J. D. Salinger
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Jerom David Salinger, ο συγγραφέας ενός από τα πιο επιτυχημένα αλλά και αμφιλεγόμενα μυθιστορήματα όλων των εποχών, με 70 εκατομμύρια αντίτυπα σε ράφια σπιτιών και βιβλιοθηκών, και 250 χιλιάδες να πωλούνται τουλάχιστον κάθε χρόνο, με φανατικούς και “επικίνδυνους” οπαδούς, αλλά και πολέμιους, γεννήθηκε στο Μανχάταν την 1η Ιανουαρίου του 1919. Ο πατέρας του Σολ ήταν έμπορος τυριών και τροφίμων kosher, Εβραίος, με καταγωγή από την Λιθουανία, ο παππούς ήταν ραβίνος στο Louisville του Κεντάκι, ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Ευρώπη και κείνη, αλλά είχε γεννηθεί στην Iowa. Δύο αδέλφια ήταν στην οικογένεια, η Doris και εκείνος.
Πήγε σε δημόσια σχολεία, στην αρχή, αλλά το 1932 μετακόμισαν σε μια πολύ καλή περιοχή της Νέας Υόρκης, και τον έγραψαν σε ένα ελιτίστικο ιδιωτικό σχολείο. Του φάνηκε δύσκολο να ενταχθεί, μάλιστα άλλαξε και το όνομά του, ενώ οι δικοί του τον έλεγαν Σόνι εκείνος άρχισε να συστήνεται ως Τζέρι. Εκεί έδειξε μεγάλο ταλέντο δραματικό, και μάλλον ζήτησε να σπουδάσει ηθοποιός, κάτι στο οποίο έφερε έντονη αντίρρηση ο πατέρας. Ίσως αυτό σε συνδυασμό με τους πολύ κακούς βαθμούς να κρύβεται πίσω από την μεταγραφή του σε μια στρατιωτική ακαδημία στην Pennsylvania. Εκεί άρχισε να γράφει, κρυμμένος κάτω από τα σκεπάσματά του, με έναν φακό – επίσης συνήθισε και στην πειθαρχία. Το 1936 τελείωσε την βασική εκπαίδευση, με μέτριους βαθμούς, αν και οι μετρήσεις του IQ του έδειχναν πολύ μεγάλη νοημοσύνη.
Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, αλλά άντεξε μέχρι την άνοιξη. Κακοί βαθμοί πάλι. Δεν ήθελε να σπουδάσει. Ακολουθώντας τις εντολές του πατέρα, έκανε το πατροπαράδοτο για όλους τους Αμερικανούς συγγραφείς ταξίδι στην Ευρώπη. Για να μάθει την οικογενειακή δουλειά, πήγε σε μια μικρή Πολωνική πόλη, το Μπάντγκοζ, όπου υπήρχαν σφαγεία που προμήθευαν την επιχείρηση του μπαμπά Salinger με κρέας. Η εμπειρία εκεί ήταν τραυματική, λένε οι βιογράφοι του πως αποτελεί την αιτία για το γεγονός πως ήταν vegetarian σε όλη του την ενήλικη ζωή. Στην συνέχεια πήγε στην Αυστρία, στην Βιέννη, από όπου γίνονταν πολλές εισαγωγές προϊόντων που εμπορευόταν ο πατέρας.
Επιστρέφει στην Αμερική, ένα μήνα πριν την προσάρτηση της Αυστρίας έφυγε, θυμίζω ήταν Εβραίος. Ίσως γλύτωσε… Στην Ευρώπη τα σύννεφα του φρικτότερου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας αρχίζουν να μαζεύονται, ενός πολέμου που θα επηρεάσει και τον νεαρό Salinger πολύ. Αποφασίζει να γραφτεί στο πανεπιστήμιο. Ίσως δεν του άρεσε η δουλειά του μπαμπά και ήθελε ένα πλαίσιο να του δίνει την ευχέρεια να γράφει. Πάει σε ένα μικρό ιδιωτικό, αλλά και εκεί αντέχει μόλις ένα εξάμηνο. Επιστρέφει στην Νέα Υόρκη και γράφεται σε ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, στο Columbia. Ο δάσκαλός του, συγγραφέας και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Story, Whit Burnett, είπε αργότερα ότι τον πρώτο καιρό ήταν εντελώς αδιάφορος ως συμμετέχοντας, αλλά λίγο πριν την λήξη του δεύτερου εξαμήνου της πρώτης χρονιάς ολοκλήρωσε τρεις ιστορίες πολύ καλές – μια από τις οποίες δημοσιεύτηκε στο Story. Το περιοδικό είχε μακρά παράδοση να δημοσιεύει τα πρώτα βήματα μεγάλων μετέπειτα συγγραφέων. Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς (1938) κάνει την πρώτη αναφορά πως σχεδιάζει και έχει αρχίσει να γράφει ένα μυθιστόρημα… που αργότερα θα γίνει ο Φύλακας Στην Σίκαλη.
Το 1941 συνεχίζοντας να γράφει πιάνει δουλειά σε ένα κρουαζιερόπλοιο, ως διασκεδαστής, δεν μένει και εκεί πολύ, είκοσι μέρες, επιτάσσεται το πλοίο για λόγους στρατιωτικούς, και επιστρέφοντας προσπαθεί να καταταγεί, αλλά λόγω κάποιου μικρού προβλήματος με την καρδιά του δεν τον κάνουν δεκτό στον στρατό. Κινείται και ζει στην Νέα Υόρκη, ως κοσμικός και γλεντζές, σχετίζεται μάλιστα με την υπέρ-κοσμική κόρη του Ευγένιου Ο Νηλ, την Ούνα (η οποία αργότερα τον εγκαταλείπει για τον Τσάρλι Τσάπλιν). Ταυτόχρονα αφοσιώνεται στο γράψιμο, και εξωστρεφώς, και εσωστρεφώς – μέχρι που προσλαμβάνει και ατζέντη. Ο μεγάλος καημός του είναι να μπορέσει να δημοσιεύσει κάτι στο περιοδικό – βίβλο της Αμερικανικής μυθοπλασίας, το έγκυρο New Yorker. Δεν πετυχαίνει, τα πρώτα χρόνια.
Στα τέλη του 1942, το Perl Harbor. Η Αμερική μπαίνει στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Τον καλούν να υπηρετήσει, και αρχίζει μια μάλλον επιτυχημένη καριέρα χαμηλόβαθμου στρατιωτικού που πηγαίνει από προαγωγή σε προαγωγή. Μετατίθεται σε διάφορες πολιτείες στις Η.Π.Α., New Jersey, Ohio, Maryland. Όλο αυτό το διάστημα δεν σταματά να γράφει και να δημοσιεύει σε περιοδικά. Το 1944 τον Ιανουάριο παίρνει μετάθεση για την Ευρώπη, για την Μεγάλη Βρετανία. Έχει μπει στην αντικατασκοπεία, τα συμμαχικά στρατεύματα ετοιμάζονται για την μεγάλη αντεπίθεση, και σιγά σιγά φτάνουμε στην ημέρα που θα γίνει ίσως το σημαντικότερο σημείο καμπής στην ζωή του. 6 Ιουνίου 1944. Η απόβαση στην Νορμανδία.
O Salinger πάτησε το πόδι του στην Γαλλική ακτή με το κωδικό όνομα Utah στις 6 και μισή το πρωί εκείνης της ημέρας. Η μονάδα του από τις πρώτες που αποβιβάστηκαν στην κατεχόμενη Γαλλία. Πέρασε τις επόμενες 26 μέρες μαχόμενος καθημερινά. Την 1η Ιουλίου από τους 3080 άντρες της μονάδας του είχαν απομείνει 1130. Είχε μια πολύ ιδιαίτερη «δουλειά». Έπρεπε να προηγείται του στρατεύματος στις απελευθερωμένες περιοχές και να μαθαίνει για αυτές όσα περισσότερα ήταν δυνατό ώστε όταν θα φτάσουν οι στρατιώτες στην περιοχή να ξέρουν πιθανούς κινδύνους, πιθανούς συνεργάτες των Γερμανών, και άλλες σημαντικές ιδιαιτερότητες. Ιδιαίτερη δουλειά, παρασκηνιακή, αγχωτική και σημαντική.
Να πούμε εδώ ότι σε γράμματα του από εκείνη την περίοδο φαίνεται πως σε αντίθεση με πολλούς στρατιώτες φίλους του, δεν ανυπομονούσε καθόλου να ζήσει την μάχη, να γίνει η μεγάλη επίθεση. Σε αρκετές από τις ιστορίες που είχε γράψει τα χρόνια που υπηρετούσε, είχε κάνει την απόπειρα να ανατρέψει την πρωτεύουσα τότε εικόνα, πως ο πόλεμος και η μάχη ήταν κάτι ηρωικό και ονειρικό, κάτι ρομαντικό. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπισε ήταν πέρα από ότι φανταζόταν, πολύ περισσότερο όταν αργότερα έφτασε και σε Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκεφτείτε τώρα… είμαστε στην μάχη, είμαστε στον χαμό του πολέμου, υπάρχει συνεχή μετακίνηση, δεν ξέρεις τι και που θα σου ξημερώσει, πεθαίνουν φίλοι και γνωστοί σου, για να μην αναφέρουμε το ψυχικό κόστος (και το πνευματικό) του πολέμου. Και όμως, όλο αυτό το διάστημα ο Salinger γράφει, γράφει, γράφει. Η μόνη φωτογραφία του που υπάρχει να βρίσκεται πάνω από τα χειρόγραφά του είναι από εκείνη ακριβώς την περίοδο. Μία εβδομάδα μετά από την D Day, την απόβαση στην Νορμανδία, στέλνει μια κάρτα με τρεις προτάσεις στον Whit Burnett, όπου του γράφει πως είναι καλά, και να τον συγχωρεί, αλλά με τις δεδομένες συνθήκες δεν έχει τον χρόνο να συνεχίσει με το βιβλίο του – το μεγάλο μυθιστόρημα.
Ο Burnett πιέζει τον νεαρό Salinger να γράψει κάτι μεγαλύτερο, πιστεύει πολύ στο ταλέντο του. Εκείνος όμως φοβάται την μεγάλη φόρμα και έχει αποφασίσει να προσεγγίσει το μυθιστόρημα ως πολλές μικρές ιστορίες, που ίσως κάπως κάποτε καταφέρει να τις ενοποιήσει. Αυτές που γράφει δεν είναι όλες τους με κεντρικό πρόσωπο τον Holden Caulfield, κάποιες αφορούν την οικογένειά του ήρωα ή περιφερειακούς χαρακτήρες σε αυτό που θα γινόταν ο Φύλακας στην Σίκαλη. Πάντως ο Jerry ένα πράγμα είχε επάνω του σαν φυλακτό και σαν παρηγοριά, ακόμα και στις πιο μαύρες και δύσκολες στιγμές των μαχών – κάποιες ιστορίες σχετικές με τον Holden Caulfield.
Στις 25 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί παραδίδουν το Παρίσι. Ο Salinger και η μονάδα του επιφορτίζονται με το έργο να «καθαρίσουν» ένα μεγάλο τμήμα της πόλης την από τους συνεργάτες των κατακτητών. Μια μέρα, σύμφωνα με έναν καλό του φίλο, εντόπισαν έναν συνεργάτη των Ναζί… τον συνέλαβαν, και ενώ τον πήγαιναν για τα περαιτέρω με το στρατιωτικό τζιπ, το πλήθος των Παριζιάνων τους αντιλήφθηκε. Τους επιτέθηκαν, απέσπασαν τον συνεργάτη από τα χέρια τους – και τον ξυλοφόρτωσαν μέχρι θανάτου. Οι δύο Αμερικανοί στρατιώτες, δεν τόλμησαν και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Ο ίδιος ο Salinger δεν αφηγήθηκε ποτέ αυτήν την ιστορία, η οποία όμως έχει διασταυρωθεί πως συνέβη.
Το Παρίσι είχε και μια καλή στιγμή. Την γνωριμία με έναν από τους ήρωες του – συγγραφείς. Ο Hemingwayβρισκόταν στην πόλη για να καλύψει δημοσιογραφικά τον πόλεμο, για το περιοδικό Collier’s το οποίο είχε δημοσιεύσει κάποιες ιστορίες και του Jerry – αυτές που «σνόμπαρε» το New Yorker… Εκείνος πήγε να τον βρει, φυσικά έμενε στο Ritz – ο διάσημος Ερνέστος ήταν μαζί του πάρα πολύ ευγενικός. Του είπε πως ήξερε το έργο του, διάβασε μια ιστορία που είχε δημοσιευθεί εκείνο το καλοκαίρι και ξεκίνησαν μια χαλαρή φιλία και αλληλογραφία η οποία διήρκησε κάμποσο καιρό. Ο Salinger έλεγε για τον Hemingway πως η μάτσο περσόνα του, δεν ανταποκρινόταν στην ευγένεια και στην ταπεινότητά που είχε από κοντά, και ότι την συντηρούσε τόσο προσεκτικά αυτή την δημόσια εικόνα, ώστε κάποτε τελικά την πίστεψε και η ίδιος… αλλά η αλήθεια είναι πως απεχθανόταν την υπόγεια φιλοσοφία του έργου του Hemingway, την αποθέωση του σωματικού θάρρους, την υπερεκτίμηση αυτού που λέμε «κότσια», ως σημαντικής αρετής. Αλλά σχολιάζει ότι ίσως αυτή η αντιπάθεια να είχε να κάνει με το γεγονός πως ο ίδιος δεν είχε αυτή την γενναιότητα.
Από το Παρίσι ο Salinger με την μονάδα του εισβάλει στην Γερμανία. Ξεκινά μια ακόμα πιο τραυματική περίοδος. Για μερικούς μήνες μένει καθηλωμένος στο δάσος του Χύρτγκεν, όπου διαδραματίζεται μια από τις πιο αιματηρές αντιπαραθέσεις του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί νεκροί, πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες, πολύ θάνατοι. Γοτθικό περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιβίωσαν από τις μάχες δεν ήθελαν ποτέ να αναφέρονται σε αυτές. Ο Salinger, σύμφωνα με έναν φίλο του, πέρασε δύσκολα εκεί, μια βραδιά κάποιος αλκοολικός αξιωματούχος τον υποχρέωσε να περάσει ολόκληρη την νύχτα σε ένα παγωμένο λαγούμι χαρακώματος, για καψόνι. Σώθηκε από βέβαια θάνατο επειδή ένας φίλος του του έφερε ζεστά ρούχα και κάλτσες.
Οι κριτικοί και βιογράφοι θεωρούν πως όσα υπέφερε ο 25χρονος κατά την διάρκεια του πολέμου είναι κομβικά σημεία για την κατανόηση του έργου του. Τον εφοδίασαν και με επεισόδια, κάποια από τα οποία τα έβαλε στο έργο του (σε διηγήματά του), αλλά κυρίως με το ειδικό βάρος και με την ψυχική εμπειρία που έκανε το γράψιμό του πιο ουσιαστικό. Το δώρο του πόνου, ίσως, και της ενσυναίσθησης. Πάντως, όλο αυτό το διάστημα δεν σταματά να γράφει. Φίλοι του από την περίοδο εκείνη λένε πως κάποια μέρα, η μονάδα τους δέχτηκε ισχυρά πυρά, όλοι έσπευσαν να καλυφθούν… και ο Salinger χώθηκε κάτω από ένα τραπέζι, μαζί με την γραφομηχανή του, και δακτυλογραφούσε, την ώρα των πυρών! Αποφασισμένος, φιλόδοξος, αφοσιωμένος.
Τα πράγματα έγινα ακόμη χειρότερα. Στις 22 Απριλίου βρέθηκε στην περιοχή όπου βρισκόταν το συγκρότημα από στρατόπεδα συγκέντρωσης Νταχάου, και όπως είχε εντολή, πήγε απευθείας σε αυτό για να καταγράψει όσα θα έβλεπε. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν σε ένα μικρό στρατόπεδο, για τους άρρωστους Εβραίους. Δεν μίλησε ποτέ για την εμπειρία αυτή αναλυτικά, αλλά η κόρη του, σε ένα tell all βιβλίο που έγραψε για αυτόν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ανέφερε ότι της μετά από πολλά χρόνια της είπε «Youcould live a lifetime and never really get the smell of burning flesh out of your nose.» Υπενθυμίζω επίσης ότι τα εκατοντάδες σκελετωμένα πτώματα, οι στα πρόθυρα του θανάτου σκελετοί, που είδε, ήταν Εβραίοι, όπως και εκείνος….
Οι εννιά μήνες από τον Ιούλιο του 1944 μέχρι τον Απρίλιο του 1945, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μάχες, τα χαρακώματα, το δάσος με τις άθλιες συνθήκες, η επέλαση στην ναζιστική Γερμανία… προκάλεσαν στον 26χρονο βαθιά κατάθλιψη – μετατραυματική διαταραχή, ονομάζεται σήμερα. Πέρασε την ημέρα της συνθηκολόγησης, 8 Μαΐου του 1945, στο κρεβάτι του, με ένα περίστροφο στο χέρι, να αναρωτιέται πως θα ήταν εάν φύτευε μια σφαίρα στην παλάμη του. Ευτυχώς για όλους, είχε την ψυχραιμία και την καθαρότητα να αναγνωρίσει ότι τέτοιες σκέψεις ήταν ανησυχητικές και επικίνδυνες και πήγε μόνος του να ζητήσει βοήθεια, σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο…
Τον κράτησαν για νοσηλεία για αρκετό καιρό. Ό,τι πληροφορίες έχουμε για την περίοδο εκείνη, είναι από ένα πολυσέλιδο γράμμα που έγραψε στον Hemingway. Του παραθέτει τις ερωτήσεις που του έκαναν για να δουν αν είναι καλά στα μυαλά του, τις κλασικές των ψυχιάτρων, πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια, πως είναι η σεξουαλική σου ζωή… αυτός, σύμφωνα με το γράμμα, απαντούσε σαρκαστικά και ειρωνικά, αλλά όταν τον ρώτησαν αν του αρέσει ο στρατός, απάντησε με ένα κατηγορηματικό και πολύ σοβαρό «ναι». Εξηγεί στον παραλήπτη του γράμματος ότι δεν ήθελε να τον αποστρατεύσουν για ψυχολογικούς λόγους, διότι ανησυχούσε για τον αντίκτυπο που θα είχε κάτι τέτοιο στο να πάρουν σοβαρά τον συγγραφέα του βιβλίου που ετοιμάζει. Στο γράμμα, που είναι πολύ ενδιαφέρον, διαφαίνεται κάμποση από την ειρωνεία που έχει ο ήρωάς του, ο Holden Caulfield. Κάποια στιγμή περιγράφει τι κάνει η μονάδα του μετά το τέλος των εχθροπραξιών και λέει «έχουμε ξεμπερδέψει πια με τους ενήλικες, τώρα συλλαμβάνουμε και παιδάκια, μόνο και μόνο εάν έχουν αυθάδες ύφος». Πολύ έντονη επίσης είναι η ανάγκη του για επιβεβαίωση – παρακαλεί σχεδόν τον μεγάλο συγγραφέα να τον επισκεφθεί στην Νέα Υόρκη, και να του γράφει, τον ρωτάει πιεστικά αν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει αυτός για κείνον, ενώ του δηλώνει πως η γνωριμία και οι συναντήσεις τους ήταν το μοναδικό φωτεινό σημείο, το μόνο ελπιδοφόρο «στην όλη φάση», στην φρίκη του πολέμου.
Τον Σεπτέμβρη, ακόμη στην κατεχόμενη Γερμανία, συναντά και παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Sylvia Welter, λίγο μετά αποστρατεύεται τιμητικά, αλλά συνεχίζει να εργάζεται για το στρατό, παραμένει στην Νυρεμβέργη - ενώ γίνονται οι περιβόητες δίκες των μεγαλόσχημων Ναζί. Αρχές Μαΐου 1946 επιστρέφει στην Αμερική. Ζει στην Νέα Υόρκη, κάνει παρέα με το μποέμ πλήθος καλλιτεχνών και συγγραφέων του Βίλατζ. Μαθαίνει πως η γυναίκα του ήταν στον πόλεμο πληροφοριοδότης της Γκεστάπο και μέλος του Ναζιστικού κόμματος, ακυρώνει τον γάμο, ενώ εκείνη επιστρέφει στην πατρίδα της. Σε όλη του την ζωή, δεν θέλει να αναφέρεται καθόλου στον γάμο αυτόν, αλλά υποτίθεται πως ένα από τα έργα του που ίσως δουν το φως της δημοσιότητας στα επόμενα χρόνια είναι εμπνευσμένο από αυτήν ακριβώς την ιστορία. Το ενδιαφέρον είναι πως ο ίδιος είχε πει πως με την συγκεκριμένη γυναίκα είχε τηλεπαθητική σχεδόν επικοινωνία, ήταν μεγάλος έρωτας… Εκείνη την χρονιά γράφει και την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή του Φύλακα – μια νουβέλα 90 σελίδων, που όμως αφού την έχει στείλει σε εκδότες μάλλον δεν έχει καλές απαντήσεις και την αποσύρει – ταυτόχρονα έρχεται σε ρήξη και με τον μέντορά του, τον Burnett, ο οποίος του είχε υποσχεθεί έκδοση, αλλά δεν τήρησε την δέσμευσή του.
Το 1947 αποφασίζει να φύγει από την πόλη που είναι γεμάτη πειρασμούς – πηγαίνει στην εξοχή, στην ησυχία, γράφει πολύ, συγκεντρώνεται. Ταυτόχρονα εξερευνά την ανατολική φιλοσοφία και τις ανατολικές θρησκείες, τις μελετά εντατικά. Μετακομίζει συχνά, πηγαίνει σε όλο και πιο απομονωμένα σημεία, σε όχθες λιμνών, σε δάση, όπου εκτός από ιστορίες δεν ξεχνά να προχωρά και τον μεγάλο στόχο του που είναι να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του με τον Holden. Το βασικό υλικό είναι μια χούφτα ιστορίες που τις έχει γράψει από το 1941 και μετά – η πρόκληση είναι να τις ενοποιήσει σε ένα ενιαίο έργο, σε μια σύνθεση.
Στις αρχές του 1949, ξεκινά το μεγάλο έργο της ενοποίησης ακόμα πιο αποφασισμένα. Αλλά όχι πριν κάνει ακόμα μια «παράκαμψη». Τον καλούν σε ένα πανεπιστήμιο να δώσει διαλέξεις για το γράψιμο, είναι διάσημος κάπως, επιτέλους το New Yorker έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες του… αλλά αισθάνεται πολύ αμήχανα με την όλη εμπειρία. Ορκίζεται να μην προωθήσει έτσι τον εαυτό του ποτέ ξανά. Στους μεγάλους συγγραφείς οι εμπειρίες ματαίωσης γίνονται υλικό αποφασιστικότητας. Αποφασίζει να συγκεντρωθεί ακόμη περισσότερο στο μυθιστόρημά του.
Υπάρχει μια ιστορία, το Slight Rebellion off Madison, που αργότερα έγινε το 17ο κεφάλαιο του Φύλακα. Αν κανείς διαβάσει τις δύο εκδοχές, την πρώτη και την τελική, διαπιστώνει τον τρόπο που ο πόλεμος έχει εμποτίσει τον Holden. Μιλάει αλλιώς, λιγότερο εγωιστικά, λιγότερο μπερδεμένα. Μοιάζει σαν να έχει αποκτήσει ένα ειδικό βάρος, ότι και να είναι αυτό. Υπάρχει αυτό που ο ίδιος ο Salinger έλεγε «φωτιά ανάμεσα στις λέξεις», κάτι απροσδιόριστο, κάτι πολύ απτό στο καλό γράψιμο αλλά και πολύ μυστήριο. Και, πρακτικά, η ιστορία από τριτοπρόσωπη αφήγηση έχει γίνει πρωτοπρόσωπη.
Ο Salinger ολοκληρώνει το έργο, και το στέλνει σε ένα εκδοτικό. Ο αναγνώστης που το παραλαμβάνει του λέει ότι θα το βγάλουν, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που θα είναι ο editor, όταν όμως το στέλνει στον αντιπρόεδρο του οίκου, το μεγάλο αφεντικό, εκείνος… δεν καταλαβαίνει καθόλου τι είναι αυτό που έχει στα χέρια του. Υπαναχωρεί από την προφορική δέσμευση του editor, ο συγγραφέας γίνεται έξαλλος, βάζει τα κλάματα μάλιστα στην συνάντηση, λέει ο αστικός μύθος. Το αποσύρει το χειρόγραφο και το στέλνει στην Little Brown, που το κλείνει αμέσως, και φυσικά, κάνει την τύχη της…
Δύο χρόνια το είχε δουλέψει. Αρχές 1949 με τέλη 1950. Αλλά βέβαια, έβαλε όλη του την προηγούμενη ζωή σε αυτό, σχεδόν τριάντα χρόνια. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος της επιτυχίας. Το έστειλε στο περιοδικό NewYorker, το περιοδικό που είχε γίνει, επιτέλους, η de facto μυθοπλαστική του στέγη για τα διηγήματά του, ως ένα μικρό δώρο για την στήριξη που του παρείχαν, ελπίζοντας να δημοσιεύσουν αποσπάσματα, και αρνήθηκαν. Και ο συντάκτης με τον οποίο συνεργαζόταν και ένας ακόμη το απέρριψαν, αρνήθηκαν να τυπώσουν οτιδήποτε. Οι χαρακτήρες τους φάνηκαν μη πειστικοί….
Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε στις 16 Ιουλίου του 1951. Έκανε σχεδόν αμέσως πάταγο, ήταν σαν να το περίμενε η Αμερικανική κοινωνία. Το Time, οι New York Times και πολλές ακόμη μικρότερες εφημερίδες εκθείασαν την εξυπνάδα και την πρωτοτυπία του, την δύναμη και την ειλικρίνειά του, την σαγηνευτικότητά του. Το book ofthe month club, ζήτησε να το βάλει άμεσα στο πρόγραμμα του (τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή, επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα διανομής βιβλίου).
Όσο για τους αναγνώστες… δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είπαν ότι τους άλλαξε την ζωή. Η παράξενη, δίχως περιορισμούς αλήθεια του Holden Caulfield, οι σκέψεις, οι εντυπώσεις, τα αισθήματά του, οι αναμνήσεις του, ο τρόπος που όλα αυτά είναι υφασμένα, το αξιακό του σύστημα, η υπερευαισθησία του, η υπερβολική του φαντασία, το μείγμα απίστευτης ωριμότητας αλλά και αφέλειας, δημιουργούν μια απόλυτα αυθεντική, αλλά και απόλυτα Αμερικανική αφήγηση συνειδησιακής ροής. Άρεσε ακόμη και σε αυτούς που πρόσβαλε, τους εκπαιδευτικούς, τους «κάλπηδες», του δικηγόρους… Δημιούργησε Αμερικανικά αρχέτυπα - και ανθρωπότυπων και συμπεριφορών. Και με δεδομένη την πολιτιστική ηγεμονία της Αμερικής, από τότε, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο και τόσο να πούμε ότι δημιούργησε και οικουμενικά αρχέτυπα. Του μοναχικού και λίγο «πειραγμένου» ατόμου, που η κοινωνική υποκρισία τον οδηγεί σε περιπλανήσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε ενδοσκόπηση, σε γόνιμο διάλογο με τον εαυτό του.
Για τον Salinger το να γράψει αυτό το βιβλίο ήταν επανάσταση – μια βαθιά απελευθερωτική κίνηση, αλλά και μεγάλη λύτρωση, καθώς και αυτό-επιβεβαίωση. Κατάφερε και διοχέτευσε την απώλεια πίστης και αθωότητας που του προκάλεσε ο πόλεμος και η φρίκη του – εκτόνωσε την απελπισία του αλλά και πένθησε. Ο πόνος και η θλίψη που αισθάνθηκε για όσους και για ότι έχασε στον πόλεμο, έγινε πόνος και θλίψη του Holden Caulfieldγια τον αδελφό του, καθώς και για τον μαθητή που αυτοκτόνησε λόγω του σχολικού εκφοβισμού. Το δέος του για το πόσο παράξενος μπορεί να είναι αυτός ο κόσμος με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το θανατικό, έγινε δέος για την ενήλικη ζωή και τους συμβιβασμούς που αισθάνεται ο Holden. Το μεγάλο επίτευγμα του Salinger είναι πως μετέφερε το συναισθηματικό και νοητικό πλαίσιο που ο ίδιος έζησε, σε μια άλλη πραγματικότητα, φαινομενικά πολύ πιο αναίμακτη, χωρίς όμως να χάσει σε ένταση και ίσως και σε δραματικότητα. Ο Μεγάλος Άντρας αντιμετωπίζει τον Μεγάλο Πόλεμο VS Ο Έφηβος αντιμετωπίζει την Μεγάλη Πραγματικότητα. Είναι η ίδια ιστορία. Τηρουμένων των αναλογιών.
Κλείνοντας με τα βιογραφικά, ας δούμε τι είπε όταν τον ρώτησαν για τις συγγραφικές επιρροές του:
A writer, when he's asked to discuss his craft, ought to get up and call out in a loud voice just the names of the writers he loves. Ι love Kafka, Flaubert, Tolstoy, Chekhov, Dostoevsky, Proust, O'Casey, Rilke, Lorca, Keats, Rimbaud, Burns, E. Brontë, Jane Austen, Henry James, Blake, Coleridge. I won't name any living writers. I don't think it's right" (although O'Casey was in fact living at the time). Σε γράμματα που έγραψε στην δεκαετία του 1940 είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τρεις συγγραφείς που είχαν πεθάνει πρόσφατα: Sherwood Anderson, RingLardner, και F. Scott Fitzgerald.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Πως είναι η Αμερική εκείνα τα χρόνια; Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς αλλά και ανθρωπολόγους, η χώρα βρίσκεται σε μια κουλτούρα της ομοφωνίας. Έχει βγει νικήτρια από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρείται η παγκόσμια δύναμη που έκανε την μεγάλη διαφορά, την σωτήρια παρέμβαση. Η οικονομία της ανθεί, όλα τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η Μεγάλη Κρίση έχουν επουλωθεί και σχεδόν ξεχαστεί, όλο και περισσότεροι Αμερικανοί αγοράζουν σπίτια μακριά από το κέντρο της πόλης και δημιουργούν ένα αυθεντικά Αμερικανικό φαινόμενο, της ζωής στα προάστια, με όλες τις ανέσεις, με πολύ χώρο, με υλική αφθονία, με αυτοκίνητα, με commute για να πας και να επιστρέψεις από την δουλειά σου. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσοι πολλοί δεν έχουν ζήσει τόσο άνετα. Ταυτόχρονα, αυξάνονται εκτός από τα μέλη της μεσαίας τάξης και όσοι μετέχουν της εγκύκλιας παιδείας – υπάρχουν νόμοι που επιτρέπουν στους αποστρατευμένους στρατιώτες, τους νικητές ήρωες του πολέμου, να γραφτούν σε πανεπιστήμια. Επιπλέον, το φόβητρο του Σταλινικού κομμουνισμού, της άλλης εναλλακτικής, που φαντάζει τρομερή και φοβερή, αποδυναμώνει οποιαδήποτε τάση αμφισβήτησης. Όχι μόνο οι μάζες που ωφελούνται από την οικονομική ευμάρεια και την παντοδυναμία της Αμερικής αλλά ακόμη και οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν τον Αμερικανικό τρόπο ζωής, ή έστω μην αναρωτηθούν εάν τα αγαθά της μαζικής αγοράς, η εταιρική γραφειοκρατία η παντοδύναμη, ο καταναλωτισμός, η ομοιομορφία τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, οδηγούν σε ένα νέο μοντέλο ανθρώπου: Αυτόν που ο David Riesman ονομάζει «τον στραμμένο προς τους άλλους», εκείνον που τον ενδιαφέρει η έγκρισή της κοινωνίας όσο τίποτε, που είναι απελπισμένος για αυτήν, και γίνεται ανίκανος να σκεφτεί ανεξάρτητα, αυθεντικά, και φυσικά και να πράξει αυτόνομα και ειλικρινά.
Και μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Holden ο οποίος απορρίπτει όλα αυτά τα ιδανικά, απορρίπτει την εκπαίδευση την ακριβή, τα σχολεία, τον αθλητισμό, τους πλούσιους γονείς, τα προάστεια, τους ενήλικες, και τους αποκαλεί όλους phony, κάλπηδες. Απορρίπτει, απορρίπτει, απορρίπτει, απορρίπτει.
Βέβαια, υπάρχει και άλλη πλευρά στην εξήγηση της επιτυχίας του Φύλακα. Ότι το βιβλίο δεν πέτυχε επειδή πήγε τόσο κόντρα στους καιρούς και στις πρωτεύουσες νοοτροπίες, αλλά διότι αποκάλυψε υπόγειους κόσμους. Διότι χτύπησε κρυφή χορδή. Διότι η δεκαετία του 50 δεν ήταν περίοδος κομφορμισμού, αρμονίας και αισιοδοξίας, ομοιομορφίας… υπήρχαν διχασμοί που δεν ομολογούνταν, που θάβονταν κάτω από το χαλί, υπήρχαν συγκρούσεις και δυσαρέσκεια, υπήρχε ένταση. Πολλοί στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο δεν είχαν την δυνατότητα και τα χρήματα να γιατρέψουν και να διαχειριστούν την μετατραυματική διαταραχή, πόσο μάλλον να πάνε στο πανεπιστήμιο, έστω και με δωρεάν δίδακτρα. Τα ναρκωτικά άρχισαν να διαδίδονταν όλο και πιο πολύ, οι φυλετικές εντάσεις αυξάνονταν – σιγά σιγά θα οδηγούσαν σε αγωνιστές και σε πράξεις - σύμβολα απελευθέρωσης και στην αναταραχή που αυτά συνεπάγονται, περιοχές στις πόλεις γκετοποιούνταν. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε μεν ενισχύσει την αίσθηση του πατριωτισμού και της υψηλής αποστολής της Αμερικής, αλλά ταυτόχρονα είχε δημιουργήσει και την απειλή της πυρηνικής βόμβας – η οποία ήταν και ισχυρό ψυχικό δεδομένο για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Ακόμα, ο Kinsey έχει αποδείξει ότι η εποχή κάθε άλλο παρά φρόνιμη ήταν, ο μύθος του ετεροφυλόφιλου ζευγαριού ήταν ακριβώς αυτό, μύθος, ενώ ταυτόχρονα εκείνα τα χρόνια έγινε και η πρώτη μεγάλη έκρηξη της διάδοσης των ψυχιατρικών φαρμάκων και των κλινικών – της εμπορευματοποίησης της ψυχικής περίθαλψης και υγείας.
Και αν οι περισσότεροι Αμερικανοί αισθάνονταν πως ζούσαν ένα μεγάλο υπέροχο πάρτι, τα πρώτα χρόνια της εποχής της μαζικής αφθονίας, πολλοί άλλοι είχαν βαθιά δυσαρέσκεια για τον τρόπο ζωής που επιβαλλόταν ως σωστός ή ως μοναδικός, ή ακόμα ακόμα ζούσαν ζωές που έρχονταν σε κόντρα με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση Αμερικανό, τον αισιόδοξο, τον συνεχώς κερδισμένο. Και θεωρούσαν αυτόν τον τρόπο ζωής ανούσιο, ρηχό, προσποιητό, κατασκευασμένο. Και πίστευαν, και εδώ είναι ένα σημείο κλειδί, ότι η αποξένωση δεν ήταν μόνο σύμπτωμα… ήταν επιλογή διαχείρισης της προβληματικής κοινωνίας.
Ο Holden, ο Φύλακας στην Σίκαλη παρουσιάζει μια καθόλου κολακευτική εικόνα της Αμερικής. Μιλάει για θέματα ταμπού εκείνη την εποχή. Το σεξ, και μάλιστα σε παιδιά που σπουδάζουν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία. Την ψυχική διαταραχή. Επιπλέον έχει και έκκεντρες αντιλήψεις. Λέει πως είναι άθεος, πως είναι ειρηνιστής. Ταυτόχρονα είναι και «ασυνάρτητος». Αλλά η ασυναρτησία του έχει, λόγω της ικανότητας του συγγραφέα του, συνοχή…
Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
70 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα. 250 χιλιάδες τον χρόνο, στις Η.Π.Α. μόνο. Θρυλικό στάτους. Που έγινε ακόμη πιο θρυλικό από την μετέπειτα ζωή του συγγραφέα της. Ο Salinger, αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα απολαμβάνοντας την επιτυχία, τελικά αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Βοήθησε βέβαια και ότι έβγαλε πολλά χρήματα – καθώς και ότι το βιβλίο όσο περνούσε ο καιρός έβρισκε όλο και περισσότερους αναγνώστες, που το λάτρευαν. Πάντως, το 1953, αφού κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων, τις Εννιά Ιστορίες, που πούλησε και αυτή πολύ, έφυγε από την Νέα Υόρκη και πήγε στο New Hampshire, σε μια μικρή πόλη το Cornish. Σε σπίτι με φράκτη, απομονωμένο. Άλλο ένα Αμερικανικό αρχέτυπο – η απροθυμία να παίξεις το παιχνίδι των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που όμως ενδεχομένως είναι ο καλλίτερος τρόπος να παίζεις το παιχνίδι τους… αλλά και το δικό σου.
Εν τω μεταξύ, αρνείται όσους του ζητάνε να γυρίσουν το μυθιστόρημά του σε ταινία. Μεταξύ αυτών οι Elia Kazan, Leonardo DiCaprio, Harvey Weinstein, Jack Nicholson, Steven Spielberg, και Marlon Brando. Το 1960 είπε στο Newsweek «δεν μπορώ να δώσω την άδεια. Φοβάμαι ότι δεν θα άρεσε καθόλου στον Holden».
ΜΕΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΛΕΙΔΙΑ:
I keep picturing all these little kids playing some game in this big field of rye and all. Thousands of little kids, and nobody’s around—nobody big, I mean—except me. And I’m standing on the edge of some crazy cliff. What I have to do, I have to catch everybody if they start to go over the cliff—I mean if they’re running and they don’t look where they’re going I have to come out from somewhere and catch them. That’s all I’d do all day. I’d just be the catcher in the rye and all. I know it’s crazy, but that’s the only thing I’d really like to be.
Η πολεμική σχετικά με το βιβλίο.
Η κριτική για το βιβλίο ποικίλει… θεωρείται πως είναι μόνο η γκρίνια ενός κακομαθημένου προνομιούχου παιδιού. Θεωρείται πως το μόνο που κάνει είναι να αποτυπώνει τον εφηβικό ψυχισμό - ούτε καν τον εφηβικό, τον παιδικό. Θεωρείται πως μόνο απορρίπτει, επίσης. Λένε τον Holden βαρετό, γκρινιάρη, εγωκεντρικό, αδιάφορο, μελό, ασεβή. Προσάπτουν στο μυθιστόρημα μια πολύ περιοριστική απεικόνιση της εφηβικής οργής που έχει συγκεκριμένο φύλο, εθνικότητα και φυλή, τάξη και εποχή…
Αλλά… ο Φύλακας, ο Holden, δεν απορρίπτει μόνο. Διαβάζοντάς το μυθιστόρημα βλέπει κανείς πολλές εναλλακτικές για το πως να ζει – εναλλακτικές που υποδεικνύουν προς την κατεύθυνση των σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους, και της παιδείας, αλλά και την αυτογνωσίας και του διαλόγου με τον εαυτό. Προς το Γνώθι Σαυτόν. Ακόμα, το επιχείρημα ότι είναι περιορισμένο στην κοινωνική τάξη και στο πρόσωπο του Holden Caulfield είναι αντίστοιχο με το να ισχυρίζεται κανείς ότι με τον David Copperfield μπορείς να ταυτιστείς αναγνωστικά μόνο αν είσαι άστεγο φτωχαδάκι στο Λονδίνο – ή ότι η Καλύβα του Μπαρμπά Θωμά είναι μόνο για σκλάβους, μαύρους. Ακυρώνουμε μια από τις σημαντικότερες λειτουργείες της καλής λογοτεχνίας που είναι η συμβολικότητα των δομικών της στοιχείων – των χαρακτήρων και των συνθηκών. Ασφαλώς, η αποξένωση ενός προνομιούχου εφήβου, είναι διαφορετική από την αποξένωση ενός αγωνιστή για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά είναι, ωστόσο, αποξένωση. Και μια λειτουργία της λογοτεχνίας είναι να αποτυπώνει τις πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, ακόμη και των «προνομιούχων», με ειλικρίνεια και με πειστικότητα.
Προς περαιτέρω υπεράσπιση του έργου, καταθέτω και την προφητικότητά του. Ο Holden τους λέει όλους κάλπηδες, ότι άλλα λένε και άλλα σκέφτονται… σκεφτείτε τους ρόλους που παίζουμε όλοι σχεδόν πια σήμερα στα social media, το πως τονίζουμε τις καλύτερες πλευρές μας, ή πως κολακεύουμε τις όχι και τόσο καλές. Ο Holden τουλάχιστον μας έδειξε χωρίς επιχρωματισμούς και φίλτρα, και δίχως απόπειρες να υποτονίσει, την προσωπικότητά του, την οργή του, το πένθος του.
Επίσης, κάτι που ίσως παραβλέπουν πολλοί αναγνώστες του έργου… ο Holden δεν είναι μόνο απορριπτικός για την κοινωνία, αλλά και για τον εαυτό του. Λέει συνέχεια ότι είναι ψεύτης αλλά και ψεύτικος. Σαρκάζεται και έχει χιούμορ.
Ερμηνεύεται ακόμη ως κάποιος που το βασικό του πρόβλημα είναι πως αρνείται την ευθύνη να μεγαλώσει. Έτσι τουλάχιστον αποδίδουν δύο από τις σκηνές κλειδιά του βιβλίου, την σκηνή του οράματός του στο χωράφι της σίκαλης, καθώς και αυτή στο μουσείο, που τον γοητεύει επειδή τα εκθέματα παραμένουν ακίνητα και αναλλοίωτα στον χρόνο. Αλλά η προσωπική μου ανάγνωση είναι ότι το πρόβλημα του νεαρού Holden δεν είναι η ενηλικίωση per se. Το πρόβλημά του είναι ίσως η είσοδος σε έναν τρομακτικό κόσμο δίχως προετοιμασία, είναι ο θάνατος, είναι ότι έχασε τον αδελφό του, είναι ότι στον κόσμο των ενήλικων υπάρχει αποξένωση, και αλλοτρίωση η οποία μπουκώνει, κλείνει τα κανάλια για να εκτονώσει την οργή και την θλίψη του. Είναι ότι στην κοινωνία των ενηλίκων οι άνθρωποι είναι ρόλοι, δεν είναι άνθρωποι.
Ίσως, ο Holden, ο Φύλακας στην Σίκαλη, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα μπαλκόνι με θέα τον κόσμο, έναν συγκεκριμένο κόσμο, καθορισμένο χρονικά και πολιτισμικά. Κατά γενική ομολογία ο κόσμος του, τα πρόσωπά του, τα επεισόδια και οι σκηνές είναι πολύ καλογραμμένα, και μας δείχνουν πως ήταν η Αμερική, το Μανχάταν, τότε… αλλά ας μην κλέβουν την παράσταση από αυτό που υπάρχει μέσα τους… Ο Holden είναι ένα θραύσμα από έναν καθρέφτη όπου κοιτάζουμε και διακρίνουμε κάποιες από τις σημαντικότερες και πιο παραμελημένες «αρνητικές» αλλά δομικές ιδιότητες του εαυτού μας. Για αυτό και είναι ένα μυθιστόρημα που όσο μεγαλύτερος το διαβάσεις, τόσο καλύτερα…. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας έχει τονίσει πως είναι για ενήλικες, και ας το έκαναν οι έφηβοι όλου του κόσμου την επιτυχία που είναι…
Βαγγέλης Προβιάς, Οκτώβρης 2019
Ο Jerom David Salinger, ο συγγραφέας ενός από τα πιο επιτυχημένα αλλά και αμφιλεγόμενα μυθιστορήματα όλων των εποχών, με 70 εκατομμύρια αντίτυπα σε ράφια σπιτιών και βιβλιοθηκών, και 250 χιλιάδες να πωλούνται τουλάχιστον κάθε χρόνο, με φανατικούς και “επικίνδυνους” οπαδούς, αλλά και πολέμιους, γεννήθηκε στο Μανχάταν την 1η Ιανουαρίου του 1919. Ο πατέρας του Σολ ήταν έμπορος τυριών και τροφίμων kosher, Εβραίος, με καταγωγή από την Λιθουανία, ο παππούς ήταν ραβίνος στο Louisville του Κεντάκι, ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Ευρώπη και κείνη, αλλά είχε γεννηθεί στην Iowa. Δύο αδέλφια ήταν στην οικογένεια, η Doris και εκείνος.
Πήγε σε δημόσια σχολεία, στην αρχή, αλλά το 1932 μετακόμισαν σε μια πολύ καλή περιοχή της Νέας Υόρκης, και τον έγραψαν σε ένα ελιτίστικο ιδιωτικό σχολείο. Του φάνηκε δύσκολο να ενταχθεί, μάλιστα άλλαξε και το όνομά του, ενώ οι δικοί του τον έλεγαν Σόνι εκείνος άρχισε να συστήνεται ως Τζέρι. Εκεί έδειξε μεγάλο ταλέντο δραματικό, και μάλλον ζήτησε να σπουδάσει ηθοποιός, κάτι στο οποίο έφερε έντονη αντίρρηση ο πατέρας. Ίσως αυτό σε συνδυασμό με τους πολύ κακούς βαθμούς να κρύβεται πίσω από την μεταγραφή του σε μια στρατιωτική ακαδημία στην Pennsylvania. Εκεί άρχισε να γράφει, κρυμμένος κάτω από τα σκεπάσματά του, με έναν φακό – επίσης συνήθισε και στην πειθαρχία. Το 1936 τελείωσε την βασική εκπαίδευση, με μέτριους βαθμούς, αν και οι μετρήσεις του IQ του έδειχναν πολύ μεγάλη νοημοσύνη.
Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, αλλά άντεξε μέχρι την άνοιξη. Κακοί βαθμοί πάλι. Δεν ήθελε να σπουδάσει. Ακολουθώντας τις εντολές του πατέρα, έκανε το πατροπαράδοτο για όλους τους Αμερικανούς συγγραφείς ταξίδι στην Ευρώπη. Για να μάθει την οικογενειακή δουλειά, πήγε σε μια μικρή Πολωνική πόλη, το Μπάντγκοζ, όπου υπήρχαν σφαγεία που προμήθευαν την επιχείρηση του μπαμπά Salinger με κρέας. Η εμπειρία εκεί ήταν τραυματική, λένε οι βιογράφοι του πως αποτελεί την αιτία για το γεγονός πως ήταν vegetarian σε όλη του την ενήλικη ζωή. Στην συνέχεια πήγε στην Αυστρία, στην Βιέννη, από όπου γίνονταν πολλές εισαγωγές προϊόντων που εμπορευόταν ο πατέρας.
Επιστρέφει στην Αμερική, ένα μήνα πριν την προσάρτηση της Αυστρίας έφυγε, θυμίζω ήταν Εβραίος. Ίσως γλύτωσε… Στην Ευρώπη τα σύννεφα του φρικτότερου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας αρχίζουν να μαζεύονται, ενός πολέμου που θα επηρεάσει και τον νεαρό Salinger πολύ. Αποφασίζει να γραφτεί στο πανεπιστήμιο. Ίσως δεν του άρεσε η δουλειά του μπαμπά και ήθελε ένα πλαίσιο να του δίνει την ευχέρεια να γράφει. Πάει σε ένα μικρό ιδιωτικό, αλλά και εκεί αντέχει μόλις ένα εξάμηνο. Επιστρέφει στην Νέα Υόρκη και γράφεται σε ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, στο Columbia. Ο δάσκαλός του, συγγραφέας και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Story, Whit Burnett, είπε αργότερα ότι τον πρώτο καιρό ήταν εντελώς αδιάφορος ως συμμετέχοντας, αλλά λίγο πριν την λήξη του δεύτερου εξαμήνου της πρώτης χρονιάς ολοκλήρωσε τρεις ιστορίες πολύ καλές – μια από τις οποίες δημοσιεύτηκε στο Story. Το περιοδικό είχε μακρά παράδοση να δημοσιεύει τα πρώτα βήματα μεγάλων μετέπειτα συγγραφέων. Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς (1938) κάνει την πρώτη αναφορά πως σχεδιάζει και έχει αρχίσει να γράφει ένα μυθιστόρημα… που αργότερα θα γίνει ο Φύλακας Στην Σίκαλη.
Το 1941 συνεχίζοντας να γράφει πιάνει δουλειά σε ένα κρουαζιερόπλοιο, ως διασκεδαστής, δεν μένει και εκεί πολύ, είκοσι μέρες, επιτάσσεται το πλοίο για λόγους στρατιωτικούς, και επιστρέφοντας προσπαθεί να καταταγεί, αλλά λόγω κάποιου μικρού προβλήματος με την καρδιά του δεν τον κάνουν δεκτό στον στρατό. Κινείται και ζει στην Νέα Υόρκη, ως κοσμικός και γλεντζές, σχετίζεται μάλιστα με την υπέρ-κοσμική κόρη του Ευγένιου Ο Νηλ, την Ούνα (η οποία αργότερα τον εγκαταλείπει για τον Τσάρλι Τσάπλιν). Ταυτόχρονα αφοσιώνεται στο γράψιμο, και εξωστρεφώς, και εσωστρεφώς – μέχρι που προσλαμβάνει και ατζέντη. Ο μεγάλος καημός του είναι να μπορέσει να δημοσιεύσει κάτι στο περιοδικό – βίβλο της Αμερικανικής μυθοπλασίας, το έγκυρο New Yorker. Δεν πετυχαίνει, τα πρώτα χρόνια.
Στα τέλη του 1942, το Perl Harbor. Η Αμερική μπαίνει στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Τον καλούν να υπηρετήσει, και αρχίζει μια μάλλον επιτυχημένη καριέρα χαμηλόβαθμου στρατιωτικού που πηγαίνει από προαγωγή σε προαγωγή. Μετατίθεται σε διάφορες πολιτείες στις Η.Π.Α., New Jersey, Ohio, Maryland. Όλο αυτό το διάστημα δεν σταματά να γράφει και να δημοσιεύει σε περιοδικά. Το 1944 τον Ιανουάριο παίρνει μετάθεση για την Ευρώπη, για την Μεγάλη Βρετανία. Έχει μπει στην αντικατασκοπεία, τα συμμαχικά στρατεύματα ετοιμάζονται για την μεγάλη αντεπίθεση, και σιγά σιγά φτάνουμε στην ημέρα που θα γίνει ίσως το σημαντικότερο σημείο καμπής στην ζωή του. 6 Ιουνίου 1944. Η απόβαση στην Νορμανδία.
O Salinger πάτησε το πόδι του στην Γαλλική ακτή με το κωδικό όνομα Utah στις 6 και μισή το πρωί εκείνης της ημέρας. Η μονάδα του από τις πρώτες που αποβιβάστηκαν στην κατεχόμενη Γαλλία. Πέρασε τις επόμενες 26 μέρες μαχόμενος καθημερινά. Την 1η Ιουλίου από τους 3080 άντρες της μονάδας του είχαν απομείνει 1130. Είχε μια πολύ ιδιαίτερη «δουλειά». Έπρεπε να προηγείται του στρατεύματος στις απελευθερωμένες περιοχές και να μαθαίνει για αυτές όσα περισσότερα ήταν δυνατό ώστε όταν θα φτάσουν οι στρατιώτες στην περιοχή να ξέρουν πιθανούς κινδύνους, πιθανούς συνεργάτες των Γερμανών, και άλλες σημαντικές ιδιαιτερότητες. Ιδιαίτερη δουλειά, παρασκηνιακή, αγχωτική και σημαντική.
Να πούμε εδώ ότι σε γράμματα του από εκείνη την περίοδο φαίνεται πως σε αντίθεση με πολλούς στρατιώτες φίλους του, δεν ανυπομονούσε καθόλου να ζήσει την μάχη, να γίνει η μεγάλη επίθεση. Σε αρκετές από τις ιστορίες που είχε γράψει τα χρόνια που υπηρετούσε, είχε κάνει την απόπειρα να ανατρέψει την πρωτεύουσα τότε εικόνα, πως ο πόλεμος και η μάχη ήταν κάτι ηρωικό και ονειρικό, κάτι ρομαντικό. Ωστόσο, αυτό που αντιμετώπισε ήταν πέρα από ότι φανταζόταν, πολύ περισσότερο όταν αργότερα έφτασε και σε Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκεφτείτε τώρα… είμαστε στην μάχη, είμαστε στον χαμό του πολέμου, υπάρχει συνεχή μετακίνηση, δεν ξέρεις τι και που θα σου ξημερώσει, πεθαίνουν φίλοι και γνωστοί σου, για να μην αναφέρουμε το ψυχικό κόστος (και το πνευματικό) του πολέμου. Και όμως, όλο αυτό το διάστημα ο Salinger γράφει, γράφει, γράφει. Η μόνη φωτογραφία του που υπάρχει να βρίσκεται πάνω από τα χειρόγραφά του είναι από εκείνη ακριβώς την περίοδο. Μία εβδομάδα μετά από την D Day, την απόβαση στην Νορμανδία, στέλνει μια κάρτα με τρεις προτάσεις στον Whit Burnett, όπου του γράφει πως είναι καλά, και να τον συγχωρεί, αλλά με τις δεδομένες συνθήκες δεν έχει τον χρόνο να συνεχίσει με το βιβλίο του – το μεγάλο μυθιστόρημα.
Ο Burnett πιέζει τον νεαρό Salinger να γράψει κάτι μεγαλύτερο, πιστεύει πολύ στο ταλέντο του. Εκείνος όμως φοβάται την μεγάλη φόρμα και έχει αποφασίσει να προσεγγίσει το μυθιστόρημα ως πολλές μικρές ιστορίες, που ίσως κάπως κάποτε καταφέρει να τις ενοποιήσει. Αυτές που γράφει δεν είναι όλες τους με κεντρικό πρόσωπο τον Holden Caulfield, κάποιες αφορούν την οικογένειά του ήρωα ή περιφερειακούς χαρακτήρες σε αυτό που θα γινόταν ο Φύλακας στην Σίκαλη. Πάντως ο Jerry ένα πράγμα είχε επάνω του σαν φυλακτό και σαν παρηγοριά, ακόμα και στις πιο μαύρες και δύσκολες στιγμές των μαχών – κάποιες ιστορίες σχετικές με τον Holden Caulfield.
Στις 25 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί παραδίδουν το Παρίσι. Ο Salinger και η μονάδα του επιφορτίζονται με το έργο να «καθαρίσουν» ένα μεγάλο τμήμα της πόλης την από τους συνεργάτες των κατακτητών. Μια μέρα, σύμφωνα με έναν καλό του φίλο, εντόπισαν έναν συνεργάτη των Ναζί… τον συνέλαβαν, και ενώ τον πήγαιναν για τα περαιτέρω με το στρατιωτικό τζιπ, το πλήθος των Παριζιάνων τους αντιλήφθηκε. Τους επιτέθηκαν, απέσπασαν τον συνεργάτη από τα χέρια τους – και τον ξυλοφόρτωσαν μέχρι θανάτου. Οι δύο Αμερικανοί στρατιώτες, δεν τόλμησαν και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Ο ίδιος ο Salinger δεν αφηγήθηκε ποτέ αυτήν την ιστορία, η οποία όμως έχει διασταυρωθεί πως συνέβη.
Το Παρίσι είχε και μια καλή στιγμή. Την γνωριμία με έναν από τους ήρωες του – συγγραφείς. Ο Hemingwayβρισκόταν στην πόλη για να καλύψει δημοσιογραφικά τον πόλεμο, για το περιοδικό Collier’s το οποίο είχε δημοσιεύσει κάποιες ιστορίες και του Jerry – αυτές που «σνόμπαρε» το New Yorker… Εκείνος πήγε να τον βρει, φυσικά έμενε στο Ritz – ο διάσημος Ερνέστος ήταν μαζί του πάρα πολύ ευγενικός. Του είπε πως ήξερε το έργο του, διάβασε μια ιστορία που είχε δημοσιευθεί εκείνο το καλοκαίρι και ξεκίνησαν μια χαλαρή φιλία και αλληλογραφία η οποία διήρκησε κάμποσο καιρό. Ο Salinger έλεγε για τον Hemingway πως η μάτσο περσόνα του, δεν ανταποκρινόταν στην ευγένεια και στην ταπεινότητά που είχε από κοντά, και ότι την συντηρούσε τόσο προσεκτικά αυτή την δημόσια εικόνα, ώστε κάποτε τελικά την πίστεψε και η ίδιος… αλλά η αλήθεια είναι πως απεχθανόταν την υπόγεια φιλοσοφία του έργου του Hemingway, την αποθέωση του σωματικού θάρρους, την υπερεκτίμηση αυτού που λέμε «κότσια», ως σημαντικής αρετής. Αλλά σχολιάζει ότι ίσως αυτή η αντιπάθεια να είχε να κάνει με το γεγονός πως ο ίδιος δεν είχε αυτή την γενναιότητα.
Από το Παρίσι ο Salinger με την μονάδα του εισβάλει στην Γερμανία. Ξεκινά μια ακόμα πιο τραυματική περίοδος. Για μερικούς μήνες μένει καθηλωμένος στο δάσος του Χύρτγκεν, όπου διαδραματίζεται μια από τις πιο αιματηρές αντιπαραθέσεις του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί νεκροί, πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες, πολύ θάνατοι. Γοτθικό περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιβίωσαν από τις μάχες δεν ήθελαν ποτέ να αναφέρονται σε αυτές. Ο Salinger, σύμφωνα με έναν φίλο του, πέρασε δύσκολα εκεί, μια βραδιά κάποιος αλκοολικός αξιωματούχος τον υποχρέωσε να περάσει ολόκληρη την νύχτα σε ένα παγωμένο λαγούμι χαρακώματος, για καψόνι. Σώθηκε από βέβαια θάνατο επειδή ένας φίλος του του έφερε ζεστά ρούχα και κάλτσες.
Οι κριτικοί και βιογράφοι θεωρούν πως όσα υπέφερε ο 25χρονος κατά την διάρκεια του πολέμου είναι κομβικά σημεία για την κατανόηση του έργου του. Τον εφοδίασαν και με επεισόδια, κάποια από τα οποία τα έβαλε στο έργο του (σε διηγήματά του), αλλά κυρίως με το ειδικό βάρος και με την ψυχική εμπειρία που έκανε το γράψιμό του πιο ουσιαστικό. Το δώρο του πόνου, ίσως, και της ενσυναίσθησης. Πάντως, όλο αυτό το διάστημα δεν σταματά να γράφει. Φίλοι του από την περίοδο εκείνη λένε πως κάποια μέρα, η μονάδα τους δέχτηκε ισχυρά πυρά, όλοι έσπευσαν να καλυφθούν… και ο Salinger χώθηκε κάτω από ένα τραπέζι, μαζί με την γραφομηχανή του, και δακτυλογραφούσε, την ώρα των πυρών! Αποφασισμένος, φιλόδοξος, αφοσιωμένος.
Τα πράγματα έγινα ακόμη χειρότερα. Στις 22 Απριλίου βρέθηκε στην περιοχή όπου βρισκόταν το συγκρότημα από στρατόπεδα συγκέντρωσης Νταχάου, και όπως είχε εντολή, πήγε απευθείας σε αυτό για να καταγράψει όσα θα έβλεπε. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν σε ένα μικρό στρατόπεδο, για τους άρρωστους Εβραίους. Δεν μίλησε ποτέ για την εμπειρία αυτή αναλυτικά, αλλά η κόρη του, σε ένα tell all βιβλίο που έγραψε για αυτόν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ανέφερε ότι της μετά από πολλά χρόνια της είπε «Youcould live a lifetime and never really get the smell of burning flesh out of your nose.» Υπενθυμίζω επίσης ότι τα εκατοντάδες σκελετωμένα πτώματα, οι στα πρόθυρα του θανάτου σκελετοί, που είδε, ήταν Εβραίοι, όπως και εκείνος….
Οι εννιά μήνες από τον Ιούλιο του 1944 μέχρι τον Απρίλιο του 1945, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μάχες, τα χαρακώματα, το δάσος με τις άθλιες συνθήκες, η επέλαση στην ναζιστική Γερμανία… προκάλεσαν στον 26χρονο βαθιά κατάθλιψη – μετατραυματική διαταραχή, ονομάζεται σήμερα. Πέρασε την ημέρα της συνθηκολόγησης, 8 Μαΐου του 1945, στο κρεβάτι του, με ένα περίστροφο στο χέρι, να αναρωτιέται πως θα ήταν εάν φύτευε μια σφαίρα στην παλάμη του. Ευτυχώς για όλους, είχε την ψυχραιμία και την καθαρότητα να αναγνωρίσει ότι τέτοιες σκέψεις ήταν ανησυχητικές και επικίνδυνες και πήγε μόνος του να ζητήσει βοήθεια, σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο…
Τον κράτησαν για νοσηλεία για αρκετό καιρό. Ό,τι πληροφορίες έχουμε για την περίοδο εκείνη, είναι από ένα πολυσέλιδο γράμμα που έγραψε στον Hemingway. Του παραθέτει τις ερωτήσεις που του έκαναν για να δουν αν είναι καλά στα μυαλά του, τις κλασικές των ψυχιάτρων, πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια, πως είναι η σεξουαλική σου ζωή… αυτός, σύμφωνα με το γράμμα, απαντούσε σαρκαστικά και ειρωνικά, αλλά όταν τον ρώτησαν αν του αρέσει ο στρατός, απάντησε με ένα κατηγορηματικό και πολύ σοβαρό «ναι». Εξηγεί στον παραλήπτη του γράμματος ότι δεν ήθελε να τον αποστρατεύσουν για ψυχολογικούς λόγους, διότι ανησυχούσε για τον αντίκτυπο που θα είχε κάτι τέτοιο στο να πάρουν σοβαρά τον συγγραφέα του βιβλίου που ετοιμάζει. Στο γράμμα, που είναι πολύ ενδιαφέρον, διαφαίνεται κάμποση από την ειρωνεία που έχει ο ήρωάς του, ο Holden Caulfield. Κάποια στιγμή περιγράφει τι κάνει η μονάδα του μετά το τέλος των εχθροπραξιών και λέει «έχουμε ξεμπερδέψει πια με τους ενήλικες, τώρα συλλαμβάνουμε και παιδάκια, μόνο και μόνο εάν έχουν αυθάδες ύφος». Πολύ έντονη επίσης είναι η ανάγκη του για επιβεβαίωση – παρακαλεί σχεδόν τον μεγάλο συγγραφέα να τον επισκεφθεί στην Νέα Υόρκη, και να του γράφει, τον ρωτάει πιεστικά αν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει αυτός για κείνον, ενώ του δηλώνει πως η γνωριμία και οι συναντήσεις τους ήταν το μοναδικό φωτεινό σημείο, το μόνο ελπιδοφόρο «στην όλη φάση», στην φρίκη του πολέμου.
Τον Σεπτέμβρη, ακόμη στην κατεχόμενη Γερμανία, συναντά και παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Sylvia Welter, λίγο μετά αποστρατεύεται τιμητικά, αλλά συνεχίζει να εργάζεται για το στρατό, παραμένει στην Νυρεμβέργη - ενώ γίνονται οι περιβόητες δίκες των μεγαλόσχημων Ναζί. Αρχές Μαΐου 1946 επιστρέφει στην Αμερική. Ζει στην Νέα Υόρκη, κάνει παρέα με το μποέμ πλήθος καλλιτεχνών και συγγραφέων του Βίλατζ. Μαθαίνει πως η γυναίκα του ήταν στον πόλεμο πληροφοριοδότης της Γκεστάπο και μέλος του Ναζιστικού κόμματος, ακυρώνει τον γάμο, ενώ εκείνη επιστρέφει στην πατρίδα της. Σε όλη του την ζωή, δεν θέλει να αναφέρεται καθόλου στον γάμο αυτόν, αλλά υποτίθεται πως ένα από τα έργα του που ίσως δουν το φως της δημοσιότητας στα επόμενα χρόνια είναι εμπνευσμένο από αυτήν ακριβώς την ιστορία. Το ενδιαφέρον είναι πως ο ίδιος είχε πει πως με την συγκεκριμένη γυναίκα είχε τηλεπαθητική σχεδόν επικοινωνία, ήταν μεγάλος έρωτας… Εκείνη την χρονιά γράφει και την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή του Φύλακα – μια νουβέλα 90 σελίδων, που όμως αφού την έχει στείλει σε εκδότες μάλλον δεν έχει καλές απαντήσεις και την αποσύρει – ταυτόχρονα έρχεται σε ρήξη και με τον μέντορά του, τον Burnett, ο οποίος του είχε υποσχεθεί έκδοση, αλλά δεν τήρησε την δέσμευσή του.
Το 1947 αποφασίζει να φύγει από την πόλη που είναι γεμάτη πειρασμούς – πηγαίνει στην εξοχή, στην ησυχία, γράφει πολύ, συγκεντρώνεται. Ταυτόχρονα εξερευνά την ανατολική φιλοσοφία και τις ανατολικές θρησκείες, τις μελετά εντατικά. Μετακομίζει συχνά, πηγαίνει σε όλο και πιο απομονωμένα σημεία, σε όχθες λιμνών, σε δάση, όπου εκτός από ιστορίες δεν ξεχνά να προχωρά και τον μεγάλο στόχο του που είναι να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του με τον Holden. Το βασικό υλικό είναι μια χούφτα ιστορίες που τις έχει γράψει από το 1941 και μετά – η πρόκληση είναι να τις ενοποιήσει σε ένα ενιαίο έργο, σε μια σύνθεση.
Στις αρχές του 1949, ξεκινά το μεγάλο έργο της ενοποίησης ακόμα πιο αποφασισμένα. Αλλά όχι πριν κάνει ακόμα μια «παράκαμψη». Τον καλούν σε ένα πανεπιστήμιο να δώσει διαλέξεις για το γράψιμο, είναι διάσημος κάπως, επιτέλους το New Yorker έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες του… αλλά αισθάνεται πολύ αμήχανα με την όλη εμπειρία. Ορκίζεται να μην προωθήσει έτσι τον εαυτό του ποτέ ξανά. Στους μεγάλους συγγραφείς οι εμπειρίες ματαίωσης γίνονται υλικό αποφασιστικότητας. Αποφασίζει να συγκεντρωθεί ακόμη περισσότερο στο μυθιστόρημά του.
Υπάρχει μια ιστορία, το Slight Rebellion off Madison, που αργότερα έγινε το 17ο κεφάλαιο του Φύλακα. Αν κανείς διαβάσει τις δύο εκδοχές, την πρώτη και την τελική, διαπιστώνει τον τρόπο που ο πόλεμος έχει εμποτίσει τον Holden. Μιλάει αλλιώς, λιγότερο εγωιστικά, λιγότερο μπερδεμένα. Μοιάζει σαν να έχει αποκτήσει ένα ειδικό βάρος, ότι και να είναι αυτό. Υπάρχει αυτό που ο ίδιος ο Salinger έλεγε «φωτιά ανάμεσα στις λέξεις», κάτι απροσδιόριστο, κάτι πολύ απτό στο καλό γράψιμο αλλά και πολύ μυστήριο. Και, πρακτικά, η ιστορία από τριτοπρόσωπη αφήγηση έχει γίνει πρωτοπρόσωπη.
Ο Salinger ολοκληρώνει το έργο, και το στέλνει σε ένα εκδοτικό. Ο αναγνώστης που το παραλαμβάνει του λέει ότι θα το βγάλουν, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που θα είναι ο editor, όταν όμως το στέλνει στον αντιπρόεδρο του οίκου, το μεγάλο αφεντικό, εκείνος… δεν καταλαβαίνει καθόλου τι είναι αυτό που έχει στα χέρια του. Υπαναχωρεί από την προφορική δέσμευση του editor, ο συγγραφέας γίνεται έξαλλος, βάζει τα κλάματα μάλιστα στην συνάντηση, λέει ο αστικός μύθος. Το αποσύρει το χειρόγραφο και το στέλνει στην Little Brown, που το κλείνει αμέσως, και φυσικά, κάνει την τύχη της…
Δύο χρόνια το είχε δουλέψει. Αρχές 1949 με τέλη 1950. Αλλά βέβαια, έβαλε όλη του την προηγούμενη ζωή σε αυτό, σχεδόν τριάντα χρόνια. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος της επιτυχίας. Το έστειλε στο περιοδικό NewYorker, το περιοδικό που είχε γίνει, επιτέλους, η de facto μυθοπλαστική του στέγη για τα διηγήματά του, ως ένα μικρό δώρο για την στήριξη που του παρείχαν, ελπίζοντας να δημοσιεύσουν αποσπάσματα, και αρνήθηκαν. Και ο συντάκτης με τον οποίο συνεργαζόταν και ένας ακόμη το απέρριψαν, αρνήθηκαν να τυπώσουν οτιδήποτε. Οι χαρακτήρες τους φάνηκαν μη πειστικοί….
Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε στις 16 Ιουλίου του 1951. Έκανε σχεδόν αμέσως πάταγο, ήταν σαν να το περίμενε η Αμερικανική κοινωνία. Το Time, οι New York Times και πολλές ακόμη μικρότερες εφημερίδες εκθείασαν την εξυπνάδα και την πρωτοτυπία του, την δύναμη και την ειλικρίνειά του, την σαγηνευτικότητά του. Το book ofthe month club, ζήτησε να το βάλει άμεσα στο πρόγραμμα του (τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή, επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα διανομής βιβλίου).
Όσο για τους αναγνώστες… δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είπαν ότι τους άλλαξε την ζωή. Η παράξενη, δίχως περιορισμούς αλήθεια του Holden Caulfield, οι σκέψεις, οι εντυπώσεις, τα αισθήματά του, οι αναμνήσεις του, ο τρόπος που όλα αυτά είναι υφασμένα, το αξιακό του σύστημα, η υπερευαισθησία του, η υπερβολική του φαντασία, το μείγμα απίστευτης ωριμότητας αλλά και αφέλειας, δημιουργούν μια απόλυτα αυθεντική, αλλά και απόλυτα Αμερικανική αφήγηση συνειδησιακής ροής. Άρεσε ακόμη και σε αυτούς που πρόσβαλε, τους εκπαιδευτικούς, τους «κάλπηδες», του δικηγόρους… Δημιούργησε Αμερικανικά αρχέτυπα - και ανθρωπότυπων και συμπεριφορών. Και με δεδομένη την πολιτιστική ηγεμονία της Αμερικής, από τότε, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο και τόσο να πούμε ότι δημιούργησε και οικουμενικά αρχέτυπα. Του μοναχικού και λίγο «πειραγμένου» ατόμου, που η κοινωνική υποκρισία τον οδηγεί σε περιπλανήσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε ενδοσκόπηση, σε γόνιμο διάλογο με τον εαυτό του.
Για τον Salinger το να γράψει αυτό το βιβλίο ήταν επανάσταση – μια βαθιά απελευθερωτική κίνηση, αλλά και μεγάλη λύτρωση, καθώς και αυτό-επιβεβαίωση. Κατάφερε και διοχέτευσε την απώλεια πίστης και αθωότητας που του προκάλεσε ο πόλεμος και η φρίκη του – εκτόνωσε την απελπισία του αλλά και πένθησε. Ο πόνος και η θλίψη που αισθάνθηκε για όσους και για ότι έχασε στον πόλεμο, έγινε πόνος και θλίψη του Holden Caulfieldγια τον αδελφό του, καθώς και για τον μαθητή που αυτοκτόνησε λόγω του σχολικού εκφοβισμού. Το δέος του για το πόσο παράξενος μπορεί να είναι αυτός ο κόσμος με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το θανατικό, έγινε δέος για την ενήλικη ζωή και τους συμβιβασμούς που αισθάνεται ο Holden. Το μεγάλο επίτευγμα του Salinger είναι πως μετέφερε το συναισθηματικό και νοητικό πλαίσιο που ο ίδιος έζησε, σε μια άλλη πραγματικότητα, φαινομενικά πολύ πιο αναίμακτη, χωρίς όμως να χάσει σε ένταση και ίσως και σε δραματικότητα. Ο Μεγάλος Άντρας αντιμετωπίζει τον Μεγάλο Πόλεμο VS Ο Έφηβος αντιμετωπίζει την Μεγάλη Πραγματικότητα. Είναι η ίδια ιστορία. Τηρουμένων των αναλογιών.
Κλείνοντας με τα βιογραφικά, ας δούμε τι είπε όταν τον ρώτησαν για τις συγγραφικές επιρροές του:
A writer, when he's asked to discuss his craft, ought to get up and call out in a loud voice just the names of the writers he loves. Ι love Kafka, Flaubert, Tolstoy, Chekhov, Dostoevsky, Proust, O'Casey, Rilke, Lorca, Keats, Rimbaud, Burns, E. Brontë, Jane Austen, Henry James, Blake, Coleridge. I won't name any living writers. I don't think it's right" (although O'Casey was in fact living at the time). Σε γράμματα που έγραψε στην δεκαετία του 1940 είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τρεις συγγραφείς που είχαν πεθάνει πρόσφατα: Sherwood Anderson, RingLardner, και F. Scott Fitzgerald.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Πως είναι η Αμερική εκείνα τα χρόνια; Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς αλλά και ανθρωπολόγους, η χώρα βρίσκεται σε μια κουλτούρα της ομοφωνίας. Έχει βγει νικήτρια από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρείται η παγκόσμια δύναμη που έκανε την μεγάλη διαφορά, την σωτήρια παρέμβαση. Η οικονομία της ανθεί, όλα τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η Μεγάλη Κρίση έχουν επουλωθεί και σχεδόν ξεχαστεί, όλο και περισσότεροι Αμερικανοί αγοράζουν σπίτια μακριά από το κέντρο της πόλης και δημιουργούν ένα αυθεντικά Αμερικανικό φαινόμενο, της ζωής στα προάστια, με όλες τις ανέσεις, με πολύ χώρο, με υλική αφθονία, με αυτοκίνητα, με commute για να πας και να επιστρέψεις από την δουλειά σου. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσοι πολλοί δεν έχουν ζήσει τόσο άνετα. Ταυτόχρονα, αυξάνονται εκτός από τα μέλη της μεσαίας τάξης και όσοι μετέχουν της εγκύκλιας παιδείας – υπάρχουν νόμοι που επιτρέπουν στους αποστρατευμένους στρατιώτες, τους νικητές ήρωες του πολέμου, να γραφτούν σε πανεπιστήμια. Επιπλέον, το φόβητρο του Σταλινικού κομμουνισμού, της άλλης εναλλακτικής, που φαντάζει τρομερή και φοβερή, αποδυναμώνει οποιαδήποτε τάση αμφισβήτησης. Όχι μόνο οι μάζες που ωφελούνται από την οικονομική ευμάρεια και την παντοδυναμία της Αμερικής αλλά ακόμη και οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν τον Αμερικανικό τρόπο ζωής, ή έστω μην αναρωτηθούν εάν τα αγαθά της μαζικής αγοράς, η εταιρική γραφειοκρατία η παντοδύναμη, ο καταναλωτισμός, η ομοιομορφία τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, οδηγούν σε ένα νέο μοντέλο ανθρώπου: Αυτόν που ο David Riesman ονομάζει «τον στραμμένο προς τους άλλους», εκείνον που τον ενδιαφέρει η έγκρισή της κοινωνίας όσο τίποτε, που είναι απελπισμένος για αυτήν, και γίνεται ανίκανος να σκεφτεί ανεξάρτητα, αυθεντικά, και φυσικά και να πράξει αυτόνομα και ειλικρινά.
Και μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Holden ο οποίος απορρίπτει όλα αυτά τα ιδανικά, απορρίπτει την εκπαίδευση την ακριβή, τα σχολεία, τον αθλητισμό, τους πλούσιους γονείς, τα προάστεια, τους ενήλικες, και τους αποκαλεί όλους phony, κάλπηδες. Απορρίπτει, απορρίπτει, απορρίπτει, απορρίπτει.
Βέβαια, υπάρχει και άλλη πλευρά στην εξήγηση της επιτυχίας του Φύλακα. Ότι το βιβλίο δεν πέτυχε επειδή πήγε τόσο κόντρα στους καιρούς και στις πρωτεύουσες νοοτροπίες, αλλά διότι αποκάλυψε υπόγειους κόσμους. Διότι χτύπησε κρυφή χορδή. Διότι η δεκαετία του 50 δεν ήταν περίοδος κομφορμισμού, αρμονίας και αισιοδοξίας, ομοιομορφίας… υπήρχαν διχασμοί που δεν ομολογούνταν, που θάβονταν κάτω από το χαλί, υπήρχαν συγκρούσεις και δυσαρέσκεια, υπήρχε ένταση. Πολλοί στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο δεν είχαν την δυνατότητα και τα χρήματα να γιατρέψουν και να διαχειριστούν την μετατραυματική διαταραχή, πόσο μάλλον να πάνε στο πανεπιστήμιο, έστω και με δωρεάν δίδακτρα. Τα ναρκωτικά άρχισαν να διαδίδονταν όλο και πιο πολύ, οι φυλετικές εντάσεις αυξάνονταν – σιγά σιγά θα οδηγούσαν σε αγωνιστές και σε πράξεις - σύμβολα απελευθέρωσης και στην αναταραχή που αυτά συνεπάγονται, περιοχές στις πόλεις γκετοποιούνταν. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε μεν ενισχύσει την αίσθηση του πατριωτισμού και της υψηλής αποστολής της Αμερικής, αλλά ταυτόχρονα είχε δημιουργήσει και την απειλή της πυρηνικής βόμβας – η οποία ήταν και ισχυρό ψυχικό δεδομένο για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Ακόμα, ο Kinsey έχει αποδείξει ότι η εποχή κάθε άλλο παρά φρόνιμη ήταν, ο μύθος του ετεροφυλόφιλου ζευγαριού ήταν ακριβώς αυτό, μύθος, ενώ ταυτόχρονα εκείνα τα χρόνια έγινε και η πρώτη μεγάλη έκρηξη της διάδοσης των ψυχιατρικών φαρμάκων και των κλινικών – της εμπορευματοποίησης της ψυχικής περίθαλψης και υγείας.
Και αν οι περισσότεροι Αμερικανοί αισθάνονταν πως ζούσαν ένα μεγάλο υπέροχο πάρτι, τα πρώτα χρόνια της εποχής της μαζικής αφθονίας, πολλοί άλλοι είχαν βαθιά δυσαρέσκεια για τον τρόπο ζωής που επιβαλλόταν ως σωστός ή ως μοναδικός, ή ακόμα ακόμα ζούσαν ζωές που έρχονταν σε κόντρα με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση Αμερικανό, τον αισιόδοξο, τον συνεχώς κερδισμένο. Και θεωρούσαν αυτόν τον τρόπο ζωής ανούσιο, ρηχό, προσποιητό, κατασκευασμένο. Και πίστευαν, και εδώ είναι ένα σημείο κλειδί, ότι η αποξένωση δεν ήταν μόνο σύμπτωμα… ήταν επιλογή διαχείρισης της προβληματικής κοινωνίας.
Ο Holden, ο Φύλακας στην Σίκαλη παρουσιάζει μια καθόλου κολακευτική εικόνα της Αμερικής. Μιλάει για θέματα ταμπού εκείνη την εποχή. Το σεξ, και μάλιστα σε παιδιά που σπουδάζουν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία. Την ψυχική διαταραχή. Επιπλέον έχει και έκκεντρες αντιλήψεις. Λέει πως είναι άθεος, πως είναι ειρηνιστής. Ταυτόχρονα είναι και «ασυνάρτητος». Αλλά η ασυναρτησία του έχει, λόγω της ικανότητας του συγγραφέα του, συνοχή…
Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
70 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα. 250 χιλιάδες τον χρόνο, στις Η.Π.Α. μόνο. Θρυλικό στάτους. Που έγινε ακόμη πιο θρυλικό από την μετέπειτα ζωή του συγγραφέα της. Ο Salinger, αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα απολαμβάνοντας την επιτυχία, τελικά αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Βοήθησε βέβαια και ότι έβγαλε πολλά χρήματα – καθώς και ότι το βιβλίο όσο περνούσε ο καιρός έβρισκε όλο και περισσότερους αναγνώστες, που το λάτρευαν. Πάντως, το 1953, αφού κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων, τις Εννιά Ιστορίες, που πούλησε και αυτή πολύ, έφυγε από την Νέα Υόρκη και πήγε στο New Hampshire, σε μια μικρή πόλη το Cornish. Σε σπίτι με φράκτη, απομονωμένο. Άλλο ένα Αμερικανικό αρχέτυπο – η απροθυμία να παίξεις το παιχνίδι των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που όμως ενδεχομένως είναι ο καλλίτερος τρόπος να παίζεις το παιχνίδι τους… αλλά και το δικό σου.
Εν τω μεταξύ, αρνείται όσους του ζητάνε να γυρίσουν το μυθιστόρημά του σε ταινία. Μεταξύ αυτών οι Elia Kazan, Leonardo DiCaprio, Harvey Weinstein, Jack Nicholson, Steven Spielberg, και Marlon Brando. Το 1960 είπε στο Newsweek «δεν μπορώ να δώσω την άδεια. Φοβάμαι ότι δεν θα άρεσε καθόλου στον Holden».
ΜΕΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΛΕΙΔΙΑ:
- Καταρχήν να μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας - πως αιτιολόγησε το γιατί δεν δίνει την άδεια να γίνει ταινία: «The Catcher in the Rye is a very novelistic novel. There are readymade “scenes”—only a fool would deny that—but, for me, the weight of the book is in the narrator’s voice, the non-stop peculiarities of it, his personal, extremely discriminating attitude to his reader-listener, his asides about gasoline rainbows in street puddles, his philosophy or way of looking at cowhide suitcases and empty toothpaste cartons—in a word, his thoughts. He can’t legitimately be separated from his own first-person technique. True, if the separation is forcibly made, there is enough material left over for something called an Exciting (or maybe just Interesting) Evening in the Theater. But I find that idea if not odious, at least odious enough to keep me from selling the rights…. And Holden Caulfield himself, in my undoubtedly super-biased opinion, is essentially unactable.»
- Υπάρχει μια τάση να ταυτίζουν τον Salinger με τον Holden αλλά και μια εξίσου έντονη αντίθετη τάση να προσπαθούν να αποδείξουν με διάφορους τρόπους ότι δεν έχει καμία σχέση μαζί του. Η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Ο συγγραφέας πήρε υλικό από την ζωή του και το χρησιμοποίησε στην ιστορία που έγραψε. Ο όλεθρος του πολέμου, έγινε θλίψη για τον χαμένο αδελφό. Η αποξένωση ως μηχανισμός επιβίωσης στον πόλεμο, έγινε αποξένωση ως μηχανισμός επιβίωσης στα ακριβά σχολεία του Μανχάταν. Η επιθυμία του να προστατεύσει τους στρατιώτες στο μέτωπο, έγινε επιθυμία να προστατεύσει τα παιδιά στο χωράφι με την σίκαλη. Τα σχολεία που πήγε και η στρατιωτική ακαδημία μπήκαν στο βιβλίο… οι πλούσιοι γονείς, επίσης.
- Θέματα του μυθιστορήματος: Η αποξένωση ως μηχανισμός άμυνας – η οδύνη του να μεγαλώνεις – η υποκρισία του κόσμου των ενηλίκων - το πένθος - Ο διχασμός της ανθρώπινης φύσης, η αμφιθυμία της ύπαρξης.
- Μοτίβα - πλαίσια: οι σχέσεις, η οικειότητα, ειδικά σε σχέση με τον σωματικό έρωτα, η μοναξιά, και η σχέση με τον εαυτό μας.
- Σύμβολα: η εικόνα του Φύλακα στην Σίκαλη – το κόκκινο καπέλο – το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας με την ακινησία του – Οι πάπιες στο Central Park.
- Από την πρώτη αράδα, μας συστήνει έναν παράξενο έφηβο. Ο Holden είναι προνομιούχος, είναι βιβλιόφιλος, είναι Δονκιχωτικός, αλλά και μοναχικός, συμπονετικός, αλλά και εκνευριστικός, υποκριτής και ο ίδιος, παρά το ότι τον πλακώνει η υποκρισία του περιβάλλοντος του. Θέλει να διαφυλάξει όσο περισσότερο είναι δυνατόν την αθωότητα του κόσμου, όχι την δική του που ομολογεί πως την έχει χάσει, αλλά των παιδιών. Θεωρεί την απώλεια της αθωότητας πτώση… θυμηθείτε την σκηνή που φοβάται να κατέβει από το πεζοδρόμιο στο επίπεδο του δρόμου…
- Ο Φύλακας μας συστήνει όχι μόνο έναν παράξενο έφηβο, αλλά και έναν πρωτότυπο και ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης. Υπάρχει οικειότητα, υπάρχει αμεσότητα, έντονη προφορικότητα, αμεσότητα, αμφιλεγόμενη ειλικρίνεια, αυθεντικά εφηβική και οργισμένη. Ο λόγος/γλώσσα του είναι ο θρίαμβος της του εξομολογείσθαι. Και τι πιο λυτρωτικό υπάρχει από την εξομολόγηση; Επίσης – εφηβικοί βαρβαρισμοί. Επανάληψη φράσεων και λέξεων που περισσότερο περιγράφουν αυτόν που τις λέει παρά εκείνους που απευθύνει τους χαρακτηρισμούς. Μέχρι και η χρήση των πλαγιαστών των italics είναι ουσιαστική και ενδεικτική.
- Ο Φύλακας όμως ακολουθεί όμως και αρχέτυπα της Αμερικανικής λογοτεχνίας. Θυμηθείτε τον Χακ Φιν, του Μαρκ Τουέην… και οι δύο ήρωες είναι περιθωριακοί, από επιλογή – δεν τους αρέσει το σύστημα, το κατεστημένο, δεν εμπιστεύονται τις αυθεντίες, αντίθετα, θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Προσπαθούν πάνω σε μια σχεδία να πλεύσουν, ο ένας στον ποταμό ο άλλος στο ρεύμα της σύγχρονης ζωής. Και αν η σχεδία του Φιν είναι πραγματική, η σχεδία του Holden είναι ο εσωτερικός του μονόλογος. Και αν ο Φιν πρέπει να σώσει τον εαυτό του και έναν μαύρο σκλάβο, κόντρα στους νόμους, ο Holden πρέπει να σώσει την ικανότητά του να πιστεύει στον κόσμο. Έχουν όμως και διαφορές, σημαντικές: Ο ένας είναι αθώος αλλά τόσο ικανός να κινείται στον κόσμο, ο άλλος έχει χάσει την αθωότητά του αλλά αυτό τον έχει κάνει λιγότερο ικανό να «πλέει», να ζει. Ο ένας έχει παιδεία, έχει εκπαίδευση, έχει πλούσιους γονείς και χρήματα, έχει κυνισμό, έχει γνώσεις… αλλά έχει και άγχος, αγωνία, αβεβαιότητα, υποκρισία… το δέντρο της γνώσης έχει πικρούς καρπούς. Δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος ούτε για τον κόσμο, ούτε για τον εαυτό σου, ούτε για την σχέση ανάμεσα στα δύο. Υπάρχει μάλιστα και ένα σημείο, που ο Salinger δείχνει να αναγνωρίζει την επιρροή του Mark Twain. Λέει ο Χακ Φιν: “Then I set down in a chair by the window and tried to think of something cheerful, but it warn’t no use. I felt so lonesome I most wished I was dead.” Και ο Holden λέει στο κεφάλαιο7: “All I did was, I got up and went over and looked out the window. I felt so lonesome, all of a sudden. I almost wished I was dead.” Η μοναξιά, η φρικτή μοναξιά, που κάνει δύο τόσο διαφορετικά παιδιά να σκέφτονται τον θάνατο, την αυτοκτονία, με εκατό χρόνια διαφορά.
- Ο Salinger καταφέρνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Να κάνει τον χαρακτήρα του εξομολογητικό βαθιά αλλά και ταυτόχρονα πολύ κρυπτικό. Ως αναγνώστες έχουμε την αίσθηση ότι τον γνωρίζουμε πολύ καλά αλλά και ότι δεν τον γνωρίζουμε καθόλου καλά. Και αυτό δεν είναι αδυναμία αλλά σαγήνη του βιβλίου. Ίσως έτσι αποτυπώνει την σχέση που έχουμε με τον σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής μας, τον εαυτό μας. Που τον ξέρουμε όσο κανείς, αλλά και δεν τον ξέρουμε καθόλου ώρες - ώρες. Και, αναρωτιέμαι… μήπως τελικά μια υπόγεια δύναμη του Φύλακα στην Σίκαλη να είναι πως αποτελεί μια μεταφορά της σχέσης μας με τον εαυτό μας τον ίδιο; Όχι μόνο στο πως και πόσο τον ξέρουμε, όχι μόνο στην αμφιθυμία του, αλλά και στις αρχετυπικές διαδικασίες της αθωότητας που χάθηκε δίχως να το καταλάβουμε, του πένθους που δεν το εκτονώσαμε και έγινε οργή, όλων αυτών που επειδή δεν τα κλάψαμε μέσα μας, έγιναν φυγή και επιθετικότητα.
- Η σχέση του Holden με τα βιβλία: Ο Holden είναι διαβασμένος. Τεστάρει τα βιβλία με κριτήριο αν θέλει να τηλεφωνήσει στους συγγραφείς τους (αλλά αυτό γράφτηκε από έναν συγγραφέα που δήλωνε «αν θέλετε να μάθετε τι κάνω και πως είμαι, μην με ενοχλήσετε, διαβάστε τα βιβλία μου»). Θέλει να τηλεφωνήσει στην Isak Denisen, στον Ring Lardner, αλλά όχι στον Σωμερσέτ Μωμ, αν και του αρέσει το Of Human Bondage. Και θέλει να τηλεφωνήσει και στον Thomas Hardy. Και ας έχει πεθάνει.
- Η εμβληματική σκηνή με την αδελφή του, την Φοίβη: Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, απαντά στην αδελφή του που του έχει προτείνει να γίνει δικηγόρος… Λέει: I mean they’re all right if they go around saving innocent guys’ lives all the time, and like that, but you don’t do that kind of stuff if you’re a lawyer. All you do is make a lot of dough and play golf and play bridge and buy cars and drink Martinis and look like a hot-shot. And besides. Even if you did go around saving guys’ lives and all, how would you know if you did it because you really wanted to save guys’ lives, or because you did it because what you really wanted to do was be a terrific lawyer, with everybody slapping you on the back and congratulating you in court when the goddam trial was over, the reporters and everybody, the way it is in the dirty movies? How would you know you weren’t being a phony? The trouble is, you wouldn’t.
I keep picturing all these little kids playing some game in this big field of rye and all. Thousands of little kids, and nobody’s around—nobody big, I mean—except me. And I’m standing on the edge of some crazy cliff. What I have to do, I have to catch everybody if they start to go over the cliff—I mean if they’re running and they don’t look where they’re going I have to come out from somewhere and catch them. That’s all I’d do all day. I’d just be the catcher in the rye and all. I know it’s crazy, but that’s the only thing I’d really like to be.
Η πολεμική σχετικά με το βιβλίο.
Η κριτική για το βιβλίο ποικίλει… θεωρείται πως είναι μόνο η γκρίνια ενός κακομαθημένου προνομιούχου παιδιού. Θεωρείται πως το μόνο που κάνει είναι να αποτυπώνει τον εφηβικό ψυχισμό - ούτε καν τον εφηβικό, τον παιδικό. Θεωρείται πως μόνο απορρίπτει, επίσης. Λένε τον Holden βαρετό, γκρινιάρη, εγωκεντρικό, αδιάφορο, μελό, ασεβή. Προσάπτουν στο μυθιστόρημα μια πολύ περιοριστική απεικόνιση της εφηβικής οργής που έχει συγκεκριμένο φύλο, εθνικότητα και φυλή, τάξη και εποχή…
Αλλά… ο Φύλακας, ο Holden, δεν απορρίπτει μόνο. Διαβάζοντάς το μυθιστόρημα βλέπει κανείς πολλές εναλλακτικές για το πως να ζει – εναλλακτικές που υποδεικνύουν προς την κατεύθυνση των σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους, και της παιδείας, αλλά και την αυτογνωσίας και του διαλόγου με τον εαυτό. Προς το Γνώθι Σαυτόν. Ακόμα, το επιχείρημα ότι είναι περιορισμένο στην κοινωνική τάξη και στο πρόσωπο του Holden Caulfield είναι αντίστοιχο με το να ισχυρίζεται κανείς ότι με τον David Copperfield μπορείς να ταυτιστείς αναγνωστικά μόνο αν είσαι άστεγο φτωχαδάκι στο Λονδίνο – ή ότι η Καλύβα του Μπαρμπά Θωμά είναι μόνο για σκλάβους, μαύρους. Ακυρώνουμε μια από τις σημαντικότερες λειτουργείες της καλής λογοτεχνίας που είναι η συμβολικότητα των δομικών της στοιχείων – των χαρακτήρων και των συνθηκών. Ασφαλώς, η αποξένωση ενός προνομιούχου εφήβου, είναι διαφορετική από την αποξένωση ενός αγωνιστή για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά είναι, ωστόσο, αποξένωση. Και μια λειτουργία της λογοτεχνίας είναι να αποτυπώνει τις πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, ακόμη και των «προνομιούχων», με ειλικρίνεια και με πειστικότητα.
Προς περαιτέρω υπεράσπιση του έργου, καταθέτω και την προφητικότητά του. Ο Holden τους λέει όλους κάλπηδες, ότι άλλα λένε και άλλα σκέφτονται… σκεφτείτε τους ρόλους που παίζουμε όλοι σχεδόν πια σήμερα στα social media, το πως τονίζουμε τις καλύτερες πλευρές μας, ή πως κολακεύουμε τις όχι και τόσο καλές. Ο Holden τουλάχιστον μας έδειξε χωρίς επιχρωματισμούς και φίλτρα, και δίχως απόπειρες να υποτονίσει, την προσωπικότητά του, την οργή του, το πένθος του.
Επίσης, κάτι που ίσως παραβλέπουν πολλοί αναγνώστες του έργου… ο Holden δεν είναι μόνο απορριπτικός για την κοινωνία, αλλά και για τον εαυτό του. Λέει συνέχεια ότι είναι ψεύτης αλλά και ψεύτικος. Σαρκάζεται και έχει χιούμορ.
Ερμηνεύεται ακόμη ως κάποιος που το βασικό του πρόβλημα είναι πως αρνείται την ευθύνη να μεγαλώσει. Έτσι τουλάχιστον αποδίδουν δύο από τις σκηνές κλειδιά του βιβλίου, την σκηνή του οράματός του στο χωράφι της σίκαλης, καθώς και αυτή στο μουσείο, που τον γοητεύει επειδή τα εκθέματα παραμένουν ακίνητα και αναλλοίωτα στον χρόνο. Αλλά η προσωπική μου ανάγνωση είναι ότι το πρόβλημα του νεαρού Holden δεν είναι η ενηλικίωση per se. Το πρόβλημά του είναι ίσως η είσοδος σε έναν τρομακτικό κόσμο δίχως προετοιμασία, είναι ο θάνατος, είναι ότι έχασε τον αδελφό του, είναι ότι στον κόσμο των ενήλικων υπάρχει αποξένωση, και αλλοτρίωση η οποία μπουκώνει, κλείνει τα κανάλια για να εκτονώσει την οργή και την θλίψη του. Είναι ότι στην κοινωνία των ενηλίκων οι άνθρωποι είναι ρόλοι, δεν είναι άνθρωποι.
Ίσως, ο Holden, ο Φύλακας στην Σίκαλη, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα μπαλκόνι με θέα τον κόσμο, έναν συγκεκριμένο κόσμο, καθορισμένο χρονικά και πολιτισμικά. Κατά γενική ομολογία ο κόσμος του, τα πρόσωπά του, τα επεισόδια και οι σκηνές είναι πολύ καλογραμμένα, και μας δείχνουν πως ήταν η Αμερική, το Μανχάταν, τότε… αλλά ας μην κλέβουν την παράσταση από αυτό που υπάρχει μέσα τους… Ο Holden είναι ένα θραύσμα από έναν καθρέφτη όπου κοιτάζουμε και διακρίνουμε κάποιες από τις σημαντικότερες και πιο παραμελημένες «αρνητικές» αλλά δομικές ιδιότητες του εαυτού μας. Για αυτό και είναι ένα μυθιστόρημα που όσο μεγαλύτερος το διαβάσεις, τόσο καλύτερα…. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας έχει τονίσει πως είναι για ενήλικες, και ας το έκαναν οι έφηβοι όλου του κόσμου την επιτυχία που είναι…
Βαγγέλης Προβιάς, Οκτώβρης 2019