Herman Melville
Κορυφαίος συγγραφέας της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μέσα από τα έργα του αναδύθηκε η ταυτότητα και η προβληματική του αμερικανικού έθνους και τέθηκαν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που αφορούν την ανθρωπότητα μέχρι τις μέρες μας.
Όταν γεννήθηκε ο Μέλβιλ το 1819, στην Νέα Υόρκη, αυτή ήταν μια μικρή πόλη εκατό χιλιάδων κατοίκων με μισοφωτισμένους δρόμους, μια μόνιμη γκριζάδα και πολλούς άστεγους. Η βαριά οικονομική ύφεση είχε καταλύσει τη χώρα.
Όταν πέθανε στην ίδια πόλη, το 1891, ο πληθυσμός είχε φτάσει τα τρία εκατομμύρια, είχε χτιστεί η γέφυρα του Μπρούκλιν και οι δρόμοι λαμποκοπούσαν. Ωστόσο μερικά σοβαρά ζητήματα δεν είχαν ακόμη λυθεί, όπως η δουλεία που εξακολουθούσε να υφίσταται στην μεγαλούπολη, πόσο μάλιστα σε κάποια πιο μακρινά σημεία της χώρας.
Ο Μέλβιλ αφιέρωσε μόνον δώδεκα από τα εβδομήντα δύο του χρόνια (από το 1845 μέχρι 1857) στο γράψιμο και στην έκδοση του έργου του και μόνο στο τέλος της ζωής του ξαναπροσπάθησε να γράψει πεζογραφία το έξοχο μικρό μυθιστόρημα Billy Budd, που παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το θάνατό του.
Μαθητής ακόμη ήταν μέλος του Φιλόλογος Κλαμπ (γραμμένο στα ελληνικά). Άφησε το σχολείο του στα δεκαπέντε και δοκίμασε διάφορα επαγγέλματα. Την άνοιξη του 1839, μόλις είκοσι ετών, δούλεψε ως καμαρώτος σε ένα εμπορικό πλοίο που κατευθυνόταν στην Αγγλία. Επιστρέφοντας στην Αμερική εργάστηκε ως δάσκαλος, ώσπου αποφάσισε να μπαρκάρει στο φαλαινοθηρικό Acushnet. Toν Ιανουάριο του 1841 το πλοίο απέπλευσε, με προορισμό τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το 1842, στα νησιά Μαρκέιζας με έναν ακόμη ναύτη, εγκαταλείπουν το πλοίο και δραπετεύουν στα ενδότερα. Ο Μέλβιλ θα παραμείνει για ένα μήνα με την φυλή των Ταιπή-κανιβάλλων κατά φήμες. Έτσι το 1846 εμφανίστηκε το πρώτο του βιβλίο το Typee, και άρεσε στο κοινό. Ακολούθησε το Οmoo ως συνέχεια πάνω στο ίδιο εξωτικό αλλά συναρπαστικό ύφος.
Όμως στα επόμενα βιβλία του Mardi, Redburn και White-Jacket ξέφυγε από τα πιασάρικα πρώτα θέματα και άρχισε να γράφει για σοβαρότερα, όπως η δουλεία, η αστικοποίηση και η μετανάστευση. Αυτά τα μυθιστορήματα εξέφραζαν ένα θέμα κοινό στα έργα του Μέλβιλ: την αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας μέσα στα όρια ενός καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος. Όμως έχασε το μεγάλο του κοινό που θα προτιμούσε να ακούει για σειρήνες και αγρίους της Πολυνησίας.
Και πόσο παράδοξο: πάνω που είχε αρχίσει να ξεχνιέται από τους σύγχρονους αναγνώστες, αυτός έγραψε το βιβλίο για το οποίο θα έμενε ανεξίτηλα στη μνήμη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το Moby Dick, or the Whale.
Καλοκαίρι του 1850. Με οικονομικά προβλήματα και συρρικνωμένο το αναγνωστικό του κοινό ξεπήδησε μέσα του, όπως μέσα από τα θεόρατα κύματα του ωκεανού, η ιστορία ενός φαλαινοθηρικού, με έναν μανιασμένο καπετάνιο τον Άχαμπ, με το ξύλινο πόδι, που θέλει να εκδικηθεί μια τεράστια λευκή φάλαινα που του είχε διαλύσει το προηγούμενο πλοιάριο και κόντεψε να τον σκοτώσει.
Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι ο Μέλβιλ έγραψε κάτω από την επιρροή δύο παραγόντων: της ανάγνωσης των έργων του Σέξπιρ και την φιλίας του με τον Ναθάνιελ Χώθορν. Όταν εμφανίστηκε το μυθιστόρημα προς το τέλος του 1851, δεν έκανε τόση εντύπωση ούτε έγινε τόσο κατανοητό.
Όσο ζούσε ο Μέλβιλ, το Moby Dick πούλησε 3000 αντίτυπα και το 1853, σε μια φωτιά στις αποθήκες του εκδότη, κάηκαν όσα αντίτυπα είχαν απομείνει. Αυτό λοιπόν το εμβληματικό έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας τυπώθηκε μόνο μια φορά ακόμη, δέκα χρόνια αργότερα, το 1876, ενόσω ζούσε ο Μέλβιλ.
Στην συνέχεια ο Μέλβιλ έγραψε τρία ακόμη μυθιστορήματα με πολύ κακά συμβόλαια. Το Pierre, το Israel Potter και το The Confidence-Man. Όμως το κοινό του είχε ήδη δοκιμαστεί από το Μπόμπι Ντικ και κουράστηκε από τον αινιγματικό Πιέρ έτσι ο Μέλβιλ αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί γράφοντας για μηνιαία περιοδικά όπως το Harper’s και το Putnam’s. Το 1856, συγκέντρωσε αρκετά από τα κομμάτια αυτά, ανάμεσά τους τον Bartleby the Scrivener και το Benito Cereno σε ένα τόμο με τίτλο The Piazza Tales.
Το 1866 εργάστηκε στο Τελωνείο στο Μανχάταν, αφού πρώτα είχε ταξιδέψει στην Καλιφόρνια, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Σ΄όλη του τη ζωή ως συγγραφέας δεν έβγαλε πάνω από $10,000 σε Αγγλία και Αμερική. Μέχρι και το 1917 αναφερόταν ως συγγραφέας στο Cambridge History of American Literature, ειδικά στο κεφάλαιο “Travel Writers.”
Στην Αγγλία, η μυθιστοριογράφος Βιόλα Μέινελ, με δική της εισαγωγή το 1920, επανέκδωσε το Moby Dick στην σειρά Oxford World’s Classics. Σταδιακά ο συμπαθής ταξιδιωτικός συγγραφέας έδωσε θέση στον συγγραφέα που επινόησε πρώτος τις λογοτεχνικές καινοτομίες του James Joyce. Η επιστροφή και η αναγέννηση του Μέλβιλ ήταν πια γεγονός. Πρώτος από τους μοντέρνους που θα εμφανίζονταν στο χάραμα του 20ου αιώνα.
Ο D. H. Lawrence, γράφοντας το 1921, ανακάλυψε τον “φουτουριστή πριν τον φουτουρισμό”. Ο Μέλβιλ καθιερώθηκε στον εικοστό αιώνα σαν τον Αμερικανό Ντοστογιέφσκι, έναν συγγραφέα τόσο διορατικό, λες και περίμενε τον κόσμο να συναντηθούν. Και όπως λέγεται υπάρχουν πολλοί συγγραφείς να θυμόμαστε αλλά πολλοί λίγοι, μετά τον καιρό τους, που συνεχίζουν να είναι συνοδοιπόροι της σκέψης μας.
“Δεν είμαστε τόσο ένα έθνος, όσο ένας κόσμος... Είμαστε οι κληρονόμοι όλων των εποχών και αυτή την κληρονομιά μας τη μοιραζόμαστε με όλα τα έθνη” γράφει στο Redburn.
Να λοιπόν ένα ακόμη από τα οράματα της γραφής του Μέλβιλ, η αναζήτηση και η διαμόρφωση της ταυτότητας του νέου αμερικανικού κράτους σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της.
***
Ο Μπάρτλμπι ο Γραφέας, δημοσιεύτηκε ανώνυμα σε δύο τεύχη το χειμώνα του 1853. Είναι ένα αφήγημα που διαδραματίζεται κυριολεκτικά μέσα σε ένα γραφείο της Wall Street και θα αποτελέσει το σύμβολο της οικονομικής αμερικανικής ανάπτυξης. Το καταφύγιο του νεαρού γραφιά είναι ένα προγονικό είδωλο του Τζόζεφ Κ, του Κάφκα. Είναι ο γραφιάς που θα αρνηθεί τη δουλειά και τον κόσμο γύρω του.
I would prefer not to θα είναι η μόνιμη απάντησή του όποτε θα του ζητάει ο δικηγόρος στο γραφείο να εργαστεί αλλά και γενικότερα η στάση της ζωής του.
Η ιστορία του αινιγματικού Μπάρτλεμπι ερμηνεύτηκε ως μία αλληγορία της ζωής του Μέλβιλ που κάποια στιγμή παραιτήθηκε από την λογοτεχνική και κοινωνική του ζωή και βυθίστηκε στην ανωνυμία. Η αφύπνιση και το σχόλιό του πάνω στην συλλογική ευθύνη μιας κοινωνίας που αυξανόταν χωρίς να μεριμνά τον απλό, φτωχό άνθρωπο που έπρεπε να επιβιώσει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της επερχόμενης αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 1850 και ο Μπάρτλεμπι είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος αυτού του μοναχικού απροστάτευτου εργαζόμενου και θα πρέπει να αναρωτηθεί η κοινωνία για την ευθύνη της απέναντι στα μέλη της.
Η Αμερικανίδα καθηγήτρια Branka Arsic,στο δοκιμιακό της βιβλίο Passive Constitutions or 7 1/2 Times Bartleby τοποθετεί τον Μπάρτλεμπι την ίδια θέση με τον Οιδίποδα, τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη. Είναι όλοι τους χαρακτήρες “who announce a different way of thinking and thus remain unthinkable”. Ακριβώς γι αυτό και οι αναγνώστες και οι κριτικοί επιστρέφουν τακτικά στον Μπάρτλεμπι.
***
Μετά τον Μπάρτλεμπι ο Μέλβιλ επιστρέφει στις ναυτικές του εμπειρίες και το 1854 εκδίδεται το βιβλίο The Encantadas, ( Τα μαγεμένα νησιά), μικρές ιστορίες που διαδραματίζονται στα ηφαιστειογενή νησιά που επισκέφτηκε ο Δαρβίνος το 1836. Ακολουθεί το μυθιστόρημα Israel Potter ενώ εμφανίζεται στο περιοδικό Putnam's η ιστορία Benito Cereno.
Ο Μέλβιλ χρησιμοποίησε ως πηγή μια αληθινή ιστορία που είχε συμβεί το 1805, την εξέγερση των αφρικανών σκλάβων σε ένα δουλεμπορικό ισπανικό πλοίο και διάβασε προσεκτικά την αναφορά του πλοίαρχου Ντηλέηνο.
Μπενίτο Σερένο ήταν το όνομα του Ισπανού πλοιάρχου του οποίου το πλοίου κατελήφθη από τους σκλάβους κατά την διάρκεια της εξέγερσης.
Το Μπενίτο Σερένο είναι μία από τις πιο σημαντικές παραμβάσεις του Μέλβιλ πάνω στην ανθρώπινη εκμετάλλευση, τον εκτοπισμό, τη διασπορά και τη βία. Προβληματίστηκε πολύ πάνω στο θέμα της δουλείας που, γύρω στο 1850, είχε αναχθεί σε θέμα μεγίστης προβληματικής με αντιπάλους και στα δύο στρατόπεδα.
Ο Μέλβιλ δίνοντας επαρκή κλειδιά στον αναγνώστη, τον καθιστά συμμέτοχο του μυστικού, δηλαδή της εξέγερσης, ώστε να επιθυμεί διακαώς να συμπαρασταθεί στον Ντηλέηνο αλλά δυστυχώς εκείνος έχει μισόκλειστα τα μάτια και τα αυτιά του. Κι αυτό το πετυχαίνει καθώς αφηγείται σε πολλαπλά επίπεδα αφήνοντας τον αναγνώστη να βλέπει περισσότερα από ήρωά του τον Ντηλέηνο.
***
Το 1857 εκδίδεται το μυθιστόρημα The confidence man, ένα μυθστόρημα που προβληματίζει τους κριτικούς. Σήμερα το κείμενο αυτό έχει επανεκτιμηθεί μιας και θεωρείται ένας καθρέπτης της αμερικανικής κοινωνίας, ένα βιβλίο που ρισκάρισε να πει την αλήθεια.
Ο Μέλβιλ, χρεωμένος πάντα, και αρκετά μπλοκαρισμένος αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ιουδαία.
Θα αναχωρήσει από την Αγγλία με το ποταμόπλοιο Egyptian για τις ακτές της Αφρικής. Θα περάσει από την Σύρο που την βρίσκει πολύ εξαθλιωμένη, θα συνεχίσει προς την Κωνσταντινούπολη. Παντού, εκτός από τα τοπία πρόσεχε τους απλούς ανθρώπους στο δρόμο και τα ερείπια των πολιτισμών.
Είκοσι χρόνια αργότερα η εμπειρία του αυτή θα μετουσιωθεί στο ποιητικό του πόνημα Clarel το 1876.
Η στάση της παραίτησης και της απογοήτευσης κράτησε καιρό μετά την επιστροφή του. Σκεφτόταν να μην ξαναγράψει αλλά η οικογένειά του ήταν μεγάλη όπως και οι οικονομικές υποχρεώσεις του πιεστικές.
Εκεί, στο 1860 , ο γάμος του φτάνει στον πάτο, η γυναίκα του σκέφτεται να ζητήσει διαζύγιο και τότε, το 1867, ο γιος του Μάλκομ, αυτοπυροβολείται και πεθαίνει.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν έγραφε μυθοπλασία αλλά ποίηση που σημαίνει ότι δεν σταμάτησε να γράφει ενώ το 1888 ξεκίνησε την νουβέλα Billy Budd που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του, τo 1924, στην ολοκληρωμένη μορφή που ο συγγραφέας είχε αφήσει ανάμεσα σε άλλες εκδοχές.
Ο Τόμας Μαν δήλωνε ο Μπίλι Μπαντ είναι η “πιο όμορφη ιστορία του κόσμου”. Η ιστορία ενός όμορφου και καλοσυνάτου ναύτη ο οποίος πληρώνει το μίσος του ανωτέρου του ναυτονόμου που τον κατηγορεί άδικα και πάνω σε ένα στιγμιαίο ξέσπασμα οργής σκοτώνεται από τον Μπίλι Μπαντ για να τιμωρηθεί με θάνατο παρά το δίκιο που είχε.
Είναι ένα κείμενο που ενεργοποιεί την σκέψη πάνω στο θέμα της εξουσίας και της διαχείρισης της αλήθειας.
***
Ο Μέλβιλ περνούσε τον καιρό του, απομονωμένος, κάνοντας μεγάλους περιπάτους στην Νέα Υόρκη που μεταμορφωνόταν ραγδαία. Ήταν ένας εξόριστος μέσα σε μια νευρωτική πόλη. Γερνούσε θλιμένος, γνωρίζοντας ότι δεν θα προλάβει τη μεγάλη αναγνώριση που του άξιζε, καταβεβλημένος από αρρώστιες που κατέτρωγαν σταδιακά τον οργανισμό του.
Πέθανε το 28 Σεπτεμβρίου του 1891.
Τον διαβάζουμε γιατί μίλησε για την σκλαβιά, τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αμφισβήτησε δεδομένες ταυτότητες, πάλεψε με την γραφειοκρατία και την αδικία της εποχής, αντιστάθηκε στις ευκολίες και αναζήτησε μια προσέγγιση του χαμένου ήδη παραδείσου: της γραφής και της επίγειας εκδοχής του.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Σεπτέμβριος 2019
Όταν γεννήθηκε ο Μέλβιλ το 1819, στην Νέα Υόρκη, αυτή ήταν μια μικρή πόλη εκατό χιλιάδων κατοίκων με μισοφωτισμένους δρόμους, μια μόνιμη γκριζάδα και πολλούς άστεγους. Η βαριά οικονομική ύφεση είχε καταλύσει τη χώρα.
Όταν πέθανε στην ίδια πόλη, το 1891, ο πληθυσμός είχε φτάσει τα τρία εκατομμύρια, είχε χτιστεί η γέφυρα του Μπρούκλιν και οι δρόμοι λαμποκοπούσαν. Ωστόσο μερικά σοβαρά ζητήματα δεν είχαν ακόμη λυθεί, όπως η δουλεία που εξακολουθούσε να υφίσταται στην μεγαλούπολη, πόσο μάλιστα σε κάποια πιο μακρινά σημεία της χώρας.
Ο Μέλβιλ αφιέρωσε μόνον δώδεκα από τα εβδομήντα δύο του χρόνια (από το 1845 μέχρι 1857) στο γράψιμο και στην έκδοση του έργου του και μόνο στο τέλος της ζωής του ξαναπροσπάθησε να γράψει πεζογραφία το έξοχο μικρό μυθιστόρημα Billy Budd, που παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το θάνατό του.
Μαθητής ακόμη ήταν μέλος του Φιλόλογος Κλαμπ (γραμμένο στα ελληνικά). Άφησε το σχολείο του στα δεκαπέντε και δοκίμασε διάφορα επαγγέλματα. Την άνοιξη του 1839, μόλις είκοσι ετών, δούλεψε ως καμαρώτος σε ένα εμπορικό πλοίο που κατευθυνόταν στην Αγγλία. Επιστρέφοντας στην Αμερική εργάστηκε ως δάσκαλος, ώσπου αποφάσισε να μπαρκάρει στο φαλαινοθηρικό Acushnet. Toν Ιανουάριο του 1841 το πλοίο απέπλευσε, με προορισμό τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το 1842, στα νησιά Μαρκέιζας με έναν ακόμη ναύτη, εγκαταλείπουν το πλοίο και δραπετεύουν στα ενδότερα. Ο Μέλβιλ θα παραμείνει για ένα μήνα με την φυλή των Ταιπή-κανιβάλλων κατά φήμες. Έτσι το 1846 εμφανίστηκε το πρώτο του βιβλίο το Typee, και άρεσε στο κοινό. Ακολούθησε το Οmoo ως συνέχεια πάνω στο ίδιο εξωτικό αλλά συναρπαστικό ύφος.
Όμως στα επόμενα βιβλία του Mardi, Redburn και White-Jacket ξέφυγε από τα πιασάρικα πρώτα θέματα και άρχισε να γράφει για σοβαρότερα, όπως η δουλεία, η αστικοποίηση και η μετανάστευση. Αυτά τα μυθιστορήματα εξέφραζαν ένα θέμα κοινό στα έργα του Μέλβιλ: την αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας μέσα στα όρια ενός καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος. Όμως έχασε το μεγάλο του κοινό που θα προτιμούσε να ακούει για σειρήνες και αγρίους της Πολυνησίας.
Και πόσο παράδοξο: πάνω που είχε αρχίσει να ξεχνιέται από τους σύγχρονους αναγνώστες, αυτός έγραψε το βιβλίο για το οποίο θα έμενε ανεξίτηλα στη μνήμη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το Moby Dick, or the Whale.
Καλοκαίρι του 1850. Με οικονομικά προβλήματα και συρρικνωμένο το αναγνωστικό του κοινό ξεπήδησε μέσα του, όπως μέσα από τα θεόρατα κύματα του ωκεανού, η ιστορία ενός φαλαινοθηρικού, με έναν μανιασμένο καπετάνιο τον Άχαμπ, με το ξύλινο πόδι, που θέλει να εκδικηθεί μια τεράστια λευκή φάλαινα που του είχε διαλύσει το προηγούμενο πλοιάριο και κόντεψε να τον σκοτώσει.
Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι ο Μέλβιλ έγραψε κάτω από την επιρροή δύο παραγόντων: της ανάγνωσης των έργων του Σέξπιρ και την φιλίας του με τον Ναθάνιελ Χώθορν. Όταν εμφανίστηκε το μυθιστόρημα προς το τέλος του 1851, δεν έκανε τόση εντύπωση ούτε έγινε τόσο κατανοητό.
Όσο ζούσε ο Μέλβιλ, το Moby Dick πούλησε 3000 αντίτυπα και το 1853, σε μια φωτιά στις αποθήκες του εκδότη, κάηκαν όσα αντίτυπα είχαν απομείνει. Αυτό λοιπόν το εμβληματικό έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας τυπώθηκε μόνο μια φορά ακόμη, δέκα χρόνια αργότερα, το 1876, ενόσω ζούσε ο Μέλβιλ.
Στην συνέχεια ο Μέλβιλ έγραψε τρία ακόμη μυθιστορήματα με πολύ κακά συμβόλαια. Το Pierre, το Israel Potter και το The Confidence-Man. Όμως το κοινό του είχε ήδη δοκιμαστεί από το Μπόμπι Ντικ και κουράστηκε από τον αινιγματικό Πιέρ έτσι ο Μέλβιλ αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί γράφοντας για μηνιαία περιοδικά όπως το Harper’s και το Putnam’s. Το 1856, συγκέντρωσε αρκετά από τα κομμάτια αυτά, ανάμεσά τους τον Bartleby the Scrivener και το Benito Cereno σε ένα τόμο με τίτλο The Piazza Tales.
Το 1866 εργάστηκε στο Τελωνείο στο Μανχάταν, αφού πρώτα είχε ταξιδέψει στην Καλιφόρνια, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Σ΄όλη του τη ζωή ως συγγραφέας δεν έβγαλε πάνω από $10,000 σε Αγγλία και Αμερική. Μέχρι και το 1917 αναφερόταν ως συγγραφέας στο Cambridge History of American Literature, ειδικά στο κεφάλαιο “Travel Writers.”
Στην Αγγλία, η μυθιστοριογράφος Βιόλα Μέινελ, με δική της εισαγωγή το 1920, επανέκδωσε το Moby Dick στην σειρά Oxford World’s Classics. Σταδιακά ο συμπαθής ταξιδιωτικός συγγραφέας έδωσε θέση στον συγγραφέα που επινόησε πρώτος τις λογοτεχνικές καινοτομίες του James Joyce. Η επιστροφή και η αναγέννηση του Μέλβιλ ήταν πια γεγονός. Πρώτος από τους μοντέρνους που θα εμφανίζονταν στο χάραμα του 20ου αιώνα.
Ο D. H. Lawrence, γράφοντας το 1921, ανακάλυψε τον “φουτουριστή πριν τον φουτουρισμό”. Ο Μέλβιλ καθιερώθηκε στον εικοστό αιώνα σαν τον Αμερικανό Ντοστογιέφσκι, έναν συγγραφέα τόσο διορατικό, λες και περίμενε τον κόσμο να συναντηθούν. Και όπως λέγεται υπάρχουν πολλοί συγγραφείς να θυμόμαστε αλλά πολλοί λίγοι, μετά τον καιρό τους, που συνεχίζουν να είναι συνοδοιπόροι της σκέψης μας.
“Δεν είμαστε τόσο ένα έθνος, όσο ένας κόσμος... Είμαστε οι κληρονόμοι όλων των εποχών και αυτή την κληρονομιά μας τη μοιραζόμαστε με όλα τα έθνη” γράφει στο Redburn.
Να λοιπόν ένα ακόμη από τα οράματα της γραφής του Μέλβιλ, η αναζήτηση και η διαμόρφωση της ταυτότητας του νέου αμερικανικού κράτους σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της.
***
Ο Μπάρτλμπι ο Γραφέας, δημοσιεύτηκε ανώνυμα σε δύο τεύχη το χειμώνα του 1853. Είναι ένα αφήγημα που διαδραματίζεται κυριολεκτικά μέσα σε ένα γραφείο της Wall Street και θα αποτελέσει το σύμβολο της οικονομικής αμερικανικής ανάπτυξης. Το καταφύγιο του νεαρού γραφιά είναι ένα προγονικό είδωλο του Τζόζεφ Κ, του Κάφκα. Είναι ο γραφιάς που θα αρνηθεί τη δουλειά και τον κόσμο γύρω του.
I would prefer not to θα είναι η μόνιμη απάντησή του όποτε θα του ζητάει ο δικηγόρος στο γραφείο να εργαστεί αλλά και γενικότερα η στάση της ζωής του.
Η ιστορία του αινιγματικού Μπάρτλεμπι ερμηνεύτηκε ως μία αλληγορία της ζωής του Μέλβιλ που κάποια στιγμή παραιτήθηκε από την λογοτεχνική και κοινωνική του ζωή και βυθίστηκε στην ανωνυμία. Η αφύπνιση και το σχόλιό του πάνω στην συλλογική ευθύνη μιας κοινωνίας που αυξανόταν χωρίς να μεριμνά τον απλό, φτωχό άνθρωπο που έπρεπε να επιβιώσει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της επερχόμενης αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 1850 και ο Μπάρτλεμπι είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος αυτού του μοναχικού απροστάτευτου εργαζόμενου και θα πρέπει να αναρωτηθεί η κοινωνία για την ευθύνη της απέναντι στα μέλη της.
Η Αμερικανίδα καθηγήτρια Branka Arsic,στο δοκιμιακό της βιβλίο Passive Constitutions or 7 1/2 Times Bartleby τοποθετεί τον Μπάρτλεμπι την ίδια θέση με τον Οιδίποδα, τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη. Είναι όλοι τους χαρακτήρες “who announce a different way of thinking and thus remain unthinkable”. Ακριβώς γι αυτό και οι αναγνώστες και οι κριτικοί επιστρέφουν τακτικά στον Μπάρτλεμπι.
***
Μετά τον Μπάρτλεμπι ο Μέλβιλ επιστρέφει στις ναυτικές του εμπειρίες και το 1854 εκδίδεται το βιβλίο The Encantadas, ( Τα μαγεμένα νησιά), μικρές ιστορίες που διαδραματίζονται στα ηφαιστειογενή νησιά που επισκέφτηκε ο Δαρβίνος το 1836. Ακολουθεί το μυθιστόρημα Israel Potter ενώ εμφανίζεται στο περιοδικό Putnam's η ιστορία Benito Cereno.
Ο Μέλβιλ χρησιμοποίησε ως πηγή μια αληθινή ιστορία που είχε συμβεί το 1805, την εξέγερση των αφρικανών σκλάβων σε ένα δουλεμπορικό ισπανικό πλοίο και διάβασε προσεκτικά την αναφορά του πλοίαρχου Ντηλέηνο.
Μπενίτο Σερένο ήταν το όνομα του Ισπανού πλοιάρχου του οποίου το πλοίου κατελήφθη από τους σκλάβους κατά την διάρκεια της εξέγερσης.
Το Μπενίτο Σερένο είναι μία από τις πιο σημαντικές παραμβάσεις του Μέλβιλ πάνω στην ανθρώπινη εκμετάλλευση, τον εκτοπισμό, τη διασπορά και τη βία. Προβληματίστηκε πολύ πάνω στο θέμα της δουλείας που, γύρω στο 1850, είχε αναχθεί σε θέμα μεγίστης προβληματικής με αντιπάλους και στα δύο στρατόπεδα.
Ο Μέλβιλ δίνοντας επαρκή κλειδιά στον αναγνώστη, τον καθιστά συμμέτοχο του μυστικού, δηλαδή της εξέγερσης, ώστε να επιθυμεί διακαώς να συμπαρασταθεί στον Ντηλέηνο αλλά δυστυχώς εκείνος έχει μισόκλειστα τα μάτια και τα αυτιά του. Κι αυτό το πετυχαίνει καθώς αφηγείται σε πολλαπλά επίπεδα αφήνοντας τον αναγνώστη να βλέπει περισσότερα από ήρωά του τον Ντηλέηνο.
***
Το 1857 εκδίδεται το μυθιστόρημα The confidence man, ένα μυθστόρημα που προβληματίζει τους κριτικούς. Σήμερα το κείμενο αυτό έχει επανεκτιμηθεί μιας και θεωρείται ένας καθρέπτης της αμερικανικής κοινωνίας, ένα βιβλίο που ρισκάρισε να πει την αλήθεια.
Ο Μέλβιλ, χρεωμένος πάντα, και αρκετά μπλοκαρισμένος αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ιουδαία.
Θα αναχωρήσει από την Αγγλία με το ποταμόπλοιο Egyptian για τις ακτές της Αφρικής. Θα περάσει από την Σύρο που την βρίσκει πολύ εξαθλιωμένη, θα συνεχίσει προς την Κωνσταντινούπολη. Παντού, εκτός από τα τοπία πρόσεχε τους απλούς ανθρώπους στο δρόμο και τα ερείπια των πολιτισμών.
Είκοσι χρόνια αργότερα η εμπειρία του αυτή θα μετουσιωθεί στο ποιητικό του πόνημα Clarel το 1876.
Η στάση της παραίτησης και της απογοήτευσης κράτησε καιρό μετά την επιστροφή του. Σκεφτόταν να μην ξαναγράψει αλλά η οικογένειά του ήταν μεγάλη όπως και οι οικονομικές υποχρεώσεις του πιεστικές.
Εκεί, στο 1860 , ο γάμος του φτάνει στον πάτο, η γυναίκα του σκέφτεται να ζητήσει διαζύγιο και τότε, το 1867, ο γιος του Μάλκομ, αυτοπυροβολείται και πεθαίνει.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν έγραφε μυθοπλασία αλλά ποίηση που σημαίνει ότι δεν σταμάτησε να γράφει ενώ το 1888 ξεκίνησε την νουβέλα Billy Budd που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του, τo 1924, στην ολοκληρωμένη μορφή που ο συγγραφέας είχε αφήσει ανάμεσα σε άλλες εκδοχές.
Ο Τόμας Μαν δήλωνε ο Μπίλι Μπαντ είναι η “πιο όμορφη ιστορία του κόσμου”. Η ιστορία ενός όμορφου και καλοσυνάτου ναύτη ο οποίος πληρώνει το μίσος του ανωτέρου του ναυτονόμου που τον κατηγορεί άδικα και πάνω σε ένα στιγμιαίο ξέσπασμα οργής σκοτώνεται από τον Μπίλι Μπαντ για να τιμωρηθεί με θάνατο παρά το δίκιο που είχε.
Είναι ένα κείμενο που ενεργοποιεί την σκέψη πάνω στο θέμα της εξουσίας και της διαχείρισης της αλήθειας.
***
Ο Μέλβιλ περνούσε τον καιρό του, απομονωμένος, κάνοντας μεγάλους περιπάτους στην Νέα Υόρκη που μεταμορφωνόταν ραγδαία. Ήταν ένας εξόριστος μέσα σε μια νευρωτική πόλη. Γερνούσε θλιμένος, γνωρίζοντας ότι δεν θα προλάβει τη μεγάλη αναγνώριση που του άξιζε, καταβεβλημένος από αρρώστιες που κατέτρωγαν σταδιακά τον οργανισμό του.
Πέθανε το 28 Σεπτεμβρίου του 1891.
Τον διαβάζουμε γιατί μίλησε για την σκλαβιά, τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αμφισβήτησε δεδομένες ταυτότητες, πάλεψε με την γραφειοκρατία και την αδικία της εποχής, αντιστάθηκε στις ευκολίες και αναζήτησε μια προσέγγιση του χαμένου ήδη παραδείσου: της γραφής και της επίγειας εκδοχής του.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Σεπτέμβριος 2019