Ο συγγραφέας με το χαρακτηριστικό φουντωτό μουστάκι, τα πασίγνωστα «παιδικά» βιβλία και την, στην εποχή του, παγκόσμια φήμη – ήταν σίγουρα ο πιο διάσημος Αμερικανός, και κατά πάσα πιθανότητα ο διασημότερος άνθρωπος σε όλη την υφήλιο – είχε εντυπωσιακή προσωπικότητα και ζωή συναρπαστική σαν μυθιστόρημα.
Αποτέλεσε πρωτοπόρο δημιουργό, όχι μόνο για το ταλέντο και την επιτυχία του, αλλά και διότι έκανε πρώτος, με αυθεντικά δικό του τρόπο, όλα με όσα καταπιάστηκε. Παρέμεινε πιστός στον εαυτό του, πάντα, με κόστος αλλά και με ανταμοιβές. Διαμόρφωσε πρώτος σε τέτοιο βαθμό, το πλαίσιο, την φωνή καθώς και την θεματολογία από τα οποία αναδύθηκε η λογοτεχνία των Η.Π.Α.
«Η αλήθεια είναι πιο παράδοξη από την μυθοπλασία, διότι η μυθοπλασία οφείλει να σεβαστεί τις πιθανές εκδοχές – ενώ η αλήθεια όχι», ήταν μια από τις εξαιρετικές φράσεις του, η οποία βρίσκει την εφαρμογή της και στην ιστορία της ζωής του.
Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Florida στην καρδιά της Αμερικής, στο Missouri, στις 30 Νοεμβρίου 1853. Ήταν το έκτο παιδί του John και της Jane Clemens. Το πραγματικό του όνομα ήταν Samuel Langhorne Clemens. Γεννήθηκε λίγο μετά την εμφάνιση του κομήτη του Χάλεϊ, και είχε "προβλέψει" πως θα πεθάνει όταν αυτός επανεμφανιστεί.
Ο μπαμπάς του ήταν πολύ εργατικός και φιλότιμος, αλλά σκληρός και αυστηρός άνθρωπος, ονειρευόταν να καταφέρει να πλουτίσει, κυνηγούσε το Αμερικανικό Όνειρο. Έκανε πολλές δουλειές, υπάλληλος σε μαγαζί, δικηγόρος, δικαστής, επενδυτής σε ακίνητα – όμως όχι μόνο δεν κατάφερε να βγάλει πολλά χρήματα και γρήγορα, αλλά πολλές φορές δεν κέρδιζε αρκετά για να συντηρήσει και την οικογένειά του. Η μαμά του από την άλλη, ήταν μια χαρωπή, ανοιχτόκαρδη και πολύ τρυφερή γυναίκα, η οποία κάθε βράδυ είχε το συνήθειο να μαζεύει τα παιδιά γύρω της και να τους λέει ιστορίες.
Ίσως εδώ βρίσκονται δύο από τις πολύ ισχυρές, ενδεχομένως και οι ισχυρότερες ενορμήσεις και δυνάμεις του βίου του συγγραφέα μας – το να λέει ιστορίες, και το να ενδιαφέρεται πολύ, σχεδόν να καταδυναστεύεται από την επιδίωξη των χρημάτων. Ήθελε πάντα «να πιάσει την καλή».
Όταν ήταν 4 χρονών, η οικογένειά του μετακόμισε σε μια μεγάλη πόλη κοντά στη γενέτειρά του, το Hannibal – μεγάλη, με 1000 κατοίκους... Η πόλη εκείνη ήταν στο όριο ανάμεσα στην σχετικά καλή, αστική οργάνωση της Ανατολικής Αμερικής και στην ανομία και τις φοβερές ευκαιρίες πλουτισμού της Άγριας Δύσης. Αποτελεί το πρότυπο στο οποίο βασίζεται το Saint Petersburg, η μικρή από τα πασίγνωστα βιβλία, τον Τομ Σώγερ και τον Χακ Φιν.
Το 1847, στα 12 του, χάνει τον μπαμπά του από πνευμονία – ο μικρός Samuel, μέχρι τα 17 που έφυγε από το Hannibal, μεγάλωσε σε οικογένεια ουσιαστικά άπορη. Σταματά να πηγαίνει στο σχολείο και πιάνει δουλειά ως εκπαιδευόμενος τυπογράφος στην εφημερίδα Hannibal Courier – η αμοιβή του; μια πενιχρή μερίδα φαγητού. Αλλά το 1851 έπιασε δουλειά ως επαγγελματίας τυπογράφος και περιστασιακός αρθρογράφος και δημοσιογράφος στην εφημερίδα Hannibal Western Union, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν ο αδελφός του Orion.
Στα 18 του και για περίπου δυόμιση χρόνια, ως τυπογράφος, ταξίδεψε στην Νέα Υόρκη, το Σεντ Λούις, την Φιλαδέλφεια, το Σινσινάτι… τα απογεύματα πήγαινε σε δημόσιες βιβλιοθήκες και μελετούσε πολύ εντατικά. Αυτή ήταν η μοναδική του εκπαίδευση, την οποία έκανε πολύ συστηματικά και με μεγάλη ζέση και αφοσίωση.
Όταν ήταν 21, ο Sam πραγματοποίησε το όνειρό του: άρχισε να μαθαίνει καπετάνιος σε ποταμόπλοιο – ήταν δουλειά με status, καλοπληρωμένη, ενδιαφέρουσα πολύ. Μεγάλο βήμα για το φτωχόπαιδο. Αλλά τότε συνέβη μια από τις πολλές τραγωδίες της ζωής του. Είχε καλέσει τον αδελφό του τον μικρότερο να μάθει και αυτός την δουλειά, μια μέρα όμως εξερράγη ο κινητήρας του πλοίου και ο μικρός Χένρι σκοτώθηκε. Ο Twain ισχυρίστηκε πως είχε δει το θάνατο σε ένα όνειρο, έναν μήνα πριν συμβεί – αυτό του δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον για την παραψυχολογία, και ένα βάρος ενοχής που κουβαλούσε πάντα, ως το θάνατό του. Πάντως το 1859, στα 23 του, ήταν επιτυχημένος καπετάνιος. Αλλά τότε, η ιστορία του χτυπάει την πόρτα, όχι μόνο την δική του μα και πολλών άλλων Αμερικανών.
Ξεκινά ο Εμφύλιος, και ο Samuel, λόγω απαγόρευσης της εμπορικής και επιβατικής ναυσιπλοΐας στον Μισισιπή, χάνει την όλο κύρος και καλοπληρωμένη δουλειά του καπετάνιου. Κατατάσσεται εθελοντικά στον στρατό των Νοτίων αλλά το τάγμα του διαλύθηκε σε μερικές εβδομάδες (υπάρχουν εκδοχές πως λιποτάκτησε). Ήταν 25 ετών, άνεργος, φτωχός και έπρεπε να διαμορφώσει το μέλλον του. Αποφασίζει να απομακρυνθεί από όλα αυτά και να πάει να βρει την τύχη του στην Αμερικανική Δύση, πολύ μακριά από τον πόλεμο.
Πέντε χρόνια έμεινε στην Νεβάδα και στην Καλιφόρνια. Εκεί γαλουχήθηκε και ως γραφιάς. Αρχικά, έψαχνε για ασήμι και για χρυσάφι. Ονειρευόταν, όπως έγραψε, να σώσει την οικογένειά του και να γίνει ο πιο καλοντυμένος άνθρωπος από όλους. Αλλά δεν ήταν τυχερός, και το 1862, εντελώς άφραγκος, χρειάστηκε να αναζητήσει μια πιο κανονική δουλειά. Τον Σεπτέμβρη λοιπόν, έχοντας μια σχετική εμπειρία από γραφεία εφημερίδας, πήγε να εργαστεί στην Virginia City Territorial Enterprise στην Βιρτζίνια Σίτυ, πόλη στη Νεβάδα, που είχε ιδρυθεί το 1859. Εκεί είναι που υιοθέτησε το ψευδώνυμό του, Mark Twain, το οποίο σημαίνει «το σημάδι νούμερο δύο». (Πετούσαν από τα ποταμόπλοια μια πετονιά με βαρίδι στο ποτάμι, κατακόρυφα, και αν έφτανε η επιφάνεια του νερού στο σημάδι αυτό, το δεύτερο, σήμαινε πως ήταν αρκετά βαθιά για να περάσει το σκάφος.) 3 Φεβρουαρίου 1863 ήταν η μέρα που δημοσιεύτηκε το πρώτο άρθρο με αυτήν την υπογραφή. Φεύγει όμως από εκεί άρον άρον, διότι ενεπλάκη σε μια μονομαχία και καταζητείτο από τις αρχές, και πηγαίνει στο Σαν Φρανσίσκο.
Συνεχίζει να γράφει, ταξιδιωτικά, εμπειρίες, ταξιδεύει στην Χαβάη και στέλνει κείμενα από το ταξίδι σε εφημερίδες. Γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς αφηγητές στην Άγρια Δύση, κυρίως για το πρωτότυπο ύφος του – ανατρεπτικό, ασεβές, ειρωνικό, αλλά και αστείο, χιουμοριστικό, σατυρικό, φιλικό και, κυρίως, με πολύ έντονη διάθεση να στηλιτεύσει κάθε προσποίηση. Το 1865 έγραψε την ιστορία The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County που δημοσιεύθηκε σε όλη την χώρα, άρεσε πολύ, ήταν η επιτυχία η μεγάλη που τον έκανε πολύ γνωστό – μεταφράστηκε και στα Γαλλικά.
Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του είχε και λίγο σχέση με την Ελλάδα. Έκανε μια πεντάμηνη κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, όπου έστελνε σε Αμερικανικές εφημερίδες χιουμοριστικά κείμενα για όσα έβλεπε και έκανε κατά το ταξίδι. Τα άρθρα είχαν μεγάλη απήχηση, πολλούς αναγνώστες, και το 1869 τα συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο, τα εμπλούτισε και τα εξέδωσε - the Innocents Abroad ο τίτλος του. Η επιτυχία ήταν τεράστια, ανάλογες πωλήσεις με την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά δέκα χρόνια νωρίτερα. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερή του εκδοτική επιτυχία, όσο ζούσε. Όλα τα επόμενα του βιβλία, συμπεριλαμβανομένων και των κλασικών και πολυαγαπημένων σήμερα, πουλούσαν λιγότερο. Στο ταξίδι εκείνο γνώρισε έναν πολύ συμπαθητικό, πλούσιο νεαρό κύριο, ο οποίος του έδειξε σε φωτογραφία την αδελφή του – ο Μαρκ την ερωτεύτηκε, από την φωτογραφία και μόνο, και αποφάσισε να δώσει συνέχεια.
O Twain ήταν ως άνθρωπος πολύ αποκαλυπτικός. Έγραφε πολλά γράμματα με ασυνήθιστη ειλικρίνεια, ακόμη και για την εποχή μας, του Facebook, και του Instagram. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι παρά το γεγονός πως ήταν διάσημος και μάλιστα από σχετικά μικρή ηλικία, σε όλη την Αμερική, τον έτρωγε ένα σαράκι: Η αποδοχή από το σοβαρό, λογοτεχνικό κατεστημένο. Ήταν ένα πολύ καθώς πρέπει σύνολο ανθρώπων, αυτοί που «κατοικούσαν» στα μυθιστορήματα του Henry James, για παράδειγμα, οι οποίοι ζούσαν κυρίως στην Βοστώνη και στην Νέα Υόρκη, και ο Twain όχι μόνο ήθελε την αποδοχή τους αλλά και τον φόβιζαν.
Οι βιογράφοι του γενικά αναφέρονται πολύ στις «εξω-συγγραφικές» φιλοδοξίες του Twain. Ήταν συγγραφέας που δεν ήθελε, για παράδειγμα, να εκφραστεί, να αλλάξει την τέχνη του, να εξερευνήσει εκφραστικά μέσα, να φτιάξει ένα μεγάλο έργο τέχνης. Μιλούσε για την δημιουργία με όρους πραγματικής ζωής, από αυτήν προέρχονταν οι φιλοδοξίες και τα κίνητρά του – επιθυμούσε να πλουτίσει (…η φτώχια των παιδικών του χρόνων και η ματαίωση που έζησε ο πατέρας του), να μπορεί να συντηρεί την μητέρα του, να αναγνωριστεί κοινωνικά και να κερδίσει τον σεβασμό του «υψηλού Δυτικού πολιτισμού». Έτσι, αποφασίζει, μετά την επιτυχία του Innocents Aboard να πάει στα Ανατολικά, στο Buffalo στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε η κοπέλα της φωτογραφίας που είχε δει στο ταξίδι στην Μεσόγειο. Πράγματι, την γνωρίζει, και εκείνη αλλά και τον πατέρα της, πολύ πλούσιο Νεοϋορκέζο έμπορο κάρβουνου, και καταφέρνει ο πατέρας να τον πάρει υπό την προστασία τους και εκείνη να γίνει η σύζυγός του, παρά τις μεγάλες αρχικές της αντιρρήσεις.
Η Olivia Langdon, η σύζυγος, ανακατευόταν με το γράψιμό του – ήταν η de facto editor του, που μερικές φορές έκανε τα γραπτά του πιο αδύναμα, άλλες, επειδή μάζευε τις υπερβολές του, τα βελτίωνε. Με τον γάμο του ξεκίνησε η πιο παραγωγική του περίοδος, η οποία όμως σημαδεύτηκε και από προσωπικές τραγωδίες. Πεθαίνει ο πεθερός του, πεθαίνει και ο πρωτότοκός του γιος, βρέφος. Ο Mark Twain φεύγει από το Buffalo, πηγαίνει στο Hartford του Connecticut, ενώ περνά τα καλοκαίρια στην Elmyra στην Νέα Υόρκη. Είκοσι καλοκαίρια έκανε εκεί, και δεκαεφτά έζησε στο Hartford, σε αυτούς τους δύο τόπους γράφτηκαν τα σπουδαιότερά του έργα.
Στις αρχές του 1890 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ για οικονομικούς λόγους. Έβγαζε πάρα πολύ χρήματα, αλλά είχε σπάταλο life style, με πολλή πολυτέλεια, ενώ έκανε και επενδύσεις που δεν απέδωσαν. Χρηματοδότησε με 3 εκατομμύρια δολάρια (σημερινά περίπου 12 εκατομμύρια!) ένα τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο όμως ξεπεράστηκε από την λινοτυπία πολύ γρήγορα, είχε και έναν εκδοτικό οίκο που το μόνο best seller του ήταν τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Grant (και Προέδρου των ΗΠΑ). Πήγε στην Ευρώπη όπου ζούσε με τις διαλέξεις του, για τις οποίες ήταν περιζήτητος και αποτελούσαν και το κύριό του έσοδο. Τι διαλέξεις ήταν αυτές; Φανταστείτε τις ως λογοτεχνικό και διανοούμενο, κουλτουριάρικο, stand up comedy.
Από το 1896, αρχίζει να δείχνει τα σημάδια της η κατάθλιψη. Πεθαίνει η κόρη του Susy, ενώ εκείνος έλειπε σε παγκόσμια περιοδεία. Περνά ακόμη μερικά χρόνια με βάση την Ευρώπη, και στις αρχές του 20 αιώνα επιστρέφει στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη. Είναι 64 ετών, στην αρχή μένει στο Μανχάταν, αλλά λόγω των ένθερμων οπαδών του, που τον ενοχλούν συνεχώς, μέχρι που έψαχναν τα σκουπίδια του, μετακομίζει στο Bronx. Είναι ασφαλής οικονομικά, αλλά… το 1904 πεθαίνει η γυναίκα του, (ήταν πάλι απών σε ταξίδι). Το 1909 πεθαίνει η κόρη του η Jean και διάφοροι παλιοί φίλοι και δικοί του, η κατάθλιψη παίρνει το πάνω χέρι. Οι βιογράφοι του τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο πικραμένο πολύ, σκληρό, με μανιοκαταθλιπτικά επεισόδια. Γράφει – «αν δεν πεθάνω μαζί με τον Κομήτη του Χάλεϊ θα είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου.» Και όντως, πεθαίνει στις 21 Απριλίου του 1910, την επομένη της εμφάνισης του Χάλεϊ, σε ηλικία 74 ετών.
Το παράξενο της ζωής – την ίδια ακριβώς περίοδος, με τα τόσα πολλά τραγικά γεγονότα, απολαμβάνει και την μεγαλύτερη αναγνώριση. Είναι η μεγαλύτερη σχεδόν παγκόσμια διασημότητα. Παίρνει τιμητικά πτυχία από την Oxford και από το Yale, κερδίζει πολλά, πάρα πολλά χρήματα από τις περιοδείες, συναγελάζεται με βασιλικές οικογένειες και μεγιστάνες….
Χάκλμπερι Φιν
Το πιο σημαντικό βιβλίο του. Αυτό που και ο Hemmingway και ο Faulkner, την ίδια περίοδο χοντρικά, δήλωσαν πως είναι η μήτρα της Αμερικανικής Λογοτεχνίας. Επίσης είναι και το βιβλίο που περισσότερο από κάθε άλλο επιβεβαιώνει αυτό που έγραψε ο D. H. Lawrence στο βιβλίο του Studies in Classic American Literature: «Αρεσκόμαστε να θεωρούμε τα παλιομοδίτικα αμερικανικά κλασικά έργα παιδικά βιβλία… δύσκολα αφηνόμαστε να ακούσουμε μια νέα φωνή, είναι σαν να μας μιλά κάποιος σε μια άγνωστη γλώσσα. Απλά δεν ακούμε. Στα Αμερικανικά κλασικά κείμενα υπάρχει μια νέα φωνή. Ο κόσμος αρνήθηκε να ακούσει και τώρα μουρμουράει κάτι για παιδικές ιστορίες».
Κυκλοφόρησε το 1874 και είναι η συνέχεια του Τομ Σώγερ. Όπως για κάθε μεγάλο έργο, υπάρχει πολλή αντιπαράθεση για την ποιότητα της αξίας του. Κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό, ο Έρνεστ Hemingway, επίσης, είπε ότι το βιβλίο θα έπρεπε να τελειώνει εκεί που αρχίζει το τελευταίο πέμπτο του μέρος.
Αλλά… όλοι συμφωνούν ότι η γλώσσα του μυθιστορήματος, με την ωμότητα, με την αυτοσχεδιαστική ποιητικότητα, με την αμεσότητα της, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που σπάει τον τέταρτο τοίχο (απευθύνεται, δηλαδή, στον αναγνώστη ευθέως), με την ζωντάνια της, τον ρεαλισμό της, δηλαδή την αντιστοιχία της με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι, αλλά και τα άλλα στοιχεία του έργου, η ρηξικέλευθη θέση του απέναντι στα πράγματα (αλκοολικός πατέρας; Σκλάβος με ιδιότητες ανθρώπινες; Η ιδέα πως το «σωστό» μπορεί να είναι κάτι που μπορεί να πάει κόντρα σε νόμους Θεού και ανθρώπων,) ήταν κάτι περισσότερο από αυθεντικά… ήταν αποκαλυπτικά! Επισήμαιναν υποκρισίες. Και για αυτό ήρθαν σε κόντρα με την κοινωνία, αλλά και την διαμόρφωσαν, μελλοντικά. Επίσης, πολύ σημαντικά και πρωτοποριακά στοιχεία του έργου είναι: η εξύμνηση της καθημερινότητας – η εξύμνηση του δημοκρατικού ατόμου, ως φορέα αλλαγών, ως έχοντα δυνάμεις και ευθύνη – η εξύμνηση του πλούτου μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας – η εξύμνηση της προσωπικής ελευθερίας, και μάλιστα ενός μαύρου ατόμου, ενός «σκλάβου».
Υπάρχει μια ερμηνεία για την αξία του έργου, η οποία συνδυάζει την λογοτεχνία με την ιστορία. Η Αμερική ήταν κατά τα παιδικά της χρόνια, προ του Εμφυλίου, μια χώρα η οποία προέκυψε και δημιουργήθηκε από φυγόκεντρες δυνάμεις, επαναστατικές, συγκρουσιακές. Οι άποικοι ήθελαν να λυτρωθούν από την οικονομική και πραγματική καταπίεση της Ευρώπης, και το πέτυχαν. Όμως, για να δημιουργήσεις ένα κράτος, ένα έθνος, δεν μπορείς να συνεχίσεις με αυτήν την διασπαστική ενέργεια. Χρειάζεσαι στοιχεία που θα δημιουργήσουν ενότητα, κοινότητα. Πολλώ δε μάλλον όταν οι πολίτες σου δεν έχουν ούτε κοινή θρησκεία, ούτε κοινή καταγωγή, ούτε ίδιο χρώμα δέρματος, ούτε ίδια ιστορία, ούτε ίδια μητρική γλώσσα.
Ο Mark Twain, στο Huckleberry Finn χρησιμοποίησε πρώτη φορά τόσο επιτυχημένα και με τόση απήχηση, αλλά και με ουσία, ως φορέα σημαντικών μηνυμάτων, τον Αμερικανικό προφορικό λόγο στα γραπτά του, αναφέρθηκε σε βαθιά και ουσιαστικά, αποκλειστικά αμερικανικά ζητήματα και έτσι τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο δημιούργησε και έκανε δημοφιλή μια αυθεντικά Αμερικανική λογοτεχνία με συγκεκριμένη γλώσσα και με συγκεκριμένα θέματα. Παρείχε, δηλαδή στο νέο έθνος, μια κοινή αναφορά, αφηγηματική και λογοτεχνική…
Επιπλέον, σε υφολογικό επίπεδο, ο Μαρκ δεν ενδιαφερόταν να γράψει επιδεικτικά, κραυγαλέα τεχνικά, περίτεχνα και συναισθηματικά… εκεί που η πλειοψηφία της γενιάς του, και ειδικά των δημοφιλών συγγραφέων ήθελαν να αποδείξουν ότι είχαν την σοβαρότητα των Ευρωπαίων, και δη των Εγγλέζων, ο Μαρκ ήταν εντελώς τοπικός. «Θέλω να πω την ιστορία όπως γίνεται εδώ, στην Αμερική, και με τον τρόπο που την λέμε εμείς οι Αμερικάνοι» - και αυτό έκανε.
Και νομίζω, μια προσωπική εκτίμηση, πως αυτό το μείγμα της αυτοπεποίθησης (Είμαι Αμερικανός, έτσι μιλάω, έτσι θα γράφω, για αυτά θα γράφω) και της διάθεσης να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα του τόπου του (με χιούμορ, με ελαφρότητα, με ειρωνεία, με θέαμα) είναι μια πολύ χαρακτηριστική και διαχρονική Αμερικανική ιδιότητα.
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
Η Θέση του στην Ζωή του Μαρκ Τουέιν
Το έργο βασιζόταν σε ιδέες που κάποια χρόνια πριν είχαν γίνει θεατρικό (αποτυχημένο). Ο Mark Twain χρησιμοποίησε τις ιδέες του θεατρικού, και έγραψε το μυθιστόρημα σε 71 μέρες. Αυτό που τον κινητοποίησε, στην πραγματικότητα, ήταν η συνειδητοποίηση στις αρχές του 1890 ότι το τυπογραφικό μηχάνημα στο οποίο είχε επενδύσει τόσα πολλά χρήματα ήταν μια τεράστια αποτυχία. Έπρεπε να βγάλει χρήματα και στράφηκε στο γράψιμο. Μάλιστα, επειδή είχε κάποιο πρόβλημα με τους ρευματισμούς του, και με δυσκολία μπορούσε να κρατήσει πένα, σκέφτηκε να υπαγορεύσει το έργο σε φωνογράφο. Παραγγέλνει έναν, αλλά δεν του πολυάρεσε το σύστημα, οπότε το έγραψε μισό υπαγορεύοντας και μισό χειρόγραφα. Τον Μάιο του 1891 παίρνει αμοιβή 12 χιλιάδες δολάρια από ένα πρακτορείο syndication, που το πρακτόρευσε για δημοσίευση σε συνέχειες σε διάφορες εφημερίδες και σε ένα Αγγλικό περιοδικό - και τον Απρίλιο του 1892 το βγάζει και σε βιβλίο. Δυστυχώς, δεν πήγε πολύ καλά, και οικονομικά, αλλά και σαν κριτική και αναγνωστική υποδοχή. Είχε γραφτεί υπό δύσκολες συνθήκες και από ένα χέρι που είχε πολύ καιρό να γράψει.
Πρόκειται για μια κωμωδία καταστάσεων, παρεξηγήσεων και αντιστροφής ρόλων που ερευνά το πολύ σοβαρό θέμα αν η αριστοκρατία είναι καλύτερη ή η δημοκρατία. Η αρχή της ιστορίας, που έδωσε και το πρωτότυπο όνομα στο έργο, είναι η διεκδίκηση κάποιου Βρετανικού τίτλου ευγενείας, που ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Επρόκειτο για μια από τις δημοφιλείς και αρκετά συνηθισμένες ιστορίες της αμερικάνικης κουλτούρας – υπήρχε συχνά και στις εφημερίδες αλλά και σε έργα μυθοπλασίας. Η τυπική εκδοχή ήταν αυτή με έναν Αμερικανό χαμηλής κοινωνικής θέση και με μικρές οικονομικές δυνατότητες, ο οποίος διαπιστώνεται, από ένα γύρισμα της τύχης, από κάποια σύμπτωση, πως έχει μακρινή συγγένεια με κάποια Ευρωπαϊκή οικογένεια αριστοκρατών – στο 95% των περιπτώσεων με Εγγλέζους. Έτσι, γλυτώνει από την φτώχεια και από τις κοινωνικές δυσκολίες – αλλά, επειδή είναι Αμερικανός, το νέο είδος ανθρώπου, ταυτόχρονα στην διαδικασία σώζει και τους «νέους» συγγενείς τους από τις ταξικές προκαταλήψεις και από τον ταξικό φανατισμό. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από τέτοιες περιπτώσεις, κάποιες από τις οποίες κρατούσαν συντροφιά στους αναγνώστες, που παρακολουθούσαν την έκβασή τους, για χρόνια. Ενώ ανάμεσα στους γνωστούς συγγραφείς που έγραψαν ιστορίες διεκδίκησης είναι ο Washington Irving, (Dolph Heyliger), ο Nathaniel Hawthorn (δύο έργα που δημοσιεύτηκαν μετά από τον θάνατό του – The Ancestral Footstep και Doctor Grimshawe’ s Secret), αλλά και ο Henry James (A Passionate Pilgrim). Αυτές οι αφηγήσεις ήταν τόσο λαοφιλείς και συχνές ώστε δημιούργησαν μια μικρή παράδοση στην Αμερικανική λογοτεχνία τον 19 αιώνα. Εξωλογοτεχνικά, κοινωνικά, το σημαντικό είναι ότι κατά κάποιο τρόπο φώτισαν την παράξενη και ιδιότυπη σχέση της Αμερικής με την Ευρώπη. Που είναι και απόρριψη, αλλά και θαυμασμός.
Το συνηθισμένο αφήγημα διεκδίκησης θα είχε τον Αμερικανό να δέχεται την νέα του θέση με επιφυλακτικότητα, με σεμνότητα, αλλά ο Twain βάζει τον δικό του διεκδικητή να είμαι πομπώδης και να απαιτεί και να αξιώνει προνόμια. Με αυτόν τον τρόπο διακωμωδεί και τονίζει την αντίφαση ανάμεσα στο υποκρίνομαι ότι έχω αποτροπιασμό για τα αριστοκρατικά προνόμια, αλλά άμα μου προκύψουν, γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως (pun intended).
Ο συνταγματάρχης Σέλλερς είναι ένας εκκεντρικός και πολύ παράξενος Αμερικανός εφευρέτης – δεν είναι μόνο αντιπροσωπευτικός πολλών συγγενών του ίδιου του Twain, αλλά και ένα αρκετά συχνό είδος Αμερικανού της εποχής. Πρόκειται σίγουρα πάντως για έναν από τους συμπαθητικότερους ενήλικες χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει ο Mark Twain, είναι φιλάνθρωπος, χαρισματικός, καλόκαρδος, επικοινωνιακός, αστείος – αλλά και καθόλου πρακτικός, καθόλου οικονόμος, και αιθεροβάμονας.
Στην δεύτερη πτυχή της αφήγησης, που για πολλούς αναγνώστες αλλά και κριτικούς είναι πιο ουσιαστική και πιο ενδιαφέρουσα, έχουμε την ιστορία ενός νεαρού Βρετανού λόρδου, του Μπέρκλεϋ, ιδεαλιστή, όπως όλοι οι καλοαναθρεμμένοι νέοι, που ποθεί και που ονειρεύεται την Αμερικανική δημοκρατία. Μάλιστα, το ιδιαίτερο αφηγηματικό τέχνασμα είναι πως πρόκειται για τον γιο του κατά τον συνταγματάρχη σφετεριστή! Ο νεαρός, προς μεγάλη φρίκη του αριστοκράτη πατέρα του, εγκαταλείπει τα παλάτια και τα λεφτά και ταξιδεύει στις ΗΠΑ για να ζήσει, ανώνυμα, στην χώρα που όλοι είναι «ελεύθεροι και ίσοι» και όπου δεν υπάρχουν οι κληρονομημένες ταξικές διακρίσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο μικρός Λόρδος είναι και αυτός Διεκδικητής... της Δημοκρατικότητας της Αμερικής. Όμως στις περιπέτειες του διαπιστώνει πως και εκεί υπάρχει διαστρωμάτωση, ανισότητα, και μάλιστα πολύ ισχυρή - απλά έχει άλλα κριτήρια. Διαπιστώνει πως και οι Αμερικανοί έχουν εμμονή με την κατάταξη, με τους τίτλους ευγενείας και πως στην πραγματικότητα αποτυγχάνουν να ζήσουν σύμφωνα με τις αξίες που πρεσβεύουν, αποδεικνύεται, μόνο με τα λόγια.
Στην αρχή τα πράγματα είναι απλώς διαφορετικά από ότι τα περίμενε. Εκπλήσσεται, λ.χ., όταν διαπιστώνει πως οι Αμερικανοί κάνουν σαν τρελοί για να γνωρίσουν έναν ευγενή. Αργότερα όμως τα προβλήματά του σοβαρεύουν, πολύ. Διαπιστώνει πως η ελευθερία έχει όρια, στενά όρια. Η ανεργία είναι ένα από αυτά - όχι μόνο δεν μπορεί να βρει δουλειά, αλλά δεν μπορεί να μπει καν σε κάποιο σωματείο, ώστε να καταφέρει κάποτε να βρει δουλειά. Και εκεί που έφυγε από την χώρα του για να βιώσει την ελευθερία στην χώρα της, τις Η.Π.Α., τελικά διαπιστώνει ότι και στον προορισμό του, η κοινωνία καταδυναστεύεται από τα δεσμά της διαστρωμάτωσης. Βλέπει πόσο σκληρά φέρονται στους φτωχούς. Βλέπει πόσο ανελέητα αντιμετωπίζουν τους αδύναμους. Βλέπει την υποκρισία.
Η διπλή πλοκή επιτρέπει στον Mark Twain να παίξει χιουμοριστικά με το θέμα του, αλλά ταυτόχρονα και να κάνει μια πολύ εύστοχη κριτική της Αμερικανικής κοινωνίας. Υπαινίσσεται:
Ο Mark Twain χρησιμοποιεί ένα αρχετυπικό είδος πλοκής, το «ο ξένος που παρατηρεί από έξω μια δεδομένη κατάσταση, κοινωνική ομάδα, κλπ» για να κριτικάρει και να αμφισβητήσει τον τρόπο που οι Αμερικανοί βλέπουν τον εαυτό τους. Και τονίζει τον κίνδυνο της υποκρισίας που πηγάζει από την σύγκρουση ανάμεσα σε μια κοινωνία που στηλιτεύει την κληρονομική αριστοκρατία (ή οτιδήποτε άλλο παλιό «Ευρωπαϊκό»), τα μέλη της οποίας όμως συνεχίζουν να ονειρεύονται την θέση εξουσίας, και όταν την κατακτούν αποκτούν την «παλιά» σκληρότητα. Και, επιπλέον, κατηγορούν τον κατώτερό τους, αυτόν που προέρχεται από εκεί που προέρχονται και οι ίδιοι, τον κοιτάζουν αφ’ υψηλού, τον λοιδορούν… ή, στην καλύτερη περίπτωση, τον αγνοούν, δεν τον βοηθούν καθόλου. Μάλιστα ίσως ο Αμερικανισμός στην ακραία του εκδοχή, λέει ο Mark Twain, να δημιουργεί και να ενθαρρύνει τις μεγάλες προσδοκίες στους ανθρώπους, όταν όμως αυτές δεν γίνονται πραγματικότητα (κάτι που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, ίσως και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) οι άνθρωποι γινόμαστε σκληροί, και ανελέητοι.
Το έργο έχει λίγο μια επιθεωρησιακή δομή. Ίσως και να μπουκώνει σε κάποια σημεία, με τα πολλά μικρά επεισόδια και διαλόγους τα οποία σχολιάζουν ή και ανάγονται σε πολλές και διάφορες πτυχές της ζωής, τόσο της κοινωνικής όσο και της προσωπικής του Τουέην. Ωστόσο είναι ένα μυθιστόρημα απολαυστικό στην ανάγνωση, με γρήγορο ρυθμό και αφήγησης αλλά και εναλλαγής ιδεών – και με μερικές σκηνές εξαιρετικής ευφυίας και ευαισθησίας, γραμμένες από έναν ώριμο πια και ταλαντούχο συγγραφέα, με πείρα ζωής. Ο Twain ήταν 55 όταν το έγραψε.
Αξίζει να επισημανθεί η πληθωρικότητα, η γενναιοδωρία στην αφήγηση, καθώς και ο τρόπος που σχολιάζονται τόσα πολλά – με μια σχετική ειρωνεία – όπως η πολιτική και οι πολιτικοί, η Ουάσιγκντον και ο κόσμος της, η συγγραφή ημερολογίου, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι σχέσεις αντρών γυναικών και τα παιγνίδια μεταξύ τους, η σχέση πατέρα γιου, ο τρόπος που οι μεγάλοι «υποτάσσουν» τους νέους υπομένοντας τις επαναστάσεις τους, το πως η χαρισματικότητα και η καλοσύνη μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο αξιαγάπητο και πολύ άξιο, ακόμη και να δεν είναι πολύ αποτελεσματικός…
Υπάρχουν και παναθρώπινες αλήθειες – το πώς ο νεαρός Βρετανός αντιμετωπίζει την υποκρισία και τα παράξενα της κοινωνίας. Το πως οι νέοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, ή έστω τον κόσμο τους αλλά τελικά συμβιβάζονται. Ή η αναφορά στις μορφές που παίρνει η σύγκρουση ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο κοινωνικό. Εύστοχα αποτυπώνεται και το παιχνίδι του έρωτα ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αυτή η πανανθρώπινη αλήθεια/συμπεριφορά «όχι δεν πρέπει να καταλάβει πως τον θέλω, όχι δεν πρέπει να κλάψω, αχ Θεέ μου ας ζητήσει να βρεθούμε αλλά χωρίς να το καταλάβει ότι θα πω αμέσως ναι». Όλα αυτά, αποκαλύπτουν έναν συγγραφέα όχι μόνο με εμπειρία ζωής αλλά και με ικανότητα να μεταφέρει όλα όσα ξέρει από την πραγματική ζωή ανεπιτήδευτα - και με αυθεντικότητα.
Βέβαια, ίσως αυτό να είναι και μια αιτία της «αδυναμίας» του έργου να σταθεί δίπλα στα μεγάλα έργα του Μαρκ. Πως έχει μια εποπτική και σχολιαστική διάθεση που ναι μεν αφηγηματικά στέκει, δεν είναι επιτηδευμένη, από την άλλη όμως αποσυντονίζει. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι γράφτηκε σε συνέχειες για να δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Στο τέλος έχουμε ένα χορταστικό happy end. Οι Σέλλερς συνδέονται με μια αριστοκρατική οικογένεια, η κόρη αποδεικνύεται κάπως υποκρίτρια που έλεγε ότι δεν ήθελε να παντρευτεί πλούσιο, μεν, αλλά μπροστά στην αγάπη, τίποτε δεν έχει σημασία και δεν πρέπει να έχει σημασία. Όσο για τον νεαρό Λόρδο, αποδέχεται την θέση του, την υψηλή του μοίρα, και εγκαταλείπει τον αγώνα του να γίνει «αυθεντικός δημοκράτης». Επειδή όμως ο συγγραφέας είναι αισιόδοξος, και επειδή αυτό το μυθιστόρημα είναι δικό του, γραμμένο με το αξιακό του σύστημα, η αριστοκρατική καταγωγή και η υψηλή κοινωνική θέση (που είναι θέμα τύχης, φευ, στην ζωή) συνοδεύεται εδώ και από καλό χαρακτήρα, από αρετές στην προσωπικότητά των πλούσιων αριστοκρατών – όπως έχει αποδειχθεί στην εξιστόρηση που έχουμε διαβάσει. Τελικά στο τέλος, ο καλός Σέλλερς και ο καλός Μπερκλεϋ, αποκτούν αυτό που θα έπρεπε η κοινωνία να παρέχει στα καλόκαρδα μέλη της – σε έναν ιδανικό κόσμο. Θέση και χρήματα. Και οι νεότεροι παίρνουν και μπόνους έρωτα!
Ο ΜΤ συνεχίζει να πουλά και να προκαλεί συζητήσεις στην Αμερική – συνεχίζει να αναλύεται και να εξερευνάται με όλους τους τρόπους. Στην Ευρώπη ίσως έχει μια μονοσήμαντη κάπως προσέγγιση, σαν τον χιουμορίστα, την διασημότητα, τον κατ’ εξοχήν Αμερικανό… ίσως τον κάπως γραφικό. Είναι όλα αυτά, αλλά κυρίως είναι ένας βαθύτατα αυθεντικός, πληθωρικός, γενναιόδωρος συγγραφέας, που δεν γίνεται να αναγνωστεί ανεξάρτητα και από την Αμερικανικότητά του, αλλά και την πολύ ουσιαστική σχέση του με την ίδια την ζωή – μια σχέση που τον κάνει διαχρονικό αλλά και σημαντικό.
Βαγγέλης Προβιάς – Σεπτέμβρης 2019
Αποτέλεσε πρωτοπόρο δημιουργό, όχι μόνο για το ταλέντο και την επιτυχία του, αλλά και διότι έκανε πρώτος, με αυθεντικά δικό του τρόπο, όλα με όσα καταπιάστηκε. Παρέμεινε πιστός στον εαυτό του, πάντα, με κόστος αλλά και με ανταμοιβές. Διαμόρφωσε πρώτος σε τέτοιο βαθμό, το πλαίσιο, την φωνή καθώς και την θεματολογία από τα οποία αναδύθηκε η λογοτεχνία των Η.Π.Α.
«Η αλήθεια είναι πιο παράδοξη από την μυθοπλασία, διότι η μυθοπλασία οφείλει να σεβαστεί τις πιθανές εκδοχές – ενώ η αλήθεια όχι», ήταν μια από τις εξαιρετικές φράσεις του, η οποία βρίσκει την εφαρμογή της και στην ιστορία της ζωής του.
Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Florida στην καρδιά της Αμερικής, στο Missouri, στις 30 Νοεμβρίου 1853. Ήταν το έκτο παιδί του John και της Jane Clemens. Το πραγματικό του όνομα ήταν Samuel Langhorne Clemens. Γεννήθηκε λίγο μετά την εμφάνιση του κομήτη του Χάλεϊ, και είχε "προβλέψει" πως θα πεθάνει όταν αυτός επανεμφανιστεί.
Ο μπαμπάς του ήταν πολύ εργατικός και φιλότιμος, αλλά σκληρός και αυστηρός άνθρωπος, ονειρευόταν να καταφέρει να πλουτίσει, κυνηγούσε το Αμερικανικό Όνειρο. Έκανε πολλές δουλειές, υπάλληλος σε μαγαζί, δικηγόρος, δικαστής, επενδυτής σε ακίνητα – όμως όχι μόνο δεν κατάφερε να βγάλει πολλά χρήματα και γρήγορα, αλλά πολλές φορές δεν κέρδιζε αρκετά για να συντηρήσει και την οικογένειά του. Η μαμά του από την άλλη, ήταν μια χαρωπή, ανοιχτόκαρδη και πολύ τρυφερή γυναίκα, η οποία κάθε βράδυ είχε το συνήθειο να μαζεύει τα παιδιά γύρω της και να τους λέει ιστορίες.
Ίσως εδώ βρίσκονται δύο από τις πολύ ισχυρές, ενδεχομένως και οι ισχυρότερες ενορμήσεις και δυνάμεις του βίου του συγγραφέα μας – το να λέει ιστορίες, και το να ενδιαφέρεται πολύ, σχεδόν να καταδυναστεύεται από την επιδίωξη των χρημάτων. Ήθελε πάντα «να πιάσει την καλή».
Όταν ήταν 4 χρονών, η οικογένειά του μετακόμισε σε μια μεγάλη πόλη κοντά στη γενέτειρά του, το Hannibal – μεγάλη, με 1000 κατοίκους... Η πόλη εκείνη ήταν στο όριο ανάμεσα στην σχετικά καλή, αστική οργάνωση της Ανατολικής Αμερικής και στην ανομία και τις φοβερές ευκαιρίες πλουτισμού της Άγριας Δύσης. Αποτελεί το πρότυπο στο οποίο βασίζεται το Saint Petersburg, η μικρή από τα πασίγνωστα βιβλία, τον Τομ Σώγερ και τον Χακ Φιν.
Το 1847, στα 12 του, χάνει τον μπαμπά του από πνευμονία – ο μικρός Samuel, μέχρι τα 17 που έφυγε από το Hannibal, μεγάλωσε σε οικογένεια ουσιαστικά άπορη. Σταματά να πηγαίνει στο σχολείο και πιάνει δουλειά ως εκπαιδευόμενος τυπογράφος στην εφημερίδα Hannibal Courier – η αμοιβή του; μια πενιχρή μερίδα φαγητού. Αλλά το 1851 έπιασε δουλειά ως επαγγελματίας τυπογράφος και περιστασιακός αρθρογράφος και δημοσιογράφος στην εφημερίδα Hannibal Western Union, της οποίας ιδιοκτήτης ήταν ο αδελφός του Orion.
Στα 18 του και για περίπου δυόμιση χρόνια, ως τυπογράφος, ταξίδεψε στην Νέα Υόρκη, το Σεντ Λούις, την Φιλαδέλφεια, το Σινσινάτι… τα απογεύματα πήγαινε σε δημόσιες βιβλιοθήκες και μελετούσε πολύ εντατικά. Αυτή ήταν η μοναδική του εκπαίδευση, την οποία έκανε πολύ συστηματικά και με μεγάλη ζέση και αφοσίωση.
Όταν ήταν 21, ο Sam πραγματοποίησε το όνειρό του: άρχισε να μαθαίνει καπετάνιος σε ποταμόπλοιο – ήταν δουλειά με status, καλοπληρωμένη, ενδιαφέρουσα πολύ. Μεγάλο βήμα για το φτωχόπαιδο. Αλλά τότε συνέβη μια από τις πολλές τραγωδίες της ζωής του. Είχε καλέσει τον αδελφό του τον μικρότερο να μάθει και αυτός την δουλειά, μια μέρα όμως εξερράγη ο κινητήρας του πλοίου και ο μικρός Χένρι σκοτώθηκε. Ο Twain ισχυρίστηκε πως είχε δει το θάνατο σε ένα όνειρο, έναν μήνα πριν συμβεί – αυτό του δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον για την παραψυχολογία, και ένα βάρος ενοχής που κουβαλούσε πάντα, ως το θάνατό του. Πάντως το 1859, στα 23 του, ήταν επιτυχημένος καπετάνιος. Αλλά τότε, η ιστορία του χτυπάει την πόρτα, όχι μόνο την δική του μα και πολλών άλλων Αμερικανών.
Ξεκινά ο Εμφύλιος, και ο Samuel, λόγω απαγόρευσης της εμπορικής και επιβατικής ναυσιπλοΐας στον Μισισιπή, χάνει την όλο κύρος και καλοπληρωμένη δουλειά του καπετάνιου. Κατατάσσεται εθελοντικά στον στρατό των Νοτίων αλλά το τάγμα του διαλύθηκε σε μερικές εβδομάδες (υπάρχουν εκδοχές πως λιποτάκτησε). Ήταν 25 ετών, άνεργος, φτωχός και έπρεπε να διαμορφώσει το μέλλον του. Αποφασίζει να απομακρυνθεί από όλα αυτά και να πάει να βρει την τύχη του στην Αμερικανική Δύση, πολύ μακριά από τον πόλεμο.
Πέντε χρόνια έμεινε στην Νεβάδα και στην Καλιφόρνια. Εκεί γαλουχήθηκε και ως γραφιάς. Αρχικά, έψαχνε για ασήμι και για χρυσάφι. Ονειρευόταν, όπως έγραψε, να σώσει την οικογένειά του και να γίνει ο πιο καλοντυμένος άνθρωπος από όλους. Αλλά δεν ήταν τυχερός, και το 1862, εντελώς άφραγκος, χρειάστηκε να αναζητήσει μια πιο κανονική δουλειά. Τον Σεπτέμβρη λοιπόν, έχοντας μια σχετική εμπειρία από γραφεία εφημερίδας, πήγε να εργαστεί στην Virginia City Territorial Enterprise στην Βιρτζίνια Σίτυ, πόλη στη Νεβάδα, που είχε ιδρυθεί το 1859. Εκεί είναι που υιοθέτησε το ψευδώνυμό του, Mark Twain, το οποίο σημαίνει «το σημάδι νούμερο δύο». (Πετούσαν από τα ποταμόπλοια μια πετονιά με βαρίδι στο ποτάμι, κατακόρυφα, και αν έφτανε η επιφάνεια του νερού στο σημάδι αυτό, το δεύτερο, σήμαινε πως ήταν αρκετά βαθιά για να περάσει το σκάφος.) 3 Φεβρουαρίου 1863 ήταν η μέρα που δημοσιεύτηκε το πρώτο άρθρο με αυτήν την υπογραφή. Φεύγει όμως από εκεί άρον άρον, διότι ενεπλάκη σε μια μονομαχία και καταζητείτο από τις αρχές, και πηγαίνει στο Σαν Φρανσίσκο.
Συνεχίζει να γράφει, ταξιδιωτικά, εμπειρίες, ταξιδεύει στην Χαβάη και στέλνει κείμενα από το ταξίδι σε εφημερίδες. Γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς αφηγητές στην Άγρια Δύση, κυρίως για το πρωτότυπο ύφος του – ανατρεπτικό, ασεβές, ειρωνικό, αλλά και αστείο, χιουμοριστικό, σατυρικό, φιλικό και, κυρίως, με πολύ έντονη διάθεση να στηλιτεύσει κάθε προσποίηση. Το 1865 έγραψε την ιστορία The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County που δημοσιεύθηκε σε όλη την χώρα, άρεσε πολύ, ήταν η επιτυχία η μεγάλη που τον έκανε πολύ γνωστό – μεταφράστηκε και στα Γαλλικά.
Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του είχε και λίγο σχέση με την Ελλάδα. Έκανε μια πεντάμηνη κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, όπου έστελνε σε Αμερικανικές εφημερίδες χιουμοριστικά κείμενα για όσα έβλεπε και έκανε κατά το ταξίδι. Τα άρθρα είχαν μεγάλη απήχηση, πολλούς αναγνώστες, και το 1869 τα συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο, τα εμπλούτισε και τα εξέδωσε - the Innocents Abroad ο τίτλος του. Η επιτυχία ήταν τεράστια, ανάλογες πωλήσεις με την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά δέκα χρόνια νωρίτερα. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερή του εκδοτική επιτυχία, όσο ζούσε. Όλα τα επόμενα του βιβλία, συμπεριλαμβανομένων και των κλασικών και πολυαγαπημένων σήμερα, πουλούσαν λιγότερο. Στο ταξίδι εκείνο γνώρισε έναν πολύ συμπαθητικό, πλούσιο νεαρό κύριο, ο οποίος του έδειξε σε φωτογραφία την αδελφή του – ο Μαρκ την ερωτεύτηκε, από την φωτογραφία και μόνο, και αποφάσισε να δώσει συνέχεια.
O Twain ήταν ως άνθρωπος πολύ αποκαλυπτικός. Έγραφε πολλά γράμματα με ασυνήθιστη ειλικρίνεια, ακόμη και για την εποχή μας, του Facebook, και του Instagram. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι παρά το γεγονός πως ήταν διάσημος και μάλιστα από σχετικά μικρή ηλικία, σε όλη την Αμερική, τον έτρωγε ένα σαράκι: Η αποδοχή από το σοβαρό, λογοτεχνικό κατεστημένο. Ήταν ένα πολύ καθώς πρέπει σύνολο ανθρώπων, αυτοί που «κατοικούσαν» στα μυθιστορήματα του Henry James, για παράδειγμα, οι οποίοι ζούσαν κυρίως στην Βοστώνη και στην Νέα Υόρκη, και ο Twain όχι μόνο ήθελε την αποδοχή τους αλλά και τον φόβιζαν.
Οι βιογράφοι του γενικά αναφέρονται πολύ στις «εξω-συγγραφικές» φιλοδοξίες του Twain. Ήταν συγγραφέας που δεν ήθελε, για παράδειγμα, να εκφραστεί, να αλλάξει την τέχνη του, να εξερευνήσει εκφραστικά μέσα, να φτιάξει ένα μεγάλο έργο τέχνης. Μιλούσε για την δημιουργία με όρους πραγματικής ζωής, από αυτήν προέρχονταν οι φιλοδοξίες και τα κίνητρά του – επιθυμούσε να πλουτίσει (…η φτώχια των παιδικών του χρόνων και η ματαίωση που έζησε ο πατέρας του), να μπορεί να συντηρεί την μητέρα του, να αναγνωριστεί κοινωνικά και να κερδίσει τον σεβασμό του «υψηλού Δυτικού πολιτισμού». Έτσι, αποφασίζει, μετά την επιτυχία του Innocents Aboard να πάει στα Ανατολικά, στο Buffalo στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε η κοπέλα της φωτογραφίας που είχε δει στο ταξίδι στην Μεσόγειο. Πράγματι, την γνωρίζει, και εκείνη αλλά και τον πατέρα της, πολύ πλούσιο Νεοϋορκέζο έμπορο κάρβουνου, και καταφέρνει ο πατέρας να τον πάρει υπό την προστασία τους και εκείνη να γίνει η σύζυγός του, παρά τις μεγάλες αρχικές της αντιρρήσεις.
Η Olivia Langdon, η σύζυγος, ανακατευόταν με το γράψιμό του – ήταν η de facto editor του, που μερικές φορές έκανε τα γραπτά του πιο αδύναμα, άλλες, επειδή μάζευε τις υπερβολές του, τα βελτίωνε. Με τον γάμο του ξεκίνησε η πιο παραγωγική του περίοδος, η οποία όμως σημαδεύτηκε και από προσωπικές τραγωδίες. Πεθαίνει ο πεθερός του, πεθαίνει και ο πρωτότοκός του γιος, βρέφος. Ο Mark Twain φεύγει από το Buffalo, πηγαίνει στο Hartford του Connecticut, ενώ περνά τα καλοκαίρια στην Elmyra στην Νέα Υόρκη. Είκοσι καλοκαίρια έκανε εκεί, και δεκαεφτά έζησε στο Hartford, σε αυτούς τους δύο τόπους γράφτηκαν τα σπουδαιότερά του έργα.
Στις αρχές του 1890 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ για οικονομικούς λόγους. Έβγαζε πάρα πολύ χρήματα, αλλά είχε σπάταλο life style, με πολλή πολυτέλεια, ενώ έκανε και επενδύσεις που δεν απέδωσαν. Χρηματοδότησε με 3 εκατομμύρια δολάρια (σημερινά περίπου 12 εκατομμύρια!) ένα τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο όμως ξεπεράστηκε από την λινοτυπία πολύ γρήγορα, είχε και έναν εκδοτικό οίκο που το μόνο best seller του ήταν τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Grant (και Προέδρου των ΗΠΑ). Πήγε στην Ευρώπη όπου ζούσε με τις διαλέξεις του, για τις οποίες ήταν περιζήτητος και αποτελούσαν και το κύριό του έσοδο. Τι διαλέξεις ήταν αυτές; Φανταστείτε τις ως λογοτεχνικό και διανοούμενο, κουλτουριάρικο, stand up comedy.
Από το 1896, αρχίζει να δείχνει τα σημάδια της η κατάθλιψη. Πεθαίνει η κόρη του Susy, ενώ εκείνος έλειπε σε παγκόσμια περιοδεία. Περνά ακόμη μερικά χρόνια με βάση την Ευρώπη, και στις αρχές του 20 αιώνα επιστρέφει στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη. Είναι 64 ετών, στην αρχή μένει στο Μανχάταν, αλλά λόγω των ένθερμων οπαδών του, που τον ενοχλούν συνεχώς, μέχρι που έψαχναν τα σκουπίδια του, μετακομίζει στο Bronx. Είναι ασφαλής οικονομικά, αλλά… το 1904 πεθαίνει η γυναίκα του, (ήταν πάλι απών σε ταξίδι). Το 1909 πεθαίνει η κόρη του η Jean και διάφοροι παλιοί φίλοι και δικοί του, η κατάθλιψη παίρνει το πάνω χέρι. Οι βιογράφοι του τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο πικραμένο πολύ, σκληρό, με μανιοκαταθλιπτικά επεισόδια. Γράφει – «αν δεν πεθάνω μαζί με τον Κομήτη του Χάλεϊ θα είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου.» Και όντως, πεθαίνει στις 21 Απριλίου του 1910, την επομένη της εμφάνισης του Χάλεϊ, σε ηλικία 74 ετών.
Το παράξενο της ζωής – την ίδια ακριβώς περίοδος, με τα τόσα πολλά τραγικά γεγονότα, απολαμβάνει και την μεγαλύτερη αναγνώριση. Είναι η μεγαλύτερη σχεδόν παγκόσμια διασημότητα. Παίρνει τιμητικά πτυχία από την Oxford και από το Yale, κερδίζει πολλά, πάρα πολλά χρήματα από τις περιοδείες, συναγελάζεται με βασιλικές οικογένειες και μεγιστάνες….
Χάκλμπερι Φιν
Το πιο σημαντικό βιβλίο του. Αυτό που και ο Hemmingway και ο Faulkner, την ίδια περίοδο χοντρικά, δήλωσαν πως είναι η μήτρα της Αμερικανικής Λογοτεχνίας. Επίσης είναι και το βιβλίο που περισσότερο από κάθε άλλο επιβεβαιώνει αυτό που έγραψε ο D. H. Lawrence στο βιβλίο του Studies in Classic American Literature: «Αρεσκόμαστε να θεωρούμε τα παλιομοδίτικα αμερικανικά κλασικά έργα παιδικά βιβλία… δύσκολα αφηνόμαστε να ακούσουμε μια νέα φωνή, είναι σαν να μας μιλά κάποιος σε μια άγνωστη γλώσσα. Απλά δεν ακούμε. Στα Αμερικανικά κλασικά κείμενα υπάρχει μια νέα φωνή. Ο κόσμος αρνήθηκε να ακούσει και τώρα μουρμουράει κάτι για παιδικές ιστορίες».
Κυκλοφόρησε το 1874 και είναι η συνέχεια του Τομ Σώγερ. Όπως για κάθε μεγάλο έργο, υπάρχει πολλή αντιπαράθεση για την ποιότητα της αξίας του. Κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό, ο Έρνεστ Hemingway, επίσης, είπε ότι το βιβλίο θα έπρεπε να τελειώνει εκεί που αρχίζει το τελευταίο πέμπτο του μέρος.
Αλλά… όλοι συμφωνούν ότι η γλώσσα του μυθιστορήματος, με την ωμότητα, με την αυτοσχεδιαστική ποιητικότητα, με την αμεσότητα της, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που σπάει τον τέταρτο τοίχο (απευθύνεται, δηλαδή, στον αναγνώστη ευθέως), με την ζωντάνια της, τον ρεαλισμό της, δηλαδή την αντιστοιχία της με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι, αλλά και τα άλλα στοιχεία του έργου, η ρηξικέλευθη θέση του απέναντι στα πράγματα (αλκοολικός πατέρας; Σκλάβος με ιδιότητες ανθρώπινες; Η ιδέα πως το «σωστό» μπορεί να είναι κάτι που μπορεί να πάει κόντρα σε νόμους Θεού και ανθρώπων,) ήταν κάτι περισσότερο από αυθεντικά… ήταν αποκαλυπτικά! Επισήμαιναν υποκρισίες. Και για αυτό ήρθαν σε κόντρα με την κοινωνία, αλλά και την διαμόρφωσαν, μελλοντικά. Επίσης, πολύ σημαντικά και πρωτοποριακά στοιχεία του έργου είναι: η εξύμνηση της καθημερινότητας – η εξύμνηση του δημοκρατικού ατόμου, ως φορέα αλλαγών, ως έχοντα δυνάμεις και ευθύνη – η εξύμνηση του πλούτου μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας – η εξύμνηση της προσωπικής ελευθερίας, και μάλιστα ενός μαύρου ατόμου, ενός «σκλάβου».
Υπάρχει μια ερμηνεία για την αξία του έργου, η οποία συνδυάζει την λογοτεχνία με την ιστορία. Η Αμερική ήταν κατά τα παιδικά της χρόνια, προ του Εμφυλίου, μια χώρα η οποία προέκυψε και δημιουργήθηκε από φυγόκεντρες δυνάμεις, επαναστατικές, συγκρουσιακές. Οι άποικοι ήθελαν να λυτρωθούν από την οικονομική και πραγματική καταπίεση της Ευρώπης, και το πέτυχαν. Όμως, για να δημιουργήσεις ένα κράτος, ένα έθνος, δεν μπορείς να συνεχίσεις με αυτήν την διασπαστική ενέργεια. Χρειάζεσαι στοιχεία που θα δημιουργήσουν ενότητα, κοινότητα. Πολλώ δε μάλλον όταν οι πολίτες σου δεν έχουν ούτε κοινή θρησκεία, ούτε κοινή καταγωγή, ούτε ίδιο χρώμα δέρματος, ούτε ίδια ιστορία, ούτε ίδια μητρική γλώσσα.
Ο Mark Twain, στο Huckleberry Finn χρησιμοποίησε πρώτη φορά τόσο επιτυχημένα και με τόση απήχηση, αλλά και με ουσία, ως φορέα σημαντικών μηνυμάτων, τον Αμερικανικό προφορικό λόγο στα γραπτά του, αναφέρθηκε σε βαθιά και ουσιαστικά, αποκλειστικά αμερικανικά ζητήματα και έτσι τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο δημιούργησε και έκανε δημοφιλή μια αυθεντικά Αμερικανική λογοτεχνία με συγκεκριμένη γλώσσα και με συγκεκριμένα θέματα. Παρείχε, δηλαδή στο νέο έθνος, μια κοινή αναφορά, αφηγηματική και λογοτεχνική…
Επιπλέον, σε υφολογικό επίπεδο, ο Μαρκ δεν ενδιαφερόταν να γράψει επιδεικτικά, κραυγαλέα τεχνικά, περίτεχνα και συναισθηματικά… εκεί που η πλειοψηφία της γενιάς του, και ειδικά των δημοφιλών συγγραφέων ήθελαν να αποδείξουν ότι είχαν την σοβαρότητα των Ευρωπαίων, και δη των Εγγλέζων, ο Μαρκ ήταν εντελώς τοπικός. «Θέλω να πω την ιστορία όπως γίνεται εδώ, στην Αμερική, και με τον τρόπο που την λέμε εμείς οι Αμερικάνοι» - και αυτό έκανε.
Και νομίζω, μια προσωπική εκτίμηση, πως αυτό το μείγμα της αυτοπεποίθησης (Είμαι Αμερικανός, έτσι μιλάω, έτσι θα γράφω, για αυτά θα γράφω) και της διάθεσης να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα του τόπου του (με χιούμορ, με ελαφρότητα, με ειρωνεία, με θέαμα) είναι μια πολύ χαρακτηριστική και διαχρονική Αμερικανική ιδιότητα.
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
Η Θέση του στην Ζωή του Μαρκ Τουέιν
Το έργο βασιζόταν σε ιδέες που κάποια χρόνια πριν είχαν γίνει θεατρικό (αποτυχημένο). Ο Mark Twain χρησιμοποίησε τις ιδέες του θεατρικού, και έγραψε το μυθιστόρημα σε 71 μέρες. Αυτό που τον κινητοποίησε, στην πραγματικότητα, ήταν η συνειδητοποίηση στις αρχές του 1890 ότι το τυπογραφικό μηχάνημα στο οποίο είχε επενδύσει τόσα πολλά χρήματα ήταν μια τεράστια αποτυχία. Έπρεπε να βγάλει χρήματα και στράφηκε στο γράψιμο. Μάλιστα, επειδή είχε κάποιο πρόβλημα με τους ρευματισμούς του, και με δυσκολία μπορούσε να κρατήσει πένα, σκέφτηκε να υπαγορεύσει το έργο σε φωνογράφο. Παραγγέλνει έναν, αλλά δεν του πολυάρεσε το σύστημα, οπότε το έγραψε μισό υπαγορεύοντας και μισό χειρόγραφα. Τον Μάιο του 1891 παίρνει αμοιβή 12 χιλιάδες δολάρια από ένα πρακτορείο syndication, που το πρακτόρευσε για δημοσίευση σε συνέχειες σε διάφορες εφημερίδες και σε ένα Αγγλικό περιοδικό - και τον Απρίλιο του 1892 το βγάζει και σε βιβλίο. Δυστυχώς, δεν πήγε πολύ καλά, και οικονομικά, αλλά και σαν κριτική και αναγνωστική υποδοχή. Είχε γραφτεί υπό δύσκολες συνθήκες και από ένα χέρι που είχε πολύ καιρό να γράψει.
Πρόκειται για μια κωμωδία καταστάσεων, παρεξηγήσεων και αντιστροφής ρόλων που ερευνά το πολύ σοβαρό θέμα αν η αριστοκρατία είναι καλύτερη ή η δημοκρατία. Η αρχή της ιστορίας, που έδωσε και το πρωτότυπο όνομα στο έργο, είναι η διεκδίκηση κάποιου Βρετανικού τίτλου ευγενείας, που ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Επρόκειτο για μια από τις δημοφιλείς και αρκετά συνηθισμένες ιστορίες της αμερικάνικης κουλτούρας – υπήρχε συχνά και στις εφημερίδες αλλά και σε έργα μυθοπλασίας. Η τυπική εκδοχή ήταν αυτή με έναν Αμερικανό χαμηλής κοινωνικής θέση και με μικρές οικονομικές δυνατότητες, ο οποίος διαπιστώνεται, από ένα γύρισμα της τύχης, από κάποια σύμπτωση, πως έχει μακρινή συγγένεια με κάποια Ευρωπαϊκή οικογένεια αριστοκρατών – στο 95% των περιπτώσεων με Εγγλέζους. Έτσι, γλυτώνει από την φτώχεια και από τις κοινωνικές δυσκολίες – αλλά, επειδή είναι Αμερικανός, το νέο είδος ανθρώπου, ταυτόχρονα στην διαδικασία σώζει και τους «νέους» συγγενείς τους από τις ταξικές προκαταλήψεις και από τον ταξικό φανατισμό. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από τέτοιες περιπτώσεις, κάποιες από τις οποίες κρατούσαν συντροφιά στους αναγνώστες, που παρακολουθούσαν την έκβασή τους, για χρόνια. Ενώ ανάμεσα στους γνωστούς συγγραφείς που έγραψαν ιστορίες διεκδίκησης είναι ο Washington Irving, (Dolph Heyliger), ο Nathaniel Hawthorn (δύο έργα που δημοσιεύτηκαν μετά από τον θάνατό του – The Ancestral Footstep και Doctor Grimshawe’ s Secret), αλλά και ο Henry James (A Passionate Pilgrim). Αυτές οι αφηγήσεις ήταν τόσο λαοφιλείς και συχνές ώστε δημιούργησαν μια μικρή παράδοση στην Αμερικανική λογοτεχνία τον 19 αιώνα. Εξωλογοτεχνικά, κοινωνικά, το σημαντικό είναι ότι κατά κάποιο τρόπο φώτισαν την παράξενη και ιδιότυπη σχέση της Αμερικής με την Ευρώπη. Που είναι και απόρριψη, αλλά και θαυμασμός.
Το συνηθισμένο αφήγημα διεκδίκησης θα είχε τον Αμερικανό να δέχεται την νέα του θέση με επιφυλακτικότητα, με σεμνότητα, αλλά ο Twain βάζει τον δικό του διεκδικητή να είμαι πομπώδης και να απαιτεί και να αξιώνει προνόμια. Με αυτόν τον τρόπο διακωμωδεί και τονίζει την αντίφαση ανάμεσα στο υποκρίνομαι ότι έχω αποτροπιασμό για τα αριστοκρατικά προνόμια, αλλά άμα μου προκύψουν, γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως (pun intended).
Ο συνταγματάρχης Σέλλερς είναι ένας εκκεντρικός και πολύ παράξενος Αμερικανός εφευρέτης – δεν είναι μόνο αντιπροσωπευτικός πολλών συγγενών του ίδιου του Twain, αλλά και ένα αρκετά συχνό είδος Αμερικανού της εποχής. Πρόκειται σίγουρα πάντως για έναν από τους συμπαθητικότερους ενήλικες χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει ο Mark Twain, είναι φιλάνθρωπος, χαρισματικός, καλόκαρδος, επικοινωνιακός, αστείος – αλλά και καθόλου πρακτικός, καθόλου οικονόμος, και αιθεροβάμονας.
Στην δεύτερη πτυχή της αφήγησης, που για πολλούς αναγνώστες αλλά και κριτικούς είναι πιο ουσιαστική και πιο ενδιαφέρουσα, έχουμε την ιστορία ενός νεαρού Βρετανού λόρδου, του Μπέρκλεϋ, ιδεαλιστή, όπως όλοι οι καλοαναθρεμμένοι νέοι, που ποθεί και που ονειρεύεται την Αμερικανική δημοκρατία. Μάλιστα, το ιδιαίτερο αφηγηματικό τέχνασμα είναι πως πρόκειται για τον γιο του κατά τον συνταγματάρχη σφετεριστή! Ο νεαρός, προς μεγάλη φρίκη του αριστοκράτη πατέρα του, εγκαταλείπει τα παλάτια και τα λεφτά και ταξιδεύει στις ΗΠΑ για να ζήσει, ανώνυμα, στην χώρα που όλοι είναι «ελεύθεροι και ίσοι» και όπου δεν υπάρχουν οι κληρονομημένες ταξικές διακρίσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο μικρός Λόρδος είναι και αυτός Διεκδικητής... της Δημοκρατικότητας της Αμερικής. Όμως στις περιπέτειες του διαπιστώνει πως και εκεί υπάρχει διαστρωμάτωση, ανισότητα, και μάλιστα πολύ ισχυρή - απλά έχει άλλα κριτήρια. Διαπιστώνει πως και οι Αμερικανοί έχουν εμμονή με την κατάταξη, με τους τίτλους ευγενείας και πως στην πραγματικότητα αποτυγχάνουν να ζήσουν σύμφωνα με τις αξίες που πρεσβεύουν, αποδεικνύεται, μόνο με τα λόγια.
Στην αρχή τα πράγματα είναι απλώς διαφορετικά από ότι τα περίμενε. Εκπλήσσεται, λ.χ., όταν διαπιστώνει πως οι Αμερικανοί κάνουν σαν τρελοί για να γνωρίσουν έναν ευγενή. Αργότερα όμως τα προβλήματά του σοβαρεύουν, πολύ. Διαπιστώνει πως η ελευθερία έχει όρια, στενά όρια. Η ανεργία είναι ένα από αυτά - όχι μόνο δεν μπορεί να βρει δουλειά, αλλά δεν μπορεί να μπει καν σε κάποιο σωματείο, ώστε να καταφέρει κάποτε να βρει δουλειά. Και εκεί που έφυγε από την χώρα του για να βιώσει την ελευθερία στην χώρα της, τις Η.Π.Α., τελικά διαπιστώνει ότι και στον προορισμό του, η κοινωνία καταδυναστεύεται από τα δεσμά της διαστρωμάτωσης. Βλέπει πόσο σκληρά φέρονται στους φτωχούς. Βλέπει πόσο ανελέητα αντιμετωπίζουν τους αδύναμους. Βλέπει την υποκρισία.
Η διπλή πλοκή επιτρέπει στον Mark Twain να παίξει χιουμοριστικά με το θέμα του, αλλά ταυτόχρονα και να κάνει μια πολύ εύστοχη κριτική της Αμερικανικής κοινωνίας. Υπαινίσσεται:
- Πως η αξιοκρατία δημιουργεί και εκείνη ένα σύστημα ανισοτήτων, και μάλιστα ένα σύστημα με την μεγάλη «σκληράδα» να ρίχνει ευθύνες στον φτωχό, τον αδικημένο, τον αποτυχημένο, τον δυσκολεμένο, για την φτώχια και την αποτυχία του. Και αυτό ίσως είναι και λίγο πιο δραματικό από ότι στην Ευρώπη με τις κοινωνικές τάξεις της, διότι οι συμπατριώτες του κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για την αποτυχία τους, χάνουν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης – την συμπόνοια, την βοήθεια, την επιείκεια, την αλληλεγγύη.
- Ότι αυτά τα ζητήματα, της ισότητας, της δημοκρατίας, δεν είναι ζητήματα κοινωνιών μόνο. Είναι κυρίως χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, του τρόπου που οι άνθρωποι υπάρχουμε. Αν αυτό δεν το παραδεχτούμε, δεν θα υπάρχει λύση. Αν δεν αποφασίσουμε να είμαστε άνθρωποι, η κοινωνία ανθρώπινη δεν πρόκειται να γίνει, μόνο με μέτρα, μόνο με το πολίτευμα και μόνο με τους θεσμούς. Χρειάζονται και οι άνθρωποι και η ατομικότητά τους.
Ο Mark Twain χρησιμοποιεί ένα αρχετυπικό είδος πλοκής, το «ο ξένος που παρατηρεί από έξω μια δεδομένη κατάσταση, κοινωνική ομάδα, κλπ» για να κριτικάρει και να αμφισβητήσει τον τρόπο που οι Αμερικανοί βλέπουν τον εαυτό τους. Και τονίζει τον κίνδυνο της υποκρισίας που πηγάζει από την σύγκρουση ανάμεσα σε μια κοινωνία που στηλιτεύει την κληρονομική αριστοκρατία (ή οτιδήποτε άλλο παλιό «Ευρωπαϊκό»), τα μέλη της οποίας όμως συνεχίζουν να ονειρεύονται την θέση εξουσίας, και όταν την κατακτούν αποκτούν την «παλιά» σκληρότητα. Και, επιπλέον, κατηγορούν τον κατώτερό τους, αυτόν που προέρχεται από εκεί που προέρχονται και οι ίδιοι, τον κοιτάζουν αφ’ υψηλού, τον λοιδορούν… ή, στην καλύτερη περίπτωση, τον αγνοούν, δεν τον βοηθούν καθόλου. Μάλιστα ίσως ο Αμερικανισμός στην ακραία του εκδοχή, λέει ο Mark Twain, να δημιουργεί και να ενθαρρύνει τις μεγάλες προσδοκίες στους ανθρώπους, όταν όμως αυτές δεν γίνονται πραγματικότητα (κάτι που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, ίσως και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) οι άνθρωποι γινόμαστε σκληροί, και ανελέητοι.
Το έργο έχει λίγο μια επιθεωρησιακή δομή. Ίσως και να μπουκώνει σε κάποια σημεία, με τα πολλά μικρά επεισόδια και διαλόγους τα οποία σχολιάζουν ή και ανάγονται σε πολλές και διάφορες πτυχές της ζωής, τόσο της κοινωνικής όσο και της προσωπικής του Τουέην. Ωστόσο είναι ένα μυθιστόρημα απολαυστικό στην ανάγνωση, με γρήγορο ρυθμό και αφήγησης αλλά και εναλλαγής ιδεών – και με μερικές σκηνές εξαιρετικής ευφυίας και ευαισθησίας, γραμμένες από έναν ώριμο πια και ταλαντούχο συγγραφέα, με πείρα ζωής. Ο Twain ήταν 55 όταν το έγραψε.
Αξίζει να επισημανθεί η πληθωρικότητα, η γενναιοδωρία στην αφήγηση, καθώς και ο τρόπος που σχολιάζονται τόσα πολλά – με μια σχετική ειρωνεία – όπως η πολιτική και οι πολιτικοί, η Ουάσιγκντον και ο κόσμος της, η συγγραφή ημερολογίου, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι σχέσεις αντρών γυναικών και τα παιγνίδια μεταξύ τους, η σχέση πατέρα γιου, ο τρόπος που οι μεγάλοι «υποτάσσουν» τους νέους υπομένοντας τις επαναστάσεις τους, το πως η χαρισματικότητα και η καλοσύνη μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο αξιαγάπητο και πολύ άξιο, ακόμη και να δεν είναι πολύ αποτελεσματικός…
Υπάρχουν και παναθρώπινες αλήθειες – το πώς ο νεαρός Βρετανός αντιμετωπίζει την υποκρισία και τα παράξενα της κοινωνίας. Το πως οι νέοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, ή έστω τον κόσμο τους αλλά τελικά συμβιβάζονται. Ή η αναφορά στις μορφές που παίρνει η σύγκρουση ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο κοινωνικό. Εύστοχα αποτυπώνεται και το παιχνίδι του έρωτα ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αυτή η πανανθρώπινη αλήθεια/συμπεριφορά «όχι δεν πρέπει να καταλάβει πως τον θέλω, όχι δεν πρέπει να κλάψω, αχ Θεέ μου ας ζητήσει να βρεθούμε αλλά χωρίς να το καταλάβει ότι θα πω αμέσως ναι». Όλα αυτά, αποκαλύπτουν έναν συγγραφέα όχι μόνο με εμπειρία ζωής αλλά και με ικανότητα να μεταφέρει όλα όσα ξέρει από την πραγματική ζωή ανεπιτήδευτα - και με αυθεντικότητα.
Βέβαια, ίσως αυτό να είναι και μια αιτία της «αδυναμίας» του έργου να σταθεί δίπλα στα μεγάλα έργα του Μαρκ. Πως έχει μια εποπτική και σχολιαστική διάθεση που ναι μεν αφηγηματικά στέκει, δεν είναι επιτηδευμένη, από την άλλη όμως αποσυντονίζει. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι γράφτηκε σε συνέχειες για να δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Στο τέλος έχουμε ένα χορταστικό happy end. Οι Σέλλερς συνδέονται με μια αριστοκρατική οικογένεια, η κόρη αποδεικνύεται κάπως υποκρίτρια που έλεγε ότι δεν ήθελε να παντρευτεί πλούσιο, μεν, αλλά μπροστά στην αγάπη, τίποτε δεν έχει σημασία και δεν πρέπει να έχει σημασία. Όσο για τον νεαρό Λόρδο, αποδέχεται την θέση του, την υψηλή του μοίρα, και εγκαταλείπει τον αγώνα του να γίνει «αυθεντικός δημοκράτης». Επειδή όμως ο συγγραφέας είναι αισιόδοξος, και επειδή αυτό το μυθιστόρημα είναι δικό του, γραμμένο με το αξιακό του σύστημα, η αριστοκρατική καταγωγή και η υψηλή κοινωνική θέση (που είναι θέμα τύχης, φευ, στην ζωή) συνοδεύεται εδώ και από καλό χαρακτήρα, από αρετές στην προσωπικότητά των πλούσιων αριστοκρατών – όπως έχει αποδειχθεί στην εξιστόρηση που έχουμε διαβάσει. Τελικά στο τέλος, ο καλός Σέλλερς και ο καλός Μπερκλεϋ, αποκτούν αυτό που θα έπρεπε η κοινωνία να παρέχει στα καλόκαρδα μέλη της – σε έναν ιδανικό κόσμο. Θέση και χρήματα. Και οι νεότεροι παίρνουν και μπόνους έρωτα!
Ο ΜΤ συνεχίζει να πουλά και να προκαλεί συζητήσεις στην Αμερική – συνεχίζει να αναλύεται και να εξερευνάται με όλους τους τρόπους. Στην Ευρώπη ίσως έχει μια μονοσήμαντη κάπως προσέγγιση, σαν τον χιουμορίστα, την διασημότητα, τον κατ’ εξοχήν Αμερικανό… ίσως τον κάπως γραφικό. Είναι όλα αυτά, αλλά κυρίως είναι ένας βαθύτατα αυθεντικός, πληθωρικός, γενναιόδωρος συγγραφέας, που δεν γίνεται να αναγνωστεί ανεξάρτητα και από την Αμερικανικότητά του, αλλά και την πολύ ουσιαστική σχέση του με την ίδια την ζωή – μια σχέση που τον κάνει διαχρονικό αλλά και σημαντικό.
Βαγγέλης Προβιάς – Σεπτέμβρης 2019
Μερικά ενδιαφέροντα links
Η πρώτη έκδοση του Αμερικανού Κόμη:
https://en.wikipedia.org/wiki/File:1892._The_American_Claimant.djvu
https://en.wikipedia.org/wiki/File:1892._The_American_Claimant.djvu
Τhe Innocents Abroad, όλο το βιβλίο
https://ebooks.adelaide.edu.au/t/twain/mark/innocents/complete.html
https://ebooks.adelaide.edu.au/t/twain/mark/innocents/complete.html
Κάποτε ο Mark Twain είχε 19 γάτες, και άλλα πολύ εντυπωσιακά:
http://mentalfloss.com/article/565150/mark-twain-books-facts
http://mentalfloss.com/article/565150/mark-twain-books-facts
Tο αρχείο του Mark Twain online - βιβλία, γράμματα, και άλλα πολλά - εντυπωσιακός θησαυρός, για αποφασισμένους:
http://www.marktwainproject.org/homepage.html
http://www.marktwainproject.org/homepage.html