκαστικά το αφήσαμε εκεί”.
Και τι άλλο θα έκανε η Τάσι στην κηδεία; Βρίσκει την ευκαιρία και μπαίνει μέσα στο φέρετρο. Χωράει αφού εκεί μέσα είναι μόνον ο μισός αδελφός της. Θέλει εκεί μέσα, ανάμεσα στα λείψανα, να τον προστατεύσει με αναμνήσεις. “Θα τον ξαναέφτιαχνα με λίγη ψιλή κουβέντα”.
Η Τάσι κάνει την προσωπική της υπέρβαση την στιγμή που ο Μπους ετοιμάζει τα στρατεύματα να εισβάλλουν στο Ιράκ και στο πανηγύρι του γειτονικού χωριού οι επισκέπτες περνάνε από ανιχνευτή μετάλλων. Εκείνη όμως έχει πετύχει “μια ανεπαίσθητη αποσύνδεση από το σώμα, μια υπενθύμιση του τι είσαι πραγματικά”.
Ωστόσο, όταν θα βρει το μέιλ που αστόχησε να ανοίξει, ανακαλύπτει ότι ο Ρόμπερτ ζητούσε πιεστικά τη γνώμη της για το αν θα έπρεπε να καταταγεί. Την εκλιπαρούσε να τον συμβουλεύσει και θα την άκουγε αν τον απέτρεπε.
Πώς άραγε μπορεί να τελειώσει ένα τέτοιο μυθιστόρημα; Η Τάσι να δουλεύει στα Στάρμπακς και να την ζητάει στο τηλέφωνο ο άντρας της Σάρας, θέλει να τη δει, να της προτείνει να φάνε μαζί, αλλά αυτή όσο μιλάει ο Έντουαρντ, αφήνει το ακουστικό.
Έξω είχε αρχίσει και πάλι να χιονίζει.
Σκέψεις για το έργο της
Δεν ξέρω αν η Μουρ είναι καλύτερη στο μυθιστόρημα ή στο διήγημα, αν και πιστεύω ότι ως διηγηματογράφος συμπυκνώνει καλύτερα τις ιστορίες της. Και μπορεί εδώ το μυθιστόρημα να είναι αρκετά επιβαρυμένο με υποϊστορίες, όμως εμπλέκει τελικά τον αναγνώστη στην καθημερινότητα και την πειστικότητα των χαρακτήρων. Ένας ρεαλισμός που ξαναδομείται τόσο πειστικά, σχεδόν καταπιεστικά. Και όχι μόνον. Σκιαγραφεί πετυχημένα το περιβάλλον μικρών πόλεων και της επαρχίας, τις εποχές, τις γιορτές, την επαναληπτικότητα και την γκριζάδα τους.
Πολύ δυνατά περιγράφεται και το πορτρέτο της οικογένειας της Τάσι. Σε αντίθεση πάντα με την οικογένεια -τρόπος του λέγειν- της Σάρας, έχουμε μια μόνιμη αντιπαράθεση νοοτροπίας και σκέψης. Πώς επενδύουν στην ζωή, ποια είναι τα όνειρά τους και κατά πόσον μερικές φορές γίνονται εφιάλτης που θα τους κατατρύχουν σε όλη τη ζωή. Όμως στο θέμα των παιδιών και οι δύο οικογένειες κάνουν κάποιες μοιραίες επιλογές.
Η σφραγίδα της Moore είναι το χιούμορ και το πάθος με τα οποία αποτυπώνει καταστάσεις και χαρακτήρες κι αυτό με σπάνια κατανόηση. Τους εκθέτει στις πιο περίπλοκες στιγμές αμηχανίας, παραίτησης και ανεξήγητης ανθεκτικότητας. Αντιμετωπίζουν την αλλαγή, την εγκατάλειψη, την ασθένεια και την απώλεια- από τα μέλη της οικογένειας στους εραστές έως τους παράξενους ανθρώπους που τους προσκαλούν ή τους προκαλούν σε κάτι αναπάντεχο. Ξαπλώνουν και ομολογούν. Είναι μοναχικοί και έξυπνοι, απογοητευμένοι και ευγνώμονες. Γοητεύονται με άλλους και αγαπούν ατελείωτα. Ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση από το προσωπικό στο κοινωνικό συμβαίνει συχνά σ' αυτό το είδος της ρεαλιστικής μυθοπλασίας (realist fiction) – που άλλοτε αποδίδεται ως “dirty realism” (Bill Buford), “neo-realism” (Kristiaan Versluys), or “spectacle realism” (Joseph Dewey).
Μια κατηγορία αποτελούν οι κατακερματισμένες οικογενειακές σχέσεις:
Joyce Carol Oates’s We Were the Mulvaneys [1996],
Richard Russo’s Empire Falls [2001])
Άλλη πάλι κατηγορία αποτελούν ιστορίες με χαμένα ή πληγωμένα παιδιά και την ανικανότητα προστατευτούν κοινωνικά:
Anne Tyler’s The Accidental Tourist [1985]
Richard Ford’s The Sportswriter [1986]
Jeffrey Eugenides’s The Virgin Suicides [1993]
Rick Moody’s The Ice Storm [1994]
Frederick Busch’s Girls [1997]
John Burnham Schwartz’s Reservation Road [1998]
A. M. Homes’s Music for Torching [1999]
Lorrie Moore’s A Gate at the Stairs[2009])
***
Το μυθιστόρημα ξάφνιασε τους οπαδούς της Λόρι Μουρ, που την είχαν γνωρίσει από τα διηγήματα, και το βρήκαν κάπως διαφορετικό. Βρήκε όμως ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο κοινό και μάλιστα πήγε καλά στις λίστες των ευπώλητων.
Έχει θαυμαστές πολλούς σύγχρονους συγγραφείς: τον Dave Eggers, την Helen Simpson, την Hilary Mantel, τον David Lodge, τον Nick Hornby, τον Roddy Doyle, τον Julian Barnes, την Alison Lurie (1926) που πήρε Pulitzer 1984 για το μυθιστόρημα Foreign Affairs, τον Jonathan Lethem, ανάμεσα σε άλλους. Ο Hornby την θεωρεί “the best American writer of her generation”.
Ο συγγραφέας Dave Eggers σημειώνει ότι ενώ "γοητεύεται από σχεδόν αποτυχημένους ανθρώπους, είναι από τις πιο αστείες συγγραφείς". Μερικοί κριτικοί την αποθεώνουν, τοποθετώντας την δουλειά της στο προθάλαμο του σύγχρονου μεγαλείου. Η Άλισον Λιούρι είπε ότι είναι "το πιο κοντινό πράγμα που έχουμε στον Τσέχοφ".
Η Helen Simpson επισημαίνει "οι ιστορίες του Lorrie Moore συμπυκνώνουν περισσότερη πνευματική και κωμικοτραγική δύναμη σε μια μόνο παράγραφο από ότι τα περισσότερα μυθιστορήματα καταφέρνουν σε πάνω από 15 κεφάλαια".
Στο κολέγιο μερικοί από τους συγγραφείς των οποίων το ύφος της πεζογραφίας την εντυπωσίασε περισσότερο περιλάμβαναν τη Margaret Atwood, τον Donald Barthelme, τον Thomas Pynchon, τον Gilbert Sorrentino και τον John Gardner. Μερικά από τα αγαπημένα της μυθιστορήματα ήταν η Villette του Charlotte Brontë (πρωτοπρόσωπη αφήγηση γυναικεία), The Return of the Native του Thomas Hardy και η Washington Square του Henry James.
***
Βιογραφία
Η Μόρι Μουρ γεννήθηκε το 1967, δεύτερη από τέσσερα παιδιά, γονείς από τη μεσαία τάξη, έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της είχαν καλλιτεχνικές τάσεις, έπαιζαν και έγραφαν μουσική σε ένα ερασιτεχνικό θίασο οπερέτας, έβαζαν τα παιδιά να ζωγραφίζουν και να αισθάνονται καλλιτέχνες. Ήταν η δεκαετία του 80 όταν ήταν πολύ της μόδας να είσαι ένα κορίτσι με καλλιτεχνικές τάσεις. Εκείνη έβλεπε τους ανθρώπους γύρω της να κάνουν πρόβες, να υποδύονται άλλους και της φαινόταν ιδιαίτερα σαγηνευτικό.
Έτσι και η Λόρι έκανε χορό, έφτιαχνε ιστορίες. Ο πατέρας της ήταν ασφαλιστής έχοντας εγκαταλείψει κάθε νεανική του ελπίδα να γίνει συγγραφέας. Μια οικογένεια όπου έγραφαν όλοι. Στα 19 της κέρδισε σε έναν διαγωνισμό διηγήματος για το περιοδικό Seventeen. Αργότερα δούλεψε βοηθός νομικών γραφείων.
Στα 27 της της δόθηκε η θέση του προγράμματος δημιουργικής γραφής στον Madison, Wisconsin, ένα καλό μεσοδυτικό πανεπιστήμιο.
Η σχέση της Μουρ, με τη δημιουργική γραφή είναι διαρκής, δεκαετίες τώρα. Όπως δηλώνει η ίδια δεν έχει δίπλα της μια Βέρα Ναμπόκοφ να την ταίζει και να τις κάνει τις δουλειές. Είναι δασκάλα, μάνα, νοικοκυρά και μετά συγγραφέας. Όπως και άλλοι συγγραφείς της γενιάς της πρέπει να εργάζεται και γι αυτό διδάσκει γραφή σε πανεπιστήμια μια ζωή.
Σε δύο ιστορίες της δίνει ένα master class δημιουργικής γραφής, όταν εμπνέεται από τη δουλειά άλλων συγγραφέων.
Στo διήγημα ‘Wings’ μεταπλάθει την πλοκή της ιστορίας του Henry James’s 'Wings of the Dove' (1902) και στο ‘Referential’ αναπαριστά τα βασικά γεγονότα μια ιστορίας του Ναμπόκοφ “Signs and Symbols”, μια ζοφερή ιστορία για ένα ζευγάρι μεταναστών που επισκέπτονται τον διαταραγμένο γιο τους σε ένα άσυλο.
Ανάμεσα στις κριτικές που έγραψε πρόσφατα εντόπισα για τον Richard Ford, την Rachel Cusk και τον Αμερικανοκορεάτη Chang-rae Lee.
Παντρεύτηκε τον Mark Borns, υιοθέτησε ένα διαφυλετικό γιο, τον Benjamin, χώρισε και ζει έκτοτε μόνη.
Εργογραφία
Self-Help 1985
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που ήταν και το master's thesis στο Πανεπιστήμιο Cornell. Έγινε δεκτό πολύ θετικά από την κριτική για το χιούμορ καθώς παρωδεί τα δημοφιλή βιβλία αυτοβοήθειας self-help books εκείνης της περιόδου. Επίσης εντυπωσίασε ο πειραματισμός με το δεύτερο πρόσωπο με το οποίο εκφραζόταν ή μάλλον απευθυνόταν. Γιατί με το δεύτερο πρόσωπο ο αναγνώστης καθίσταται ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας. Μερικοί τίτλοι: "How to Become a Writer," "The Kid's Guide to Divorce," and "How to Be an Other Woman". Το Self-Help παινέθηκε και από τους New York Times. Για τις αστείες και δηκτικές της ιστορίες καθιερώθηκε αμέσως ως μια νέα αυθεντική φωνή της σύγχρονης μυθοπλασίας. Η μυθοπλασία της θα είναι πάντα πολιτική: εδώ είναι μια καυστική κριτική της αμερικανικής κουλτούρας
Anagrams 1987
Τα “Αναγράμματα” είναι το πρώτο της μυθιστόρημα ανάμεσα σε δύο συλλογές διηγημάτων. Είναι ένα μυθιστόρημα στο τέλος του 20ου αιώνα, όπου η ηρωίδα η Μπένα, τραγουδίστρια σε κλαμπ, προσπαθεί να αναγραμματίσει λέξεις που δεν φτιάχνουν αναγράμματα. Αναλογικά -τα καταφέρνει ή όχι- η Μπένα δεν μπορεί να επανατοποθετήσει καν τις λεπτομέρεις της προσωπικής της ζωής. Τα φτιάχνει με έναν ηθοποιό, τον Gerard που ζει μεσοτοιχία και γράφει όπερα ενώ σταδιακά μας αποκαλύπτονται μυστικά της προσωπικής του ζωής. Το μυθιστόρημα έχει μια έντονη αίσθηση απομόνωσης καθώς η Benna προσπαθεί να σχηματίσει μόνιμες σχέσεις που φαίνονται καταδικασμένες ενώ περισσότερο φαντάζεται σχέσεις παρά τις υλοποιεί στην πραγματικότητα.
Τα Anagrams είναι ένα μυθιστόρημα που δομείται από ένα σύντομο μυθιστόρημα και τέσσερα εκτενή διηγήματα. Οι ιστορίες είναι παραλλαγές της κεντρικής αφηγηματικής μορφής. Δεδομένου ότι το μυθιστόρημα αφορούσε (μεταξύ άλλων) τη δύναμη και τις αδυναμίες της φαντασίας, αυτές τις ιστορίες συμπεριλήφθηκαν ως μέρος της δομής του γενικού μυθιστορήματος. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε χρόνια πριν αλλά είναι εξαντλημένο.
Like Life. 1990
Συλλογή οκτώ ιστοριών, που δείχνουν μια αφηγηματική δεινότητα σε συνδυασμό με την δηκτικότητα του ύφους και την διεισδυτική παρατηρητικότητα. Κάποιες από τις ιστορίες δημοσιεύτηκαν The New Yorker και αναδημοσιεύτηκαν σε ετήσιες ανθολογίες όπως The O. Henry Awards που το 2019 έκλεισε εκατό τεύχη και The Best American Short Stories, μια ετήσια έκδοση με τα καλύτερα διηγήματα κάθε χρονιάς.
Μεγάλος θεσμός και τιμή σε όποιον είναι Guest Editor σε κάθε ανθολογία. Η Λόρι Μουρ λοιπόν, αφού ξεκίνησε με δημοσιεύσεις βρέθηκε να είναι αυτή η εκδότης το 2004 και ακόμη πιο τιμητικά το 2015 για την εκατονταετηρίδα των ανθολογιών. Η συμμετοχή συγγραφέων στην λίστα αυτή, τόσων των ανθολογούμενων όσο και των επιμελητών, αποτελεί μία καταξιωμένη λίστα.
Who Will Run the Frog Hospital? 1994.
(μικρό μυθιστόρημα)
Σε αντίθεση με την Benna στα Anagrams, η Berie Carr είναι μια μέσης ηλικίας γυναίκα. Δείχνει μια εξέλιξη στο έργο της Moore σαν να απεξαρτάται από την τεχνική προς όφελος της ανάδειξης των χαρακτήρων της. Το βιβλίο στρέφεται γύρω από την παιδική και εφηβική ηλικία της Μπέρι και μιας φίλης της Silsby. Τα κορίτσια δούλεψαν σε ένα πάρκο διασκέδασης που ονομάζεται Storyland στο Horsehearts στα Καναδικά σύνορα και βίωσαν εφηβεία, έρωτες και αλητεία. Στο Παρίσι η Μπέρι, όπου βρίσκεται τώρα μεσήλικη, συνειδητοποιεί ότι δεν αγαπά πια τον άντρα της πράγμα που την οδηγεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον ίδιο εκείνο τόπο όπου βίωσε ως νέα γυναίκα την αληθινή ομορφιά.
Birds of America: Stories. 1998.
Μια συλλογή 12 διηγημάτων που βρέθηκε και στους New York Times best-seller list. Γράφτηκαν τη δεκαετία του 90 με προεξέχον θέμα τη φροντίδα των παιδιών, την απώλεια των παιδιών, παιδιά σε κίνδυνο αλλά και τον αγώνα που δίνουν οι άντρες και μεσήλικες γυναίκες. Δέκα από τις ιστορίες έχουν ηρωίδες γυναίκες, που αναζητούν για άλλη μια φορά, ειρήνη, επαφή, αυτοεπιβεβαίωση ενώ έχουν “μετατοπιστεί ή εξοριστεί” σε άλλα περιβάλλοντας αναζητώντας κάτι διαφορετικό κάθε φορά.
Είναι γυναίκες καλλιτέχνες, και έχουν περάσει ένα μέρος της ζωής τους Μεσοδυτικά, τους συμβαίνει κάτι απογοητευτικό, νιώθουν ένα απέραντο κενό. Κι όταν αποφασίζουν να εμπλακούν σε μια σχέση πάντα βρίσκουν τον πιο ακατάλληλο σύντροφο.
Και εδώ την απασχολεί αυτό που λέμε “American national life” με αναφορές στην προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα και τις συνεχιζόμενες τότε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Bark. 2014
Οι ιστορίες της επικεντρώνονται σε ένα μικρό γκρουπ ανθρώπων, της μεσαίας τάξης, μορφωμένων διανοούμενων που ζουν σε μικρές πόλεις στις επαρχίες.
Ιστορίες με πολιτικό υπόβαθρο για ανθρώπους στην σκιά ενός έθνους που έχει στο αστοχήσει ειδικά στο Ιράκ. Άνθρωποι με έντονες πολιτικές θέσεις, ακτιβιστές, προβληματικές οικογένειες, παιδιά αποκομμένα, αποτυχημένες σχέσεις, οι περισσότερες κάτω από το πρίσμα και μιας πολιτικής κρίσης. Ιστορίες θλιμμένες και απελπισμένες, Πόλεμος και ειρήνη, φιλία και ερωτισμός σε αμφισβήτηση και επανεκτίμηση. Και αυτό σε γνώση των χαρακτήρων, για το γελοίο, το κωμικοτραγικό στο οποίο πάνε να εμπλακούν κάθε φορά μέσα από έναν πνευματώδη λόγο. Η εποχή μετά την 9/11 είναι ακόμη παρούσα, ακόμη και το Abu Ghraib γίνεται αφορμή για να διακοπεί η σχέση ενός ειδυλλίου εν εξελίξει. Δεν λείπουν και οι ιστορίες ενός ξαφνικού θανάτου και πώς ξεπερνιέται -αν μπορεί- να γίνει αυτό σε μια παρέα που μαζεύονται στην κηδεία ενός αγαπημένου φίλου. Πάντως οι πρώτες τέσσερις ιστορίες στην συλλογή είχαν ήδη δημοσιευτεί στο Collected Stories (2008) και μόνον τέσσερις ιστορίες είναι καινούργιες.
See What Can Be Done: Essays, Criticism, and Commentary , 2018
Δημοσιευμένα άρθρα για συγγραφείς, ταινίες, μουσική. Ανάμεσα του οι John Cheever, Don DeLillo, Stephen Sondheim, Anaïs Nin, Jane Campion, Barack Obama, Alice Munro, Joyce Carol Oates and VS Pritchett και ηΒραζιλιάνα Clarice Lispector.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Νοέμβριος 2019.
THE THEORY GENERATION
Teju Cole. Open City. 2011.
Jennifer Egan. A Visit From the Goon Squad 2010.
Jeffrey Eugenides. The Marriage Plot. . 2011.
Ben Lerner. Leaving the Atocha Station. 2011.
Sam Lipsyte. The Ask.. 2010.
Lorrie Moore. A Gate at the Stairs. . 2010.
Τι ακριβώς είναι πάλι αυτή η η γενιά της Θεωρίας; Όποιος σπούδασε γράμματα και τέχνες σε κάποιο φιλελεύθερο πανεπιστήμιο της Αμερικής τη δεκαετία του 1980, σίγουρα ήρθε σε άμεση επαφή με τη Θεωρία. Foucault, Ντεριντά, Αντόρνο, Κείμενα Σημειωτικής κλπ
Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιοι από αυτούς ξαναγυρίζουν σε εκείνα τα χρόνια ως Theory Generation μεταφέροντας την ατμόσφαιρα αλλά και την επιρροή της στα γραπτά τους. Ήδη αναφερθήκαμε και στον Τζέφρι Ευγενίδη στο Σενάριο Γάμου πόσο θεωρία υπήρχε.
Ας πούμε η Τάσι πώς αντιμετωπίζει τις πρώτες μέρες της στο κολέγιο:
“Ο Τσόσερ, η Σίλβια Πλαθ, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ έβαλαν φωτιά στο μυαλό μου. Δύο φορές την εβδομάδα, ένας νεαρός καθηγητής ονόματι θαντ, ντυμένος με τζην και γραβάτα, έμπαινε στην αίθουσα παραδόσεων και μπροστά σε ένα ακροατήριο αποσβολωμένων χωριατόπαιδων σαν εμένα έλεγε συναρπαστικά πράγματα για την αυνανιστική σχέση του Henry James με το κόμμα. Με είχε καθηλώσει. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί άντρα να φοράει τζην με γραβάτα”.
Για την Τάσι η πρόσληψη της Θεωρίας γίνεται μέσα από το στυλ. Όμως ο Θαντ είχε διαβάσει την Eve Sedgwick και φυσικά πολύ καθαρά η Moore υπαινίσσεται τη δημόσια αντιπαλότητα που προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου της Sedgwick’s “Jane Austen and the Masturbating Girl,” το 1989. Θυμάστε ότι στο Middlesex είχα αναφέρει την Sedwick που όρισε την Queer Theory.
Στο μεταξύ η ίδια παρέα είχε αποκαλεστεί "literary Brat Pack"
Bret Easton Ellis,Tama Janowitz,Jay McInerney and Jill Eisenstadt, όταν το 1987 σε ένα του άρθρο το περιοδικό Village Voice, πρόβαλε τους συγγραφείς αυτούς ως τα νέα πρόσωπα της λογοτεχνίας.
McInerney's Bright Lights, Big City, Janowitz's Slaves of New York Ellis's Less Than Zero. Άλλοι πουπροστέθηκαν στην ομάδα ήταν η Susan Minot, η Donna Tartt, ο Peter Farrelly and ο David Leavitt.
Φυσικά κι αυτωνών η δουλειά ξεκινούσε από τον μινιμαλιστικό τόνο του Raymond Carver και της Ann Beattie (1947), που χρησιμοποίησαν νέους τρόπους έκφρασης από εκείνο τον πιο εκλεπτυσμένο και βεβαρυμένο λογοτεχνικά της προηγούμενης γενιάς. Να θυμίσω ότι την Αν Μπίτι εκτιμάει πολύ η Λόρι Μουρ και έχει γράψει κριτικές για τον έργο της.
Η Λόρι Μουρ περιγράφει, μέσα από τη ματιά μιας νεαρής Αμερικανίδας φοιτήτριας, τη μελαγχολική καθημερινότητα της αμερικανικής επαρχίας, τη φυλετική τυφλότητα και τις κοινωνικές επιπτώσεις μετά την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου.
“Το κρύο άργησε να έρθει εκείνο το φθινόπωρο, και τα πουλιά αιφνιδιάστηκαν. Κι όταν πια άρχισε να χιονίζει και να φυσάει στα σοβαρά, ήταν πάρα πολλά εκείνα που την είχαν πατήσει κι είχαν μείνει εδώ, και αντί να πετάξουν για το νότο, να έχουν ήδη πετάξει για τον νότο, χουχούλιαζαν στις αυλές των ανθρώπων με τα φτερά τους φουσκωμένα για ένα ίχνος, έστω ζεστασιάς. Εγώ έψαχνα δουλειά. Ήμουν φοιτήτρια και χρειαζόμουν δουλειά...”
Πόσο απλή και λιτή έναρξη. Μας εισάγει στον κόσμο και στις ευαισθησίες μιας νέας κοπέλας, της Τάσι, που φεύγει από την επαρχιακή της κωμόπολη για να πάει να σπουδάσει σε μια μεγαλύτερη. Δεν έχει μπει ποτέ σε αεροπλάνο, δεν έχει πάρει καν ταξί, δεν έχει φάει κινέζικα.
Το μικρό κολέγιό της, στο Τρόι, θεωρείται φιλελεύθερο και ανοιχτό σε νέες ιδέες, οι φοιτητές μπορούν να σπουδάσουν οινογευσία, war-movie soundtracks, Pilates και άλλα ιδιαίτερα μαθήματα. Η Τάσι αισθάνεται ότι μόλις έχει βγει από ένα σπήλαιο σε ένα λαμπερό κόσμο μιας πόλης γεμάτης βιβλία, μουσική, και ταινίες αλλά και φίλους. Εκεί όπου θα ανακαλύψει τον Chaucer, την Sylvia Plath, την Simone de Beauvoir” και θα εντρυφήσει σε προχωρημένες ιδέες και θεωρίες της εποχής. Βρισκόμαστε λίγο μετά την καταστροφή της 9/11.
Η Τάσι Κέλττζιν κατάγεται από μια αγροτική οικογένεια των μεσοδυτικών πολιτειών, μια γειτονική κωμόπολη, το Ντέλακρος, που μόνον με τους χάρτες της Google μπορείς να εντοπίσεις. Κατά καιρούς τη ρωτάνε από πού κατάγεται και εκείνη, με χιούμορ αναφέρεται στην αγροτική της καταγωγή λέγοντας ότι ο πατέρας της κάνει “ντανταϊστική γεωργία” . Σε ένα τόπο όπου οι δημοτικοί σύμβουλοι άλλαξαν το πρώην ινδιάνικο όνομα του τόπου σε Ντελακρός για να το διαφημίσουν ως τουριστικό αξιοθέατο εξωγήινης δραστηριότητας.
“Η εμπορική έκρηξη και η δημοσιότητα δεν κράτησε ούτε ένα χρόνο και μετά χάθηκε, σαν τα διαστημόπλοια και τους εξωγήινους. Έλεγαν πως το δημοτικό συμβούλιο μάζεψε τα πάντα, τα φόρτωσε σ’ έναν πύραυλο και τα ξανάστειλε πίσω στον πλανήτη τους, αφήνοντας μόνο κάποια αδέσποτα υπολείμματα. Είχα την αίσθηση πως αυτά τα αδέσποτα υπολείμματα ήταν οι φίλοι μου, που τώρα τους ένοιωθα σαν αρειανούς. [σ. 95]
Η Τάσι όταν τρώει κινέζικα διαβάσει τους χρησμούς, που περιέχονται στα μπισκοτάκια, τη διασκεδάζει αυτή η σιβυλλική, κομφουκιανή πρακτική. Προσέχει διεισδυτικά τους άλλους, με ένα λοξό πάντα βλέμμα όπως “εκείνη η κοπέλα με μακρόστενα γυαλιά με σκούρο σκελετό σαν της Νάνας Μούσχουρη στα εξώφυλλα των παλιών δίσκων της μητέρας μου”.
Κι όταν την ρωτάει ο πατέρας της για τα μαθήματα φιλοσοφίας εκείνη αστειεύεται: “Το ξερες πως ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε όλα του τα λεφτά στον Αριστοτέλη; ρώτησα χαρωπά.
“Μα έτσι πήρε το όνομά του, είπε ο πατέρας μου. “Ο Αριστοτέλης του το έδωσε. Μέχρι τότε ήταν απλώς ο Μεσαίος Αλέξανδρος”. σ.74
Ο πατέρας, Λουθηρανός, καλλιεργεί πατάτες και μάλιστα μια περιζήτητη ποικιλία, ο αδελφός της τελειώνει το λύκειο, η μητέρα της είναι μια στενάχωρη νοικοκυρά εβραϊκής καταγωγής που προσπαθεί να περισώσει τις παραδόσεις.
Η Τάσι αναζητάει δουλειά για να συμπληρώσει το χαρτζιλίκι της, κι έτσι έρχεται σε επαφή με την Σάρα Μπρινκ, που αναζητάει μια κοπέλα να κρατάει το μωρό της. Η Σάρα είναι μια σαρανταπεντάρα τύπισσα που διευθύνει το πιο μοδάτο αλλά και ακριβό εστιατόριο στην πόλη Le Petit Moulin.
“Για όλη την υπόλοιπη πολιτεία, το Τρόι ήταν η πόλη από την οποία εκπορεύονταν όλα τα κακά της διαστροφής και της πόζας. Καμιά φορά κι εγώ ακόμη έτσι το έβλεπα”. (141)
Κατά σύμπτωση η Σάρα προμηθεύεται πατάτες από τον καλλιεργητή πατέρα της Τάσι όπως θα ανακαλύψουν κατά τη διάρκεια της συζήτησης και συνέντευξης για την πρόσληψη της Τάσι. Η Σάρα είναι παντρεμένη με τον Έντουαρντ, ιατρικό ερευνητή, αλλά το μωρό δεν θα ναι δικό της, έχουν κάνει αίτηση να το υιοθετήσουν μέσα από μια σειρά πολύπλοκων διαδικασιών. Πρόκειται για ένα δίχρονο κοριτσάκι, διαφυλετικό, που το ονόμασαν ήδη Mary-Emma.
Αυτή η μερική απασχόληση ως νταντά στο μεσήλικο ζευγάρι αδιαμφισβήτητα της αλλάζει την ζωή και την ματιά στον κόσμο της πόλης, την κοινωνικοποιεί και την φέρνει σε επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους.
Η Τάσι μαζί με την Σάρα και μέσω του γραφείου υιοθεσιών και δικηγόρων αρχίζουν να βλέπουν μωρά, βιολογικές μητέρες, ανάδοχες οικογένειες. Μητέρες που δεν τρέφουν κανένα ρομαντισμό περί μητρότητας.
Επισκέπτονται ανάδοχες οικογένειες, κοιμούνται σε μοτέλ όπου στους τοίχους του δωματίου βλέπεις τρύπες από σφαίρες και αυτό να ονομάζεται Προεδρική Σουίτα. Σταματάνε σε καφέ και πάνω σε δρόμους που ενώνουν μοναχικές μεσοδυτικές πολιτείες.
“Γυμνά δέντρα φάνταζαν εύθραυστα και κατάπληκτα. Η ξαφνική νεροποντή ουσιαστικά εξαφάνισε όλο το χιόνι από το έδαφος και οι επαρχιακοί δρόμοι με την πλημμελή τους αποχέτευση, γέμισαν σαν κανάλια με νερό, που καθόταν και περίμενε λαμπορίζοντας να μεταμορφωθεί σε πάγο το απόγευμα που θα έπεφτε η θερμοκρασία. Όπως κι έγινε”
[σ. 79]
Στο μεταξύ μεσολαβούν Χριστούγεννα κι έτσι η Τάσι πηγαίνει να δει τους γονείς της. Με τον μικρό της αδελφό τον Ρόμπερτ διατηρεί πολύ καλή σχέση και με έκπληξη πληροφορείται ότι ετοιμάζεται να καταταγεί στον στρατό.
Έτσι, εκεί, βλέπουμε τον τόπο της, τη χειμωνιάτικη φύση, μέσα από τα μάτια της, ακόμη πιο ξένο κάθε φορά. Αλλά εντοπίζει και τη μοναξιά του Ρόμπερτ. Επιστρέφει στο Τρόι η Σάρα θα καταφέρει να υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, μιγάδα, το οποίο θα φροντίζει πρωτίστως η Τάσι. Τη μέρα που συνάντησαν τη φυσική του μητέρα που εγκρίνει την παράδοση του μικρού της κοριτσιού, η Τάσι και πάλι είναι παρούσα, συνοδεύοντας την Σάρα. Αποχαιρετούν τη μάνα, την Μπόνι.
“Από εκεί κι ύστερα, άρχισε, θαρρείς, να εξαφανίζεται σαν οπτασία. Μέσα από το παράθυρο και τη σκοτεινιά του απογεύματος άκουγες τον ήχο ενός εκχιονιστικού, αλλά εδώ μέσα ήταν που χιόνιζε. Εδώ χιόνιζε, σ΄αυτό το δωμάτιο, κι όλο το χιόνι σωρευόταν γύρω από την Μπόνι, έπεφτε στο κεφάλι της, μαζευόταν στους ώμους της”. [σ.133]
Κι έτσι η Σάρα θα αποκτήσει το κοριτσάκι. “Το έβλεπα ότι προετοιμαζόταν για έναν νέο τρόπο εντίληψης της κοινωνίας. Ο τρόπος θα ήταν τεχνητός και τουριστικού τύπου. Μητρότητα ντυμένη για σαφάρι. Αλλά γιατί όχι; Καλύτερη από άλλες. Ή μάλλον καλύτερη από τις περισσότερες άλλες”. [σ.146]
Και η μοδάτη μητέρα θα στέλνει με κούριερ ριζότο για το κοριτσάκι της αλλά όταν χρειαστεί κάτι επείγον θα ζητήσει από την Τάσι να καλέσει τα επείγοντα. Όμως η Τάσι θα τα καταφέρει, πολλές φορές ανεβάζει την μπλούζα της και αφήνει τη μικρή να ακουμπάει στο στήθος της σαν προσομοίωση θηλασμού. Κι όταν κάθονται όλοι μαζί στο καθιστικό, από τις σπάνιες φορές που και το ζευγάρι θα βρίσκεται εκεί, “ήταν σαν να΄μασταν μια οικογένεια, που κάθεται και γελάει και μασουλάει. Ένιωσα μέρος της. Ήμασταν όλοι μαζί σ΄ όλο αυτό”.
Μερικές φορές την περνούν για μητέρα της Έμι, ενώ άλλοτε η ίδια παίζει και τον ρόλο της κόρης του ζευγαριού, το απολαμβάνει με αστειάκια.
Η Τάσι θα παρατηρεί συνεχώς την Σάρα όπως την γνώρισε και όπως υποτίθεται θα διαμορφώνεται μέσα από την υιοθεσία του παιδιού που της δίνει δύο ονόματα Μαίρη Έμμα. Τα εφόδια της Τάσι είναι η παρατηρητικότητα αλλά και μια ίσως βεβιασμένη γνωστική αντίληψη της μορφωμένης. Μπορεί να ναι ένα κορίτσι της επαρχίας αλλά απέναντι στην σνομπ ημιαμόρφωτη Σάρα μπορεί να σταθεί μια χαρά.
Οι πρώτες βόλτες με το καροτσάκι πάνω στον πάγο και στο πάρκο της γειτονιάς θα εξοργίσουν τους ρατσιστές, ένα μάλιστα βλέποντας το κοριτσάκι στο καροτσάκι φωνάζει “Αράπισσα!”. Ακόμη και η Τάσι θα καθυβρίζεται ως λευκή τσούλα από κάποιες μαύρες γυναίκες που την θεώρησαν ότι είχε υφαρπάξει κάποιον από τους άντρες τους.
Η Τάσι δεν το περίμενε αυτό: “Δεν είχα ιδέα πως κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβεί σ’ αυτή την πόλη. Στο Ντέλακρος, ναι, ίσως – αν και ούτε εκεί άκουσα ποτέ να συνέβη – αλλά εδώ; Το εδώ ήταν τόσο περήφανο για τον εαυτό του. Το εδώ ήταν τόσο προοδευτικό, παράδειγμα προς μίμηση. Το εδώ ήταν τόσο απαρέγκλιτα αριστερίζον. Το εδώ ήταν τόσο – τόσο λευκό”. σ. 202
Αρχίζουν και τα υβριστικά τηλεφωνήματα στο σπίτι της Σάρας που αποφασίζει να οργανώσει στο σπίτι της συναντήσεις διαφυλετικών οικογενειών όπου θα συζητιούνται τα προβλήματά τους. Η Τάσι, καθώς απασχολεί τα παιδιά των φίλων και επισκεπτών του ζεύγους, καταγράφει τις συζητήσεις των γονέων τους δυο πατώματα πιο κάτω. Πρόκειται για πολύ επιδέξια στημένα επεισόδια γιατί ακούμε όσα ακούει η Τάσι από το δικό της δωμάτιο, ανάμεσα στις φωνασκίες των παιδιών, αποσπασματικές πληροφορίες, εμμονές, λόγια θεωρητικά: Μεταφυλετικότητα, μεταφεμινισμός, μεταμοντερνισμός, μίσος για τους μαύρους μουσουλμάνους.
Η Τάσι θυμίζει φιγούρα σε μια μπαλάντα της Τζόνι Μίτσελ αλλά το λογοτεχνικό της ανάλογο της είναι εκείνο του “Φύλακα στη σίκαλη”. Υπάρχουν σκηνές που παραπέμπουν στο σημαδιακό βιβλίο του Σάλιντζερ: καθώς περιπλανάται στα δικά της χωράφια παρατηρώντας τα παιδιά ή κάνει πατινάζ σε παγωμένες λίμνες προσέχοντας τη μικρή.
Όταν θα γνωρίσει τον Βραζιλιάνο συμφοιτητή της, τον Ρεϊνάλντο, θα τού προσφέρει την παρθενιά της, σαν να ήταν και αυτό μέρος της γνωστικής διαδικασίας της ζωής. Αυτός είναι ερωτικός μαζί της και κάπως απόμακρος, ευσεβής αλλά και σαν να κρύβει ένα διαρκές μυστικό. Έφυγε από την Νέα Υόρκη επειδή συνεχώς τον σταματούσαν με το φορτηγάκι που δούλευε μετά την 9/11 καθώς ήταν μελαψός. Πηγαίνουν μαζί σινεμά, σε διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστίνιων.
Μερικές φορές πηγαίνει και τον συναντάει ενόσω έχει την φροντίδα της μικρής πράγμα που εξοργίζει την Σάρα όταν το ανακαλύπτει. Καμιά φορά βγαίνουν οι τρεις τους βόλτα και είναι σαν οικογένεια-άλλη μια αναπαράσταση της οικογένειας. Όμως κατά βάθος η Σάρα ανησυχεί για τον εξαφανισμένο φυσικό πατέρα που θα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να εμφανιστεί, μετανιωμένος ή πιωμένος και να διεκδικήσει το βλαστάρι που προέκυψε κατά λάθος.
Ο Ρεϊνάλντο εμπλέκεται σε φιλανθρωπικές ισλαμικές οργανώσεις, όπως ισχυρίζεται. Μια μέρα η Τάσι τον επισκέπτεται ξαφνικά και βλέπει άδειο το διαμέρισμά του και τον ίδιο καθισμένο πάνω σε ένα χαλάκι που έβλεπε ανατολικά. Λέει ένα αμήχανο γεια. “Αργότερα έμμελε να αναγνωρίζω πια σ' αυτό το ύφος το τέλος του έρωτα-το θάνατο των προσπαθειών του άντρα. Μεταφραζόταν σε Μπλαζέ κόπωση. Σαν όνομα στριπτηζούς”.
Εκείνος μετακομίζει στο Λονδίνο, ομολογεί πως δεν είναι Βραζιλιάνος, διαφωνούν έντονα. Ο Ρομπέρτο είναι οπαδός της τζιχάντ. Η συζήτηση κλιμακώνεται και στη φράση του “στο όνομα του Αλλάχ”, εκείνη μια παγανίστρια, μια κοπέλα της φύσης, σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας και κλαίγοντας.
Φτάνοντας στο σπίτι της βυθίζεται για ώρα την μπανιέρα.
“Βγήκα από την μπανιέρα, τυλίχτηκα με την πετσέτα και άρχισα να στριφογυρίζω, γύρω γύρω, κι πετσέτα έπεσε από πάνω μου και τα βρεγμένα μου μαλλιά εκτόξευαν σταγόνες σ΄όλο το δωμάτιο κι εγώ ακόμη στριφογύριζα μέχρι που δεν ένιωθα πια ούτε θάνατο ούτε ζωή, παρά μόνο μια ιλιγγιώδη μετατόπιση, που ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν ήταν σουφισμός, και τα στίλβοντα βάθη της ψυχής μου, που ξεσηκώνοντας από τον πυθμένα σαν υπέροχη καταιγίδα: ήταν κάτι σαν χαμηλή πίεση σε συνδυασμό με γυμναστική-κάτι που μου συνέβαινε συχνά όταν ήμουν παιδί-μια ανεπαίσθητη αποσύνδεση από το σώμα, μια υπενθύμιση του τι είσαι πραγματικά”. [σ.276]
Και μετά; Ούτε ένας δεν την ρώτησε για τον Ρεινάλντο που σημαίνει ότι η σχέση τους ήταν απομονωμένη, εφήμερη, εξαφανισμένη. Σαν να ντρεπόταν πια για όσα έζησε, δεν υπήρξαν για κανέναν παρά μόνον για την καχύποπτη Σάρα που κάτι είχε μυριστεί εξ αρχής.
Όμως η ζωή δεν ακολουθεί τη μονοτονία μιας προδιαγεγραμμένης ευτυχίας ούτε και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος παραμένουν ως έχουν: εξαφανίζονται, αποκρύπτονται ή αλλάζουν ταυτότητα. Το ζευγάρι των Μπρινκ κρύβουν ένα συνταρακτικό μυστικό, έρχεται η ώρα να το μάθει η Τάσι από την Σάρα, μια δυσάρεστη προιστορία. Όταν ζούσανε στα ανατολικά, στη Μασαχουσέτη με τον Έντουαρντ και τα ονόματά τους ήταν Σούζαν και Τζόν. Και είχανε ένα γιο. Μια μέρα πήγανε μια εκδρομή και ο μικρός ήθελε ένα παγωτό και επειδή γκρίνιαζε στον αυτοκινητόδρομο ο Έντουαρντ για να τον παραδειγματίσει τον άφησε μόνο, μόλις 4 χρονών, σε ένα διπλανό χώρο για πικ νικ. Προσπαθώντας να βρει μια έξοδο να γυρίσει να τον ξαναπάρει ο μικρός βγαίνει στο δρόμο και μπροστά στα μάτια των γονιών του και των άλλων οδηγών ανατινάχτηκε στα ουράνια. Ο δικαστής, αργότερα, αναίρεσε την καταδίκη τους αφού είχαν δηλώσει ένοχοι γιατί έκρινε πως η απώλεια του παιδιού τους αρκούσε.
Κι έτσι μαζί με τον Γκάμπριελ, το παιδί, πέθανε και η Σούζαν ως όνομα τουλάχιστον και έγινε Σάρα. Και γιατί της τα λέει τώρα της Τάσι; “Έπρεπε να σου τα πω όλα αυτά γιατί το πρακτορείο υιοθεσιών ανακάλυψε τα πάντα. Κι αυτό έχει θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία με την ΄Εμι”.
Η Τάσι ούρλιαξε.
“Θα δώσει πίσω την ΄Εμι;
“Αυτή θα είναι τελικώς η επίσημη τιμωρία μας. Όταν χρωστάς στην κόλαση, πληρώνει με κόλαση, έτσι δεν είναι;”
Η Τάσι ωριμάζει ραγδαία. Έχει ήδη χάσει τον φίλο της από τις μισαλόδοξες θεωρίες του, ο αδελφός της αναχώρησε στο Αφγανιστάν, χάνει την Έμμι και κατά συνέπεια και το ζευγάρι:
Η σκηνή της φυγής της Έμμι από το σπίτι της Σάρας είναι εξ ίσου επώδυνη με τον χαμό του αγοριού της. Το κοριτσάκι θα περάσει στο επόμενο ζευγάρι που έχει σειρά. Η γραφειοκρατία της υιοθεσίας λαμβάνει υπόψη έγγραφα, αξιολογήσεις. Και έπονται οι ζωές. Η μικρή θα κλαίει με λυγμούς καθώς θα την απομακρύνει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Το κλάμα της Σάρας θα είναι ένα ανυπόφορο ουρλιαχτό. Η Τάσι προσπαθεί να ξεχάσει, σαν απούσα πια. Όμως ευτυχώς έχει κάποιους δικούς της τρόπους να βιώσει την απώλεια.
“Τι είχα μάθει μέχρι στιγμής στο κολέγιο; Μπορείς να αποκλείεις το αποκλειόμενο μέσο όσο θες ΄, αλλά όταν είσαι καθ΄οδόν για έναν τόπο πιο μοναχικό και πιο σίγουρο, από το παράθυρό σου θα δεις να ζουν εκεί όλοι όσους ξέρεις.
Είχα μάθει επίσης ότι στην λογοτεχνία-όπως ίσως και στη ζωή-δεν πρέπει να μιλάει κανείς για την πρόθεση του συγγραφέα αλλά για την πρόθεση που η ίδια η ιστορία έχει για τον εαυτό της. Ο δημιουργός δεν μας κάνει-ο Θεός είναι νεκρός. Αλλά το δημιούργημα έχει προσωπικότητα και ελπίδες και τις δικές του επιθυμίες και σχέδια και τσαχπίνικα νεύματα και βήματα χορευτικά και συγκολλητικές προθέσεις. Μ΄αυτήν την έννοια, ο Ζακ Ντεριντά και ο Ουόλτ Ντίσνεϊ συμπίπτουν. Η ίδια η ιστορία έχει πόδια και στόμα, περπατάει και λέει τους πόθους της...” [σ.338]
Κι έτσι ξεκινάει πάλι για ένα μικρό ταξίδι για να παραστεί στην αποφοίτηση του αδελφού της. Εκείνος την ρωτάει γιατί δεν απάντησε στο μέιλ του. Αυτή δεν καταλαβαίνει, νομίζει ότι το είχε κάνει, το ξεχνάει. Πολύ κακώς. Θα δούμε παρακάτω γιατί. Κι ύστερα μένει με τους γονείς της και τους βοηθάει. Δουλεύει, βοηθάει, αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται από την φύση.
Όταν βράδυ γυρίζει στο Τρόι, περνάει από το μαγαζί της Σάρας, είναι άδειο, πετυχαίνει το τελευταίο βράδυ. Η Σάρα απουσιάζει. Κάθεται και τρώει ένα μεγάλο γεύμα, σαν την γιορτή της Μπαμπέτ, χωρίς καλεσμένους, το μεγαλύτερο γεύμα της ζωής της.
Τελειώνει η χρονιά. Επιστρέφει στους γονείς και στα αγροτικά. Κυκλοφορεί με μηχανάκι κάτω από έναν ουρανό που“είχε τη χρυσοποίκιλτη όψη της καταιγίδας”.
“Προσπαθούσα να ξεχαστώ με τη γλώσσα. Μια χαρά σαν τη βροχή. Είναι η βροχή βρεμένη;”
Τριγυρνάει στα κτήματα, βγάζει βόλτα τον σκύλο της, προσέχει την Λούσι την κατσικούλα για να μην πηγαίνει να τρώει τα κόντρα πλακές στο διπλανό εργοτάξιο. Δεν είναι όλα ειδυλλιακά στο τοπίο που μπάζει μέσα του και στην αστική ρύπανση. Παρατηρεί τα δέντρα αν έχουν κλαδευτεί, αν έχουν προοπτική να καρπίσουν ειδικά κάτι βυσσινιές που “είχαν μείνει ακλάδευτες καθώς περίμεναν ίσως το πριόνι, τον ξυλουργό-ή κανένα ρωσικό θεατρικό έργο”
Χαμογελάμε στις μπηχτές της, καθώς την έχουν χαρακτηρίσει τσεχωφική συγγραφέα!
Τρέχει μέσα στους αγρούς, ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια, πάντα πίστευε ότι έχει φτερά και ότι θα ανοίξει τα πανιά της. Θα μπορούσε όμως να ξεφύγει από τις δυνατότητες μιας χαμηλής πτήσης;
Αυτό το διάστημα των γήινων αποδράσεων και απογειώσεων η Τάσι αποκτάει στιγμές προσωπικής ενόρασης. Ένα βράδυ, μέσα στην νύχτα, νομίζει ότι βλέπει τον Ρεινάλντο και τον Ρόμπερτ στο τέλος του χωραφιού, βλέπει τα φάσματά τους ενώ στα οράματα προστίθεται και ο μικρός Γκάμπριελ, το παιδάκι της Σάρας.
“Και τότε έγινε μεμιάς ξεκάθαρο πως ήταν αμετάκλητα νεκροί, όλοι τους, και πως τώρα πια όλα τα πραγματικά χρήσιμα πράγματα σ' αυτή τη ζωή, όπως τα αστέρια, δεν θα ταν παρά σκέτη ακατανόητη διακόσμηση”.
Και αμέσως η επόμενη αράδα:
“Δεν ήμουν εκεί όταν οι δύο αξιωματικοί με το στρατιωτικό βαν σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα των γονιών μου και τους ανακοίνωσαν το θάνατο του αδελφού μου...”
Θάνατος εν ωρα υπηρεσίας από όλμο Ταλιμπάν. Μέλη του καταστράφηκαν, ο ένστολος λέει “το χέρι του ήταν στο δέντρο. Πάρα πολύ ψηλά. Αναγκαστικά το αφήσαμε εκεί”.
Και τι άλλο θα έκανε η Τάσι στην κηδεία; Βρίσκει την ευκαιρία και μπαίνει μέσα στο φέρετρο. Χωράει αφού εκεί μέσα είναι μόνον ο μισός αδελφός της. Θέλει εκεί μέσα, ανάμεσα στα λείψανα, να τον προστατεύσει με αναμνήσεις. “Θα τον ξαναέφτιαχνα με λίγη ψιλή κουβέντα”.
Η Τάσι κάνει την προσωπική της υπέρβαση την στιγμή που ο Μπους ετοιμάζει τα στρατεύματα να εισβάλλουν στο Ιράκ και στο πανηγύρι του γειτονικού χωριού οι επισκέπτες περνάνε από ανιχνευτή μετάλλων. Εκείνη όμως έχει πετύχει “μια ανεπαίσθητη αποσύνδεση από το σώμα, μια υπενθύμιση του τι είσαι πραγματικά”.
Ωστόσο, όταν θα βρει το μέιλ που αστόχησε να ανοίξει, ανακαλύπτει ότι ο Ρόμπερτ ζητούσε πιεστικά τη γνώμη της για το αν θα έπρεπε να καταταγεί. Την εκλιπαρούσε να τον συμβουλεύσει και θα την άκουγε αν τον απέτρεπε.
Πώς άραγε μπορεί να τελειώσει ένα τέτοιο μυθιστόρημα; Η Τάσι να δουλεύει στα Στάρμπακς και να την ζητάει στο τηλέφωνο ο άντρας της Σάρας, θέλει να τη δει, να της προτείνει να φάνε μαζί, αλλά αυτή όσο μιλάει ο Έντουαρντ, αφήνει το ακουστικό.
Έξω είχε αρχίσει και πάλι να χιονίζει.
Σκέψεις για το έργο της
Δεν ξέρω αν η Μουρ είναι καλύτερη στο μυθιστόρημα ή στο διήγημα, αν και πιστεύω ότι ως διηγηματογράφος συμπυκνώνει καλύτερα τις ιστορίες της. Και μπορεί εδώ το μυθιστόρημα να είναι αρκετά επιβαρυμένο με υποϊστορίες, όμως εμπλέκει τελικά τον αναγνώστη στην καθημερινότητα και την πειστικότητα των χαρακτήρων. Ένας ρεαλισμός που ξαναδομείται τόσο πειστικά, σχεδόν καταπιεστικά. Και όχι μόνον. Σκιαγραφεί πετυχημένα το περιβάλλον μικρών πόλεων και της επαρχίας, τις εποχές, τις γιορτές, την επαναληπτικότητα και την γκριζάδα τους.
Πολύ δυνατά περιγράφεται και το πορτρέτο της οικογένειας της Τάσι. Σε αντίθεση πάντα με την οικογένεια -τρόπος του λέγειν- της Σάρας, έχουμε μια μόνιμη αντιπαράθεση νοοτροπίας και σκέψης. Πώς επενδύουν στην ζωή, ποια είναι τα όνειρά τους και κατά πόσον μερικές φορές γίνονται εφιάλτης που θα τους κατατρύχουν σε όλη τη ζωή. Όμως στο θέμα των παιδιών και οι δύο οικογένειες κάνουν κάποιες μοιραίες επιλογές.
Η σφραγίδα της Moore είναι το χιούμορ και το πάθος με τα οποία αποτυπώνει καταστάσεις και χαρακτήρες κι αυτό με σπάνια κατανόηση. Τους εκθέτει στις πιο περίπλοκες στιγμές αμηχανίας, παραίτησης και ανεξήγητης ανθεκτικότητας. Αντιμετωπίζουν την αλλαγή, την εγκατάλειψη, την ασθένεια και την απώλεια- από τα μέλη της οικογένειας στους εραστές έως τους παράξενους ανθρώπους που τους προσκαλούν ή τους προκαλούν σε κάτι αναπάντεχο. Ξαπλώνουν και ομολογούν. Είναι μοναχικοί και έξυπνοι, απογοητευμένοι και ευγνώμονες. Γοητεύονται με άλλους και αγαπούν ατελείωτα. Ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση από το προσωπικό στο κοινωνικό συμβαίνει συχνά σ' αυτό το είδος της ρεαλιστικής μυθοπλασίας (realist fiction) – που άλλοτε αποδίδεται ως “dirty realism” (Bill Buford), “neo-realism” (Kristiaan Versluys), or “spectacle realism” (Joseph Dewey).
Μια κατηγορία αποτελούν οι κατακερματισμένες οικογενειακές σχέσεις:
Joyce Carol Oates’s We Were the Mulvaneys [1996],
Richard Russo’s Empire Falls [2001])
Άλλη πάλι κατηγορία αποτελούν ιστορίες με χαμένα ή πληγωμένα παιδιά και την ανικανότητα προστατευτούν κοινωνικά:
Anne Tyler’s The Accidental Tourist [1985]
Richard Ford’s The Sportswriter [1986]
Jeffrey Eugenides’s The Virgin Suicides [1993]
Rick Moody’s The Ice Storm [1994]
Frederick Busch’s Girls [1997]
John Burnham Schwartz’s Reservation Road [1998]
A. M. Homes’s Music for Torching [1999]
Lorrie Moore’s A Gate at the Stairs[2009])
***
Το μυθιστόρημα ξάφνιασε τους οπαδούς της Λόρι Μουρ, που την είχαν γνωρίσει από τα διηγήματα, και το βρήκαν κάπως διαφορετικό. Βρήκε όμως ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο κοινό και μάλιστα πήγε καλά στις λίστες των ευπώλητων.
Έχει θαυμαστές πολλούς σύγχρονους συγγραφείς: τον Dave Eggers, την Helen Simpson, την Hilary Mantel, τον David Lodge, τον Nick Hornby, τον Roddy Doyle, τον Julian Barnes, την Alison Lurie (1926) που πήρε Pulitzer 1984 για το μυθιστόρημα Foreign Affairs, τον Jonathan Lethem, ανάμεσα σε άλλους. Ο Hornby την θεωρεί “the best American writer of her generation”.
Ο συγγραφέας Dave Eggers σημειώνει ότι ενώ "γοητεύεται από σχεδόν αποτυχημένους ανθρώπους, είναι από τις πιο αστείες συγγραφείς". Μερικοί κριτικοί την αποθεώνουν, τοποθετώντας την δουλειά της στο προθάλαμο του σύγχρονου μεγαλείου. Η Άλισον Λιούρι είπε ότι είναι "το πιο κοντινό πράγμα που έχουμε στον Τσέχοφ".
Η Helen Simpson επισημαίνει "οι ιστορίες του Lorrie Moore συμπυκνώνουν περισσότερη πνευματική και κωμικοτραγική δύναμη σε μια μόνο παράγραφο από ότι τα περισσότερα μυθιστορήματα καταφέρνουν σε πάνω από 15 κεφάλαια".
Στο κολέγιο μερικοί από τους συγγραφείς των οποίων το ύφος της πεζογραφίας την εντυπωσίασε περισσότερο περιλάμβαναν τη Margaret Atwood, τον Donald Barthelme, τον Thomas Pynchon, τον Gilbert Sorrentino και τον John Gardner. Μερικά από τα αγαπημένα της μυθιστορήματα ήταν η Villette του Charlotte Brontë (πρωτοπρόσωπη αφήγηση γυναικεία), The Return of the Native του Thomas Hardy και η Washington Square του Henry James.
***
Βιογραφία
Η Μόρι Μουρ γεννήθηκε το 1967, δεύτερη από τέσσερα παιδιά, γονείς από τη μεσαία τάξη, έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της είχαν καλλιτεχνικές τάσεις, έπαιζαν και έγραφαν μουσική σε ένα ερασιτεχνικό θίασο οπερέτας, έβαζαν τα παιδιά να ζωγραφίζουν και να αισθάνονται καλλιτέχνες. Ήταν η δεκαετία του 80 όταν ήταν πολύ της μόδας να είσαι ένα κορίτσι με καλλιτεχνικές τάσεις. Εκείνη έβλεπε τους ανθρώπους γύρω της να κάνουν πρόβες, να υποδύονται άλλους και της φαινόταν ιδιαίτερα σαγηνευτικό.
Έτσι και η Λόρι έκανε χορό, έφτιαχνε ιστορίες. Ο πατέρας της ήταν ασφαλιστής έχοντας εγκαταλείψει κάθε νεανική του ελπίδα να γίνει συγγραφέας. Μια οικογένεια όπου έγραφαν όλοι. Στα 19 της κέρδισε σε έναν διαγωνισμό διηγήματος για το περιοδικό Seventeen. Αργότερα δούλεψε βοηθός νομικών γραφείων.
Στα 27 της της δόθηκε η θέση του προγράμματος δημιουργικής γραφής στον Madison, Wisconsin, ένα καλό μεσοδυτικό πανεπιστήμιο.
Η σχέση της Μουρ, με τη δημιουργική γραφή είναι διαρκής, δεκαετίες τώρα. Όπως δηλώνει η ίδια δεν έχει δίπλα της μια Βέρα Ναμπόκοφ να την ταίζει και να τις κάνει τις δουλειές. Είναι δασκάλα, μάνα, νοικοκυρά και μετά συγγραφέας. Όπως και άλλοι συγγραφείς της γενιάς της πρέπει να εργάζεται και γι αυτό διδάσκει γραφή σε πανεπιστήμια μια ζωή.
Σε δύο ιστορίες της δίνει ένα master class δημιουργικής γραφής, όταν εμπνέεται από τη δουλειά άλλων συγγραφέων.
Στo διήγημα ‘Wings’ μεταπλάθει την πλοκή της ιστορίας του Henry James’s 'Wings of the Dove' (1902) και στο ‘Referential’ αναπαριστά τα βασικά γεγονότα μια ιστορίας του Ναμπόκοφ “Signs and Symbols”, μια ζοφερή ιστορία για ένα ζευγάρι μεταναστών που επισκέπτονται τον διαταραγμένο γιο τους σε ένα άσυλο.
Ανάμεσα στις κριτικές που έγραψε πρόσφατα εντόπισα για τον Richard Ford, την Rachel Cusk και τον Αμερικανοκορεάτη Chang-rae Lee.
Παντρεύτηκε τον Mark Borns, υιοθέτησε ένα διαφυλετικό γιο, τον Benjamin, χώρισε και ζει έκτοτε μόνη.
Εργογραφία
Self-Help 1985
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που ήταν και το master's thesis στο Πανεπιστήμιο Cornell. Έγινε δεκτό πολύ θετικά από την κριτική για το χιούμορ καθώς παρωδεί τα δημοφιλή βιβλία αυτοβοήθειας self-help books εκείνης της περιόδου. Επίσης εντυπωσίασε ο πειραματισμός με το δεύτερο πρόσωπο με το οποίο εκφραζόταν ή μάλλον απευθυνόταν. Γιατί με το δεύτερο πρόσωπο ο αναγνώστης καθίσταται ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας. Μερικοί τίτλοι: "How to Become a Writer," "The Kid's Guide to Divorce," and "How to Be an Other Woman". Το Self-Help παινέθηκε και από τους New York Times. Για τις αστείες και δηκτικές της ιστορίες καθιερώθηκε αμέσως ως μια νέα αυθεντική φωνή της σύγχρονης μυθοπλασίας. Η μυθοπλασία της θα είναι πάντα πολιτική: εδώ είναι μια καυστική κριτική της αμερικανικής κουλτούρας
Anagrams 1987
Τα “Αναγράμματα” είναι το πρώτο της μυθιστόρημα ανάμεσα σε δύο συλλογές διηγημάτων. Είναι ένα μυθιστόρημα στο τέλος του 20ου αιώνα, όπου η ηρωίδα η Μπένα, τραγουδίστρια σε κλαμπ, προσπαθεί να αναγραμματίσει λέξεις που δεν φτιάχνουν αναγράμματα. Αναλογικά -τα καταφέρνει ή όχι- η Μπένα δεν μπορεί να επανατοποθετήσει καν τις λεπτομέρεις της προσωπικής της ζωής. Τα φτιάχνει με έναν ηθοποιό, τον Gerard που ζει μεσοτοιχία και γράφει όπερα ενώ σταδιακά μας αποκαλύπτονται μυστικά της προσωπικής του ζωής. Το μυθιστόρημα έχει μια έντονη αίσθηση απομόνωσης καθώς η Benna προσπαθεί να σχηματίσει μόνιμες σχέσεις που φαίνονται καταδικασμένες ενώ περισσότερο φαντάζεται σχέσεις παρά τις υλοποιεί στην πραγματικότητα.
Τα Anagrams είναι ένα μυθιστόρημα που δομείται από ένα σύντομο μυθιστόρημα και τέσσερα εκτενή διηγήματα. Οι ιστορίες είναι παραλλαγές της κεντρικής αφηγηματικής μορφής. Δεδομένου ότι το μυθιστόρημα αφορούσε (μεταξύ άλλων) τη δύναμη και τις αδυναμίες της φαντασίας, αυτές τις ιστορίες συμπεριλήφθηκαν ως μέρος της δομής του γενικού μυθιστορήματος. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε χρόνια πριν αλλά είναι εξαντλημένο.
Like Life. 1990
Συλλογή οκτώ ιστοριών, που δείχνουν μια αφηγηματική δεινότητα σε συνδυασμό με την δηκτικότητα του ύφους και την διεισδυτική παρατηρητικότητα. Κάποιες από τις ιστορίες δημοσιεύτηκαν The New Yorker και αναδημοσιεύτηκαν σε ετήσιες ανθολογίες όπως The O. Henry Awards που το 2019 έκλεισε εκατό τεύχη και The Best American Short Stories, μια ετήσια έκδοση με τα καλύτερα διηγήματα κάθε χρονιάς.
Μεγάλος θεσμός και τιμή σε όποιον είναι Guest Editor σε κάθε ανθολογία. Η Λόρι Μουρ λοιπόν, αφού ξεκίνησε με δημοσιεύσεις βρέθηκε να είναι αυτή η εκδότης το 2004 και ακόμη πιο τιμητικά το 2015 για την εκατονταετηρίδα των ανθολογιών. Η συμμετοχή συγγραφέων στην λίστα αυτή, τόσων των ανθολογούμενων όσο και των επιμελητών, αποτελεί μία καταξιωμένη λίστα.
Who Will Run the Frog Hospital? 1994.
(μικρό μυθιστόρημα)
Σε αντίθεση με την Benna στα Anagrams, η Berie Carr είναι μια μέσης ηλικίας γυναίκα. Δείχνει μια εξέλιξη στο έργο της Moore σαν να απεξαρτάται από την τεχνική προς όφελος της ανάδειξης των χαρακτήρων της. Το βιβλίο στρέφεται γύρω από την παιδική και εφηβική ηλικία της Μπέρι και μιας φίλης της Silsby. Τα κορίτσια δούλεψαν σε ένα πάρκο διασκέδασης που ονομάζεται Storyland στο Horsehearts στα Καναδικά σύνορα και βίωσαν εφηβεία, έρωτες και αλητεία. Στο Παρίσι η Μπέρι, όπου βρίσκεται τώρα μεσήλικη, συνειδητοποιεί ότι δεν αγαπά πια τον άντρα της πράγμα που την οδηγεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον ίδιο εκείνο τόπο όπου βίωσε ως νέα γυναίκα την αληθινή ομορφιά.
Birds of America: Stories. 1998.
Μια συλλογή 12 διηγημάτων που βρέθηκε και στους New York Times best-seller list. Γράφτηκαν τη δεκαετία του 90 με προεξέχον θέμα τη φροντίδα των παιδιών, την απώλεια των παιδιών, παιδιά σε κίνδυνο αλλά και τον αγώνα που δίνουν οι άντρες και μεσήλικες γυναίκες. Δέκα από τις ιστορίες έχουν ηρωίδες γυναίκες, που αναζητούν για άλλη μια φορά, ειρήνη, επαφή, αυτοεπιβεβαίωση ενώ έχουν “μετατοπιστεί ή εξοριστεί” σε άλλα περιβάλλοντας αναζητώντας κάτι διαφορετικό κάθε φορά.
Είναι γυναίκες καλλιτέχνες, και έχουν περάσει ένα μέρος της ζωής τους Μεσοδυτικά, τους συμβαίνει κάτι απογοητευτικό, νιώθουν ένα απέραντο κενό. Κι όταν αποφασίζουν να εμπλακούν σε μια σχέση πάντα βρίσκουν τον πιο ακατάλληλο σύντροφο.
Και εδώ την απασχολεί αυτό που λέμε “American national life” με αναφορές στην προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα και τις συνεχιζόμενες τότε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Bark. 2014
Οι ιστορίες της επικεντρώνονται σε ένα μικρό γκρουπ ανθρώπων, της μεσαίας τάξης, μορφωμένων διανοούμενων που ζουν σε μικρές πόλεις στις επαρχίες.
Ιστορίες με πολιτικό υπόβαθρο για ανθρώπους στην σκιά ενός έθνους που έχει στο αστοχήσει ειδικά στο Ιράκ. Άνθρωποι με έντονες πολιτικές θέσεις, ακτιβιστές, προβληματικές οικογένειες, παιδιά αποκομμένα, αποτυχημένες σχέσεις, οι περισσότερες κάτω από το πρίσμα και μιας πολιτικής κρίσης. Ιστορίες θλιμμένες και απελπισμένες, Πόλεμος και ειρήνη, φιλία και ερωτισμός σε αμφισβήτηση και επανεκτίμηση. Και αυτό σε γνώση των χαρακτήρων, για το γελοίο, το κωμικοτραγικό στο οποίο πάνε να εμπλακούν κάθε φορά μέσα από έναν πνευματώδη λόγο. Η εποχή μετά την 9/11 είναι ακόμη παρούσα, ακόμη και το Abu Ghraib γίνεται αφορμή για να διακοπεί η σχέση ενός ειδυλλίου εν εξελίξει. Δεν λείπουν και οι ιστορίες ενός ξαφνικού θανάτου και πώς ξεπερνιέται -αν μπορεί- να γίνει αυτό σε μια παρέα που μαζεύονται στην κηδεία ενός αγαπημένου φίλου. Πάντως οι πρώτες τέσσερις ιστορίες στην συλλογή είχαν ήδη δημοσιευτεί στο Collected Stories (2008) και μόνον τέσσερις ιστορίες είναι καινούργιες.
See What Can Be Done: Essays, Criticism, and Commentary , 2018
Δημοσιευμένα άρθρα για συγγραφείς, ταινίες, μουσική. Ανάμεσα του οι John Cheever, Don DeLillo, Stephen Sondheim, Anaïs Nin, Jane Campion, Barack Obama, Alice Munro, Joyce Carol Oates and VS Pritchett και ηΒραζιλιάνα Clarice Lispector.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Νοέμβριος 2019.
THE THEORY GENERATION
Teju Cole. Open City. 2011.
Jennifer Egan. A Visit From the Goon Squad 2010.
Jeffrey Eugenides. The Marriage Plot. . 2011.
Ben Lerner. Leaving the Atocha Station. 2011.
Sam Lipsyte. The Ask.. 2010.
Lorrie Moore. A Gate at the Stairs. . 2010.
Τι ακριβώς είναι πάλι αυτή η η γενιά της Θεωρίας; Όποιος σπούδασε γράμματα και τέχνες σε κάποιο φιλελεύθερο πανεπιστήμιο της Αμερικής τη δεκαετία του 1980, σίγουρα ήρθε σε άμεση επαφή με τη Θεωρία. Foucault, Ντεριντά, Αντόρνο, Κείμενα Σημειωτικής κλπ
Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιοι από αυτούς ξαναγυρίζουν σε εκείνα τα χρόνια ως Theory Generation μεταφέροντας την ατμόσφαιρα αλλά και την επιρροή της στα γραπτά τους. Ήδη αναφερθήκαμε και στον Τζέφρι Ευγενίδη στο Σενάριο Γάμου πόσο θεωρία υπήρχε.
Ας πούμε η Τάσι πώς αντιμετωπίζει τις πρώτες μέρες της στο κολέγιο:
“Ο Τσόσερ, η Σίλβια Πλαθ, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ έβαλαν φωτιά στο μυαλό μου. Δύο φορές την εβδομάδα, ένας νεαρός καθηγητής ονόματι θαντ, ντυμένος με τζην και γραβάτα, έμπαινε στην αίθουσα παραδόσεων και μπροστά σε ένα ακροατήριο αποσβολωμένων χωριατόπαιδων σαν εμένα έλεγε συναρπαστικά πράγματα για την αυνανιστική σχέση του Henry James με το κόμμα. Με είχε καθηλώσει. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί άντρα να φοράει τζην με γραβάτα”.
Για την Τάσι η πρόσληψη της Θεωρίας γίνεται μέσα από το στυλ. Όμως ο Θαντ είχε διαβάσει την Eve Sedgwick και φυσικά πολύ καθαρά η Moore υπαινίσσεται τη δημόσια αντιπαλότητα που προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου της Sedgwick’s “Jane Austen and the Masturbating Girl,” το 1989. Θυμάστε ότι στο Middlesex είχα αναφέρει την Sedwick που όρισε την Queer Theory.
Στο μεταξύ η ίδια παρέα είχε αποκαλεστεί "literary Brat Pack"
Bret Easton Ellis,Tama Janowitz,Jay McInerney and Jill Eisenstadt, όταν το 1987 σε ένα του άρθρο το περιοδικό Village Voice, πρόβαλε τους συγγραφείς αυτούς ως τα νέα πρόσωπα της λογοτεχνίας.
McInerney's Bright Lights, Big City, Janowitz's Slaves of New York Ellis's Less Than Zero. Άλλοι πουπροστέθηκαν στην ομάδα ήταν η Susan Minot, η Donna Tartt, ο Peter Farrelly and ο David Leavitt.
Φυσικά κι αυτωνών η δουλειά ξεκινούσε από τον μινιμαλιστικό τόνο του Raymond Carver και της Ann Beattie (1947), που χρησιμοποίησαν νέους τρόπους έκφρασης από εκείνο τον πιο εκλεπτυσμένο και βεβαρυμένο λογοτεχνικά της προηγούμενης γενιάς. Να θυμίσω ότι την Αν Μπίτι εκτιμάει πολύ η Λόρι Μουρ και έχει γράψει κριτικές για τον έργο της.
Συνέντευξη στο Paris Review
lorrie_moore__paris_review.doc |
Links
Άρθρο της: Ιt’s Better to Write Than Be a Writer:
https://lithub.com/lorrie-moore-its-better-to-write-than-be-a-writer/
To διήγημα της "Referential" με επιρροή από Ναμπόκοφ:
https://www.telegraph.co.uk/culture/books/10668431/A-new-short-story-by-Lorrie-Moore-Referential.html
Η εισαγωγή της στον τόμο 100 Years of the Best American Short Stories:
https://teogrigoriadis.blogspot.com/2015/11/lorrie-moore-why-we-read-and-write.html
https://lithub.com/lorrie-moore-its-better-to-write-than-be-a-writer/
To διήγημα της "Referential" με επιρροή από Ναμπόκοφ:
https://www.telegraph.co.uk/culture/books/10668431/A-new-short-story-by-Lorrie-Moore-Referential.html
Η εισαγωγή της στον τόμο 100 Years of the Best American Short Stories:
https://teogrigoriadis.blogspot.com/2015/11/lorrie-moore-why-we-read-and-write.html
Για το τελευταίο της βιβλίο: