Marilynne Robinson
Η Marilynne Robinson εκφράζει μια εκδοχή της συγγραφής και της δημιουργικότητας πολύ διαφορετική από την πρωτεύουσα, ειδικά στην εποχή μας. Είναι μια εκδοχή βασισμένη σε ένα αξιακό σύστημα που είναι πολύ έξω από την μόδα και την επικαιρότητα, και αν όχι έξω, σίγουρα στο περιθώριό της. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και εξαιρετικά αναγνωρισμένη. Πρόκειται για μια προσέγγιση στα πράγματα που είναι όχι εύκολη, όχι χαλαρή, αλλά σίγουρα είναι εμπνευστική, σίγουρα είναι ωφέλιμη, και σίγουρα επιτυγχάνει μια από τις βασικές λειτουργίες της λογοτεχνίας: Να φωτίζει σπάνιες, απόκρυφες, πτυχές της ανθρώπινης φύσης, να αναδεικνύει λειτουργίες και διαδικασίες του ψυχισμού και της σκέψης μας που ίσως η εποχή μας έχει θάψει, κάτω από τον καταιγισμό της ταχύτητας, την υπερπληθώρα ερεθισμάτων, της αέναης αναζήτησης προς τα έξω, του ανθρώπου που είναι στραμμένος μόνο και συνεχώς προς τους άλλους. Πιστεύω πως η αφήγηση α λα Robinson ενδέχεται στα εξωτερικά της γνωρίσματα να είναι πρόσφορη για αντιρρήσεις, υπάρχει ένα όμως επόμενο, βαθύτερο επίπεδο, το οποίο θεωρώ πως είναι πολύ χρήσιμο, πολύ αληθινό και πολύ ουσιαστικό, στην πορεία για την αυτογνωσία, αλλά και την σύνδεση με τον κόσμο γύρω και εντός μας.
Η αρχή της ιστορίας:
Η Robinson γεννήθηκε το 1943. Είναι δέκα χρόνια πριν το Φύλακα στην Σίκαλη, δεκαπέντε πριν το θριαμβευτικό ντεμπούτο του Roth, το Αντίο Κολόμπους, ενώ η Tony είναι 12 χρονών, ο Faulkner είναι ξεχασμένος ακόμα…. Τόπος γέννησης, το Σαντπόιντ, μια πολύ μικρή πόλη στον βορά των Η.Π.Α. στην πολιτεία του Idaho, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα με τον Καναδά. Πυρηνική, βαθιά Αμερικανική επαρχία, εκείνη την εποχή είχε γύρω στους 5 χιλιάδες κατοίκους η πόλη της, αλλά μεγάλη έκταση. Αραιοκατοικημένη, πολύ.
Η ίδια περιγράφει αυτήν την περιοχή ως την λιγότερο θρησκευτικά προσανατολισμένη σε ολόκληρη την χώρα, ενώ η οικογένειά της ήταν μάλλον χαλαρά θρησκευόμενη – ωστόσο λέει, εξηγώντας αυτό που θεωρείται από πολλούς το βασικό χαρακτηριστικό της γνώρισμα, η πίστη της: «αισθάνθηκα τον Θεό σε πολύ μικρή ηλικία, βρισκόταν στον αέρα κατά κάποιον τρόπο. Ζούσα στα ορεινά, σε ένα πολύ δραματικό τοπίο, που είχε πολύ μικρό πληθυσμό. Υπήρχε μια δυσαναλογία ανάμεσα στην φύση και το μεγαλείο της από την μια πλευρά και στο περιορισμένο ανθρώπινο στοιχείο από την άλλη. Αυτή η δυσαναλογία κατά κάποιο τρόπο μου έδωσε αυτή την αίσθηση κάποιου πολύ ισχυρού άλλου, και πολύ ζωντανού, την αίσθηση δηλαδή του θείου. Ίσως από εκεί πηγάζει το ότι ο Θεός φαίνεται τόσο πραγματικός σε μένα.»
Οι γονείς της ήταν παντρεμένοι για 54 χρόνια, γνωρίστηκαν σχεδόν έφηβοι στο τοπικό παζάρι/πανηγύρι. Ο μπαμπάς δούλευε σε ξυλουργείο, από εργάτης σιγά σιγά έφτασε διευθυντής. Ήταν πολύ λιγομίλητος, σχεδόν ενοχλητικά για ένα παιδί, και πολύ στοχαστικός. Η μητέρα είχε το μυαλό και το τσαγανό να κάνει ό,τι θέλει, της άρεσε το διάβασμα, η τέχνη, αλλά έπεσε θύμα της εποχής που οι γυναίκες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Η ίδια η συγγραφέας έχει πει για τους γονείς της πως αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανθρώπων που επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι η ζωή σε αυτή την ζωή δεν είναι η μοναδική και οριστική ανθρώπινη συνθήκη - έμοιαζαν σαν να μην ταίριαζαν πολύ με αυτόν τον κόσμο. Πάντα η Robinson μιλά πολύ μεταφυσικά, ακόμη και στις συνεντεύξεις της.
Είχε έναν αδελφό, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος και εξίσου βιβλιόφιλος. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ακαδημαϊκούς - ειδικούς στην τέχνη της αναγέννησης. Όταν ερχόταν από το πανεπιστήμιο, μάγευε την μικρή Marilynne γιατί της διηγείτο τι μάθαινε στα μαθήματά του. Εκείνη διάβαζε πάρα πολύ από μικρή ακόμη, τελείωσε τον Moby Dick στα 9 της – λίγο και από πείσμα, επειδή την έβλεπαν να το κρατά και της έλεγαν πως αποκλείεται να το τελειώσει, εδώ δεν το έχουν καταφέρει μεγάλοι. Έχει δηλώσει πως η πιο πολύτιμη συμβουλή που της έχουν δώσει ποτέ είναι κάτι που της έλεγαν οι δάσκαλοί της: «Θα περάσεις παρέα με το μυαλό σου ολόκληρη την ζωή σου. Επειδή έχεις την δυνατότητα να το διαμορφώσεις, διαμόρφωσέ το σε κάτι με το οποίο να θέλεις να συμβιώσεις και να συνυπάρχεις κάθε στιγμή και για πολλά χρόνια…»
Πήγε στο Λύκειο σε μια κοντινή μεγάλη πόλη, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνική, ενώ τα διαβάσματα που την διαμόρφωσαν ήταν ο Σαίξπηρ, η Βίβλος, το Walden και το Νησί των Θησαυρών, Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι (το βιβλίο, όχι το σήριαλ), καθώς και πολλή κλασική Ελληνική και Ρωμαϊκή λογοτεχνία, αλλά και βιογραφίες ιστορικών προσώπων. Μπήκε στο για κορίτσια παράρτημα στο πανεπιστήμιο Brown, ένα από τα καλύτερα της Αμερικής, και γράφτηκε και σε ένα τμήμα δημιουργικής γραφής, με καθηγητή έναν πολύ αυστηρά μεταμοντέρνο συγγραφέα, τον John Hawkes, (τον αναφέρει ως επιρροή ο Pynchon) ο οποίος είναι εντελώς στην άλλη πλευρά του φάσματος σε ύφος από εκείνη. Ωστόσο, ο καθηγητής αυτός την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει την επιθυμία της να πειραματίζεται με την εκτεταμένη μεταφορά/αλληγορία. Πήρε πτυχίο στην φιλολογία και μεταπτυχιακό στην Αγγλική φιλολογία. Η διατριβή της ήταν για ένα από τα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ, τον Henry VI, και τις παραδόσεις της ιστοριογραφίας που διαφαίνονται σε αυτό.
Καθώς έκανε την έρευνα για την διπλωματική της, σημείωνε σε σκόρπια χαρτιά τις μεταφορές που συναντούσε, ενώ ταυτόχρονα σκάρωνε και κάποιες δικές της. Όταν τελείωσε «διαπίστωσε πως με τις μεταφορές είχε δομήσει κάτι το οποίο υπονοούσε πολλά περισσότερο, κάτι που έδινε μια συνεκτική αίσθηση ενός τόπου, αλλά και ύφους» και ξεκίνησε να δουλεύει το πρώτο μυθιστόρημά της, το Housekeeping. Ρουθ στα ελληνικά. Της πήρε δεκατέσσερις μήνες να το γράψει. Η πόλη στην οποία μεγάλωσε είναι η βάση για την πόλη στο βιβλίο αυτό. Μάλιστα, έχει πει η ίδια σε μια συνέντευξη της πως το έναυσμα, η πρώτη ιδέα του μυθιστορήματος εκείνου, δεν ήταν κάποιος χαρακτήρας, δεν ήταν κάποιο επεισόδιο ή κάποιο γεγονός, δεν ήταν κάποιο συναίσθημα… αυτό που την έβαλε στην διαδικασία ήταν να περιγράψει την αίσθηση της παράξενης πόλης όπου μεγάλωσε. Ήταν το βιβλίο που την έκανε πολύ γνωστή και το έγραψε δίχως την παραμικρή φιλοδοξία δημοσίευσης, όπως και ο Faulkner. Αποτελούσε για εκείνη ένα τρόπος να εκφράσει τον εαυτό της και την καλλιτεχνική της υπόσταση και φιλοδοξία με απολύτως δικούς της όρους. Το δίνει να το διαβάσουν δικοί και φίλοι, την ενθαρρύνουν να το στείλει σε εκδοτικούς, και καταφέρνει να βρει ατζέντη – έχει την ίδια ακόμη μέχρι σήμερα, (Ellen Levine) – η οποία το πουλάει σε πολύ μεγάλο και αξιοσέβαστο εκδοτικό οίκο.
Η ίδια είπε για αυτό το πρώτο βιβλίο της:
In writing ''Housekeeping'' I was trying to recover the appearance and the atmosphere of a very particular place, northern Idaho. When I wrote it, I had not spent much time there for almost 20 years. So it was very much an exploration of memory that I was engaged in. I thought I was writing an unpublishable book, so I was undistracted by other considerations than my own interest in the workings of memory and the ability of language to evoke what I ''saw'' in memory. I found that the common old question, ''What was it like?'' stimulated recollection and recruited words and images that made my sense of the thing remembered, a place or a smell or the glint of light on water, much more accessible to me than I could have anticipated. It became a discipline for me, always to keep a scene before my eyes and to be ready to value and explore any detail that presented itself to me with an especially pungent or plangent specificity. I wrote much of the book in a darkened room. This was not intended as part of the experiment, but it may have contributed to it. My memories were often as bright as dreams and often as highly detailed. Only the place is actually remembered in the book. None of the characters or events are real. The point was to let my imagination take on the colorations of memory and interpret the place, as music might do. Flatness of characterization seemed to me a problem to be solved, since it was true then, as it is now, that I have to feel I am being fair to my characters at very least -- not giving them faults or limitations that would make them my helpless victims, the easy objects of my praise or blame. I decided that compassion as a discipline would preclude this, and would give them both dimension and a certain latitude, in the sense that I would be giving them real options. Writers always say characters surprise their authors, and I thought that would be likelier to happen if I had not judged them at the outset and would not judge them at any point in the story. Ruth to me meant mercy and graciousness. This is a more complete version of the story than the one that appeared in print.
Tο βιβλίο πήρε διθυραμβικές κριτικές, από την πρώτη στιγμή. Ο Guardian το έβαλε στην λίστα με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, οι Αμερικάνοι το έχουν στην λίστα με τα καλύτερά μυθιστορήματά τους, κέρδισε βραβεία, και μπήκε στην βραχεία λίστα για πολλά άλλα.
Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μυθιστόρημα της μεσολάβησαν 24 χρόνια, με εξαίρεση ένα διήγημα που δημοσιεύθηκε στο The Paris Review το 1986. Στο ενδιάμεσο έγραψε ένα βιβλίο με έντονη πολεμική, non fiction, το Mother Country, (1989), για τον σταθμό επεξεργασίας εξαντλημένων πυρηνικών καυσίμων του Σέλαφιλντ, στην Μεγάλη Βρετανία. Είναι κατά κάποιο τρόπο το Τσέρνομπιλ της Δύσης. Ο σταθμός του Σέλαφιλντ βρίσκεται στη βορειοδυτική Αγγλία και δεν παράγει πλέον ηλεκτρική από πυρηνική ενέργεια, αλλά ασχολείται με την επεξεργασία του εξαντλημένου πυρηνικού καυσίμου. Βρίσκεται σε διαδικασία παροπλισμού και αποσυναρμολόγησης. Προκάλεσε μεγάλες εντάσεις το βιβλίο αυτό, μάλιστα η Greenpeace έκανε μηνύσεις για λίβελο, και έτσι δεν κυκλοφορεί στην Μεγάλη Βρετανία. Εκείνη όμως, η συγγραφέας, αρνήθηκε να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς της ότι καλύπτει ανεπαρκώς, η οργάνωση, την απόρριψη πυρηνικών αποβλήτων στην θάλασσα. Ήταν υποψήφιο για το National Book Award.
Το δεύτερο non fiction βιβλίο της μια συλλογή δοκιμίων, με τίτλο The Death of Adam (1998) με θέματα από την ιστορία, την θρησκεία και την κοινωνία. Διακρίνεται από την πίστη της συγγραφέως στην αναφορά σε και στην γνώση αυτών που ονομάζει πρωταρχικά κείμενα, καθώς και από έντονα ρηξικέλευθη διάθεση, που όμως στοιχειοθετείται πολύ στιβαρά, με επιχειρήματα, με βιβλιογραφίες.
Το Gilead κυκλοφόρησε το 2004. Πολύ μεγάλη επιτυχία, του απονεμήθηκε το βραβείο Pulitzer και το βραβείο του Κύκλου των Κριτικών. Λογοτεχνικό best seller με τα όλα του. Απολαυστικό βιβλίο στο διάβασμα, αλλά και με πολύ ισχυρή και πολυσήμαντη πλαισίωση. Με αναφορές ιστορικές, θρησκευτικές, κοινωνικές… αλλά και με βαθιά ανθρώπινη ουσία.
Ήδη από το 1991 περίπου η Robinson ζούσε στην Iowa, δίδασκε στο διάσημο ομώνυμο Writers Workshop, όπου επηρέασε μια πληθώρα συγγραφέων – κάπως ειρωνικό αν σκεφτούμε ότι η ίδια έχει πει κατ’ επανάληψη και χωρίς ντροπή ότι δεν διαβάζει σύγχρονους συγγραφείς καθόλου. Σε μια συνέντευξή της δήλωσε πως το να διδάσκει της έχει δημιουργήσει μια απέραντη εκτίμηση για όσους γράφουν: «έχω τον ίδιο σεβασμό για τους συγγραφείς που διακρίνονται στην τέχνη τους όσο και εκείνους που αποτυγχάνουν. Είναι τόσο δύσκολο το γράψιμο και τους αξίζει κάθε αναγνώριση για την γενναιότητα τους να εκτεθούν…»
Το τρίτο μυθιστόρημα, βγήκε πολύ γρήγορα για τα δικά της standards, το 2008, και είναι το Home. Εδώ, δευτερεύοντες χαρακτήρες από το Gilead παίρνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, οι αγαπημένοι γείτονες του Ames, ήρωα του Gilead. Όπως ο Faulkner τον οποίο θαυμάζει, αν και δεν γράφει καθόλου παρόμοια, η Robinson έχει φτιάξει ένα μυθοπλαστικό κόσμο, από τον οποίο αντλεί, και τον οποίο τροφοδοτεί με κάθε νέο μυθιστόρημα.
Το Αbsence of Mind: The Dispelling of Inwardness from the Modern Myth of the Self (2010) και το When I Was a Child I Read Books (2012) – είναι δύο συλλογές δοκιμίων πολύ προσωπικά, με πολεμική έντονη, αλλά και πολύ εμπεριστατωμένα.
Το επόμενο μυθιστόρημα της και πιο πρόσφατο, είναι το Lila, του 2014. Πρόκειται για την ιστορία της συζύγου του ήρωα του Gilead, πριν την γνωριμία τους.
Μερικά στοιχεία για την κουλτούρα της Robinson
Αποκαλεί τον Melville και την Dickinson θείους και θείες – είναι οι πολυαγαπημένες της επιρροές. Διαβάζει επίσης πολύ και Wallace Stevens, Αμερικανό ποιητή.
Έχει βαθιά εκτίμηση για την ιστορία: «Πολλοί φοιτητές μου δεν έχουν αίσθηση πως ήταν ο κόσμος πριν τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων και των γυναικών. Από την μία πλευρά, είναι οδυνηρό και προκαλεί ντροπή η κουβέντα για εκείνες τις άσχημες εποχές. Από την άλλη όμως, είναι τρομερό να μην γνωρίζουμε πως εάν αποφασίσουμε να κάνουμε την κοινωνία πιο δίκαιη, εμείς οι άνθρωποι, μπορούμε πραγματικά να το καταφέρουμε.»
Πιστεύει πολύ στην ανάγνωση των πρωτότυπων/πρωταρχικών κειμένων. Έχει εκφράσει την δυσαρέσκειά της που οι άνθρωποι στην εποχή μας διαβάζουμε περισσότερο αναλύσεις για την λογοτεχνία, ή για τα αρχετυπικά κείμενα, παρά τα ίδια τα κείμενα που αναλύονται.
Τα έργα της υφαίνουν το ανθρώπινο με το ιστορικό. Είναι αντίδοτα στην ιστορική αλλά και συλλογική λησμονιά. Είναι φάρμακο στο να ξεχνάμε όχι μόνο τα επιτεύγματα των προηγούμενων γενιών και της εποχής μας, αλλά και στην μη συνείδητοποίηση πως ξεχνάμε, πως παραβλέπουμε τόσα πολλά…. Λέει πως της αρέσει να γράφει κυρίως για αυτά που ξεχνάμε.
Η Robinson εμπιστεύεται, είναι σχεδόν απαιτητική με τους αναγνώστες της – ότι μπορούν να στοχαστούν, να εκτιμήσουν την γλώσσα για την γλώσσα, και ενώ είναι ηθικά πολύ στιβαρή, δεν είναι καθόλου αυστηρή και κατακριτική.
Έχει πει για το Gilead, και για το γεγονός πως στερείται κάποιας αφηγηματικής έκρηξης: «Κάτι υπάρχει στον τρόπο που προσεγγίζω τα πράγματα… Έχω ένα πρόβλημα με τις εκρήξεις, παρά το γεγονός πως έχουν γραφτεί εξαιρετικά βιβλία για πράγματα που εκρήγνυνται. Αλλά αν αυτό που θα κάνει κάποιο μυθιστόρημα ενδιαφέρον είναι η έκρηξη, και όχι η ίδια η ουσία του, το δεδομένο δηλαδή που το μυθιστόρημα αφορά, τότε, μιλάμε για κάτι που θα ήθελα να το αποφύγω.»
Και άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση: «Εάν ξέρω την προέλευση μια ιδέας, δεν την χρησιμοποιώ. Γιατί αυτό σημαίνει πως έχει μια συνθετική – τεχνίτη ποιότητα, αντί να είναι κάτι οργανικό, κάτι που προέκυψε από την σκέψη και το συναίσθημα μου.»
Η σχέση της με την θρησκεία δεν είναι καθόλου δογματική, καθόλου συνετιστική. Αυτό φαίνεται πολύ και στο Gilead. Ενδείκνυται η ανάγνωση του να είναι αποδεσμευμένη από τα στερεότυπα και από την προκατάληψη, ότι οι ιερείς είναι καταδικαστικοί, φαύλοι, υψώνουν το δάχτυλο, ενοχοποιούν, υποκρίνονται κλπ. Ο πάστορας Ames είναι ένας βαθύτατα τρυφερός και στοχαστικός άνθρωπος, συμπονετικός και με βαθιά ενσυναίσθηση.
Η Robinson πιστεύει πως το δημόσιο πρόσωπο της εκκλησίας κατά κάποιο τρόπο ατιμάζει την ουσία της θρησκευτικής πίστης. Οι κακοί κληρικοί δυστυχώς έχουν την τάση να ακούγονται περισσότερο από τους υπόλοιπους, λέει. Ωστόσο σε μια πολύ θρησκευτική κοινωνία όπως η Αμερικανική, όπου οι εκκλησίες είναι ισχυρές κοινωνικές δομές, τόποι συνάντησης και καθορισμού ταυτότητας, συνεισφέρουν πολλαπλά, κατά την άποψή της, στις τοπικές κοινωνίες με τρόπους σημαντικότατους για την επιβίωση των δυσκολεμένων (φυλακισμένοι – φτωχοί – αναξιοπαθούντες).
Ίσως το ουσιαστικό πνεύμα της τέχνης της να είναι, όπως λέει, ο Guardian, το να θυμόμαστε χωρίς να υπερ – εξηγούμε.
Σχετικά με το πως γράφει: «Η μυθοπλασία μου πάντα είναι βασισμένη στην φωνή, και η φωνή σε όλα μου τα μυθιστορήματα πηγάζει από χαρακτήρες που στο μυαλό μου είχαν αποκτήσει εξαιρετικά σαφή και καθαρή υπόσταση. Για αυτό και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία μου, και ας μοιράζονται το ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο.» Επιπρόσθετα σε αυτό, τόσο στην μυθοπλασία όσο και στα δοκίμιά της, εστιάζει πάντα σε έναν άνθρωπο, ποτέ περισσότερους, ποτέ πουλφωνία.
Διαπιστώνει κανείς, διαβάζοντάς την, πως ο θαυμασμός της στην ανυπέρβλητη αξία του ανθρώπου, είναι όχι μόνο διάχυτος, αλλά σχεδόν σαν το κίνητρο για να γράψει, να αφηγηθεί τις ιστορίες της.
Ακόμη, πιστεύει πως η πλοκή είναι κάτι που προκύπτει και που πηγάζει από την δράση και την αντίδραση ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Διαφορετικά, η πλοκή από μόνη της, είναι μόνο ένα τέχνασμα.
Πιστεύει πολύ στην δύναμη της μεταφοράς. Όπως λέει η ίδια, την σέβεται και θεωρεί πως στην πραγματικότητα όλη η μυθοπλασία είναι μια εκτενής μεταφορά - με την έννοια πως οι άνθρωποι που κατοικούν τα καλά βιβλία και οι καταστάσεις που βιώνουν περιλαμβάνουν κάτι ευρύτερο, κάτι που αφορά περισσότερους – ή ίσως έχουν και κάποιο επιπλέον κρυφό νόημα. Αυτή είναι η σχολή του Melville. Τα μεγάλα μυστήρια δεν γίνεται, λέει η Robinson, να μας μεταφερθούν παρά μόνο με παραβολές. Τόσο η γλώσσα όσο και η ικανότητά μας να κατανοούμε έχουν τους περιορισμούς τους.
Τέλος, είναι ίσως η πιο διάσημη υποστηρίκτρια της σιωπής, της ησυχίας. Θεωρεί πως είναι από τα πολυτιμότερα δώρα που μας προσφέρει η εποχή μας… μια υπέροχη φράση της είναι αυτή: «Η ζωή έχει πάντα τους περισπασμούς και τους πειρασμούς της. Για εμάς είναι η ανοησία γύρω μας, η κακολαλιά και η κατάκριση, τα social media, ητηλεόραση και όλα αυτά. Για τον Κητς και για τον Τσέχωφ, περισπασμός ήταν να βοηθήσουν τους αγαπημένους τους που πέθαιναν από φυματίωση. Νομίζω πως είμαστε πάρα πολύ πρόθυμοι να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας. Και πιστεύω πως η γλώσσα, η σκέψη, ο στοχασμός, και η λογοτεχνία είναι ανεξάντλητα.»
Λέει γελώντας πως όσοι φοιτητές της δεν είχαν τηλεόραση, έγραφαν πολύ περισσότερο.
Οι πέντε συμβουλές που δίνει σε επίδοξους συγγραφείς:
Φυσικά, έχει και τους επικριτές της: Λένε ότι το έργο της είναι στραμμένο στο παρελθόν, υπερβολικά, οπισθοδρομικό και πολύ «λευκό»… την θεωρούν μια επιτυχημένη μυθιστοριογράφο της νοσταλγίας. Από την άλλη όμως, το να είσαι επίκαιρος δεν είναι το σημαντικότερο αισθητικό και καλλιτεχνικό κριτήριο, και σίγουρα δεν είναι το μόνο. Ο κοινωνικός ρεαλισμός δεν είναι ο πρωταρχικός καμβάς πάνω στον οποίο γράφονται οι ιστορίες μας. Και σίγουρα δεν είναι ο μόνος. Αντίθετα, η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η σχέση του με την φύση και με το περιβάλλον, ο στοχασμός, η συμπόνοια, η επιθυμία κατανόησης και επικοινωνίας με κάτι πέρα και πάνω μας, είναι σίγουρα διαχρονικά θέματα.
Όσο για την αμφιλεγόμενη θρησκευτικότητά της… νομίζω πως καθένας από εμάς οφείλει να αξιολογεί τα διαβάσματά του με βάση τον εαυτό του. Μια καλή πρόταση είναι να αντιμετωπίζεται η θρησκευτικότητά των χαρακτήρων της ως πλαίσιο περισσότερο, ως μια «μεταφορά» της ανάγκης του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι μεγαλύτερο, παλιότερο. Το σίγουρο είναι πως η Robinson δεν επιβάλει απόψεις, και σίγουρα δεν εκπέμπει βεβαιότητα, τουλάχιστον αυστηρή βεβαιότητα. Έχει ένα αξιακό σύστημα, από το οποίο πηγάζουν και τα αξιακά συστήματα των προσώπων στα βιβλία της, αλλά δεν είναι συντηρητικό, πουριτανικό - εξάλλου ο Ames παντρεύτηκε μια άστεγη, και πολλές δεκαετίες νεότερή του. Οι ιερείς της δεν είναι υποκριτές, δεν κρύβουν πράγματα… και σίγουρα η πίστη τους αποτυπώνει την βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι πάνω και πέρα από εδώ και τώρα, από εμάς. Άλλωστε, μήπως μια μορφή πίστης δεν είναι και η πίστη στην λογοτεχνία;
Gilead
Η αφήγηση κινείται προς τα πίσω, στην ζωή ενός ιερέα σε μια πολύ μικρή πόλη των Μεσοδυτικών Η.Π.Α., την Γκίλιαντ της Iowa. Ο John Ames είναι 76 ετών και ο γιατρός του έχει πει πως δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του. Αποφασίζει να γράψει ένα μακρύ, αυθόρμητο και βαθιά εξομολογητικό, ειλικρινές γράμμα στον 6χρονο γιο του, για να το διαβάσει εκείνος όταν θα φτάσει σε κατάλληλη ηλικία – και έτσι να γνωρίσει τον πατέρα του αλλά και την οικογενειακή ιστορία. Θέλει όμως και να του παρουσιάσει ότι υπήρξε κάποτε και αυτός ένας νέος, ακμαίος άντρας, δεν ήταν πάντα αυτό το γεροντάκι που βλέπει τώρα ο γιος του… Η γυναίκα του Ames, η Lila, είναι πολύ νεότερή του – και έχει πολύ διαφορετική προσωπική ιστορία από τον συζύγό της…
Ο Ames είναι γιος αλλά και εγγονός ιερέα. Ο παππούς του ήταν ένας φανατικός και πολύ εκκεντρικός υπέρμαχος της κατάργησης της δουλειάς, ο οποίος πίστευε στην δύναμη των όπλων και της βίας. Ήταν στρατιωτικός ιερέας, έχασε μάλιστα και το ένα του μάτι στον πόλεμο, μοίραζε τα υπάρχοντα του στερώντας και εις βάρος της οικογένειάς του, και στο τέλος της ζωής του επέστρεψε στο Κάνσας, εκεί οπού είχε πολεμήσει νέος. Ο γιος του, πατέρας του Ames, έγινε ειρηνιστής, ως αντίδραση, και φυσικά δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον πατέρα του τον πολεμοχαρή. Παρόλα αυτά, μια από τις καθοριστικές εμπειρίες της πρώιμης ζωής του ήρωά μας είναι όταν με κίνδυνο της ζωής τους αναζήτησαν με τον πατέρα του τον τάφο του παππού… πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές υπο-ιστορίες του βιβλίου, πολύ συνδεδεμένη με την Αμερικανική ιστορία. Ο Ames είχε έναν και έναν αδελφό, τον Edward, που προς μεγάλη φρίκη του πατέρα τους έγινε άθεος, μετά από σπουδές στην Γερμανία.
Ο ήρως του Giliad παντρεύτηκε πολύ νέος και μάλιστα απέκτησε και μια κόρη, αλλά δυστυχώς μητέρα και παιδί πέθαναν στην γέννα… Για πολλά χρόνια έζησε στην απόλυτη μοναξιά. Ο καλύτερός του φίλος είναι ένας άλλος ιεροκήρυκας, ο Μπούτον, ο οποίος έχει μεγάλη οικογένεια, και φαινομενικά ευτυχισμένη. Μοναξιά, ησυχία, στοχαστικότητα... μέχρι που μια Κυριακή, μπήκε στον ναό μια νέα γυναίκα, που έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένη και θλιμμένη. Υπήρξε μια παράξενη έλξη μεταξύ των δύο, και τελικά παντρεύτηκαν, και έκαναν έναν γιο. Αυτό, γέμισε ευτυχία της τελευταίες μέρες του Ames, αλλά και μια βαθιά πίκρα που δεν θα έχει την ευκαιρία να δει το παιδί του να μεγαλώνει.
Όλα αυτά έχουν γίνει στο παρελθόν του μυθιστορήματος. Μας παρουσιάζονται σταδιακά στις ημερολογιακές καταγραφές - γράμμα του Ames στον γιο του. Και τότε, συμβαίνει το εκτροχιαστικό γεγονός στο μυθιστορηματικό παρόν… ο γιος του γείτονα που πνέει τα λοίσθια, ο Τζακ, ο άσωτος, ο βαφτιστικός του Ames, εμφανίζεται, επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια. Κανείς δεν ξέρει γιατί… έχει μάθει πως πεθαίνει ο πατέρας του; Κρύβεται από κάποιον; Είναι πολύ τσακισμένος και θέλει φροντίδα; O Ames, που πάντα είχε τα ζητήματά του με τον Τζακ, δυσκολεύεται πολύ να είναι μαζί του μεγαλόψυχος και ευγενικός. Ο Τζακ ήταν πάντα το κακό μοναχικό παιδί, ένας Χακ Φιν χωρίς την επιθυμία να βελτιώσει τον κόσμο, ένας ταραξίας, ο οποίος μόνο προβλήματα και ντροπή προκαλούσε στην οικογένειά του. Ωστόσο, και η Γκλόρυ και ο Μπούτον (κόρη και πατέρας – γείτονας και φίλος του Ames) αισθάνονται μεγάλη χαρά που το χαμένο πρόβατο επέστρεψε.
Ο Ames αποκαλύπτει στον γιο του, στο γράμμα που γράφει, πως ο Τζακ έφυγε τότε, πριν είκοσι χρόνια, διότι άφησε έγκυο μια νέα γυναίκα και μετά την εγκατέλειψε. Η οικογένειά της δεν δέχτηκε καμία βοήθεια από την οικογένεια του ιερέα και, επειδή ήταν πολύ φτωχοί, το εξώγαμο πέθανε στα τρία του χρόνια. Ο Ames όμως δεν έχει μόνο συνειδησιακό πρόβλημα με όλο αυτό… είναι αρνητικός με τον Τζακ διότι φοβάται πως ίσως να αποτελεί κίνδυνο και για την πολύτιμή του οικογένεια, για τον γιο του και την νέα γυναίκα του… Πολύ περισσότερο που διαπιστώνει πως και οι δύο συμπαθούν πολύ τον επικίνδυνο και ταραξία.
Ο Τζακ αναζητά συνεχώς τον νονό του για να κουβεντιάσουν για όσα τον βασανίζουν, αλλά οι συζητήσεις τους είναι κολοβές, αμήχανες. Ο Ames παραπαίει, ανάμεσα στην οργή και την ενόχλησή του για τον Τζακ, και στο καθήκον του ως πνευματικός πατέρας (και πάστορας) αλλά και την συμπόνοια που νιώθει για ένα ανθρώπινο ον που υποφέρει… Η κατάσταση μέσα του αλλάζει όταν ο Τζακ του εξομολογείται τι ακριβώς του συμβαίνει. Έχει γυναίκα και παιδί, που δεν ξέρει πως θα καταφέρει να συντηρήσει... επιπλέον, η γυναίκα του είναι Αφροαμερικάνα, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να ζήσει μαζί της σε κάμποσες Αμερικανικές πολιτείες – και δεν τον θέλει καθόλου η οικογένειά της. Αλλά και ο πατέρας του Τζακ, ο ετοιμοθάνατος Μπούτον, θεωρεί όχι μόνο ότι ο γιος του δεν είναι ικανός να συντηρήσει οικογένεια (που δεν είναι και τόσο ανακριβές) αλλά δεν εγκρίνει και την ένωση λευκών – μαύρων. Ο Τζακ αναρωτιέται αν θα μπορούσε να τους φέρει στην Giliad, αφού στην Iowa δεν είναι παράνομη η ένωσή τους, αλλά ο Ames δεν μπορεί και δεν θέλει να τον διαβεβαιώσει ότι αυτό είναι μια καλή επιλογή. Πάντως, η αποκάλυψη του βάρους που κουβαλά ο νέος άντρας, κάνει τον Ames να αποβάλλει όποια αρνητικότητα έχει απέναντί του και να του δώσει τελικά την ευλογία του/συγχώρηση – σε μια από τις πολύ συγκινητικές σκηνές του βιβλίου.
Ο Τζακ λαμβάνει τότε ένα γράμμα από την οικογένειά του, που του λένε πως έρχονται να τον βρουν… αποφασίζει να φύγει για να αποφύγει το σκάνδαλο και να μην βρεθεί, την ώρα του θανάτου του πατέρα του, ανάμεσα στους φρόνιμους και καλούς αδελφούς του… Ο Ames θα πει στον φίλο του, πως οι προσευχές του εισακούστηκαν, πως ο άσωτος γιος ευλογήθηκε (από εκείνον τον ίδιο) και θα κλείσει το γράμμα στο γιο του με μια γραπτή προσευχή…
Κάποιες σκέψεις.
Είναι επιστολική μυθοπλασία, αλλά και ημερολογιακή. Παραβιάζει αλλά και εμπλουτίζει και τα δύο είδη, βασισμένο σε μια πολύ αληθινή και πραγματική συνθήκη, την διαθήκη (πνευματική και θρησκευτική) που επιθυμεί να αφήσει ένας πατέρας στον γιο του. Είναι και μια πολύ αγαπητική αναφορά στην λειτουργία της γραφής, πως γίνεται κιβωτός για τις επόμενες γενιές.
Φυσικά, ο λόγος του Ames, όπως και ο λόγος κάθε ενός από εμάς πηγάζει από το είναι του. Είναι κηρυγματικός, νουθετικός. Είναι προφορικός αλλά επεξεργασμένος. Είναι σοφός αλλά είναι και πάρα πολύ τρυφερός. Νομίζω πως μια από τις μεγάλες δυνάμεις του έργου είναι το πώς ο τρόπος που μιλά το βασικό πρόσωπο είναι πολύ ενδεικτικός και αποκαλυπτικός για αυτό το πρόσωπο, το πώς υποδηλώνει χωρίς να λέει.
Ο Ames έχει προσωπική σχέση με την Αμερικανική Ιστορία. Είναι εγγονός ενός ιερέα που έδωσε μάχες για την κατάργηση της δουλείας, που σκότωσε ανθρώπους, που έχασε το μάτι του. Αλλά και γιος ενός πατέρα ειρηνιστή, που προφανώς ως ψυχική αντίδραση στον άγριο πατέρα, αποκήρυσσε κάθε μορφή βίας. Στοχάζεται για τις πληγές της δουλειάς και της βίας, αναρωτιέται για τον πόλεμο και αν αιτιολογείται όταν είναι απελευθερωτικός και διεκδικεί δικαιοσύνη, αλλά ασχολείται και με πιο άμεσα και μικρά πράγματα. Την οικογένεια, την οικογενειακή ιστορία, τα μυστήρια των ανθρωπίνων σχέσεων, την οικειότητα και την αποξένωση, το σωστό και το λάθος, την αγάπη, τον έρωτα...
Φυσικά, ως ιερέας, ο στοχασμός του έχει βάση ένα πολύ ιδιότυπο, θρησκευτικό αξιακό σύστημα. Θεωρεί αυτόν τον κόσμο ως μια εκδοχή μόνο των πολλών πραγματικοτήτων που θα ζήσει ο άνθρωπος. Πιστεύει σε ένα πληρέστερο και ευτυχέστερο και ομορφότερο επέκεινα. Πιστεύει όμως και στην ύπαρξη ενός πυρακτωμένου εγώ, σε κάθε άνθρωπο, που ο θόρυβος το κάνει δύσκολα προσβάσιμο. Αυτό το εγώ αναδεικνύεται με την σιωπή, με την ακινησία, με την εσωστρέφεια και με τον στοχασμό.
Οι αποτυχίες του ανθρώπου, τόσο οι προσωπικές όσο και οι κοινωνικές και ιστορικές, αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια αλλά και με κατανόηση. Και πάντα αυτός ο άνθρωπος, ο τρυφερός Ames, θαυμάζει – ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου: θαυμάζει το φως που πέφτει στα ξύλα της βεράντας. Θαυμάζει ένα βλέμμα από την σύζυγό του. Θαυμάζει την ζωή και την φφύση. Θαυμάζει τις απεριόριστες προοπτικές που μας δίδει η πίστη, σε οτιδήποτε, η αγάπη, και η αφοσίωση. Είναι μια ιστορία που δίνει ισορροπημένα έμφαση τόσο στο θαύμα της ζωής όσο και στην μαγεία της πολυπλοκότητας και της ασάφειάς της.
Ένα ακόμη θέμα του βιβλίου είναι φυσικά η πατρότητα και το νόημά της. Όχι μόνο η κυριολεκτική, αλλά και η μεταφορική – η πατρότητα με την θεολογική της σημασία. Το μυστήριο μιας σχέσης που είναι όχι μόνο βαθιά καθοριστική, αλλά και βαθιά αμφίθυμη και ασαφής. Αυτό, η μεγάλη σημασία αυτής της σχέσης, δεν ισχύει μόνο για τους γιους, αλλά και για τους πατεράδες. Ο Ames, που είναι πνευματικός πατέρας του Τζακ, μαθαίνει τελικά από αυτόν… διδάσκεται να συγχωρεί και να έχει εμπιστοσύνη…
Τα γηρατειά παρουσιάζονται με όλη την τραγική ειρωνεία τους: Όταν πια γίνεσαι ικανός να εκτιμήσεις απόλυτα την ομορφιά του κόσμου, είσαι πολύ κοντά στο τέλος σου, πρόκειται να τον χάσεις. Είναι και πολύ ενδιαφέρουσα την σκέψη ότι, παρά το γεγονός πως ο Ames πιστεύει στην μετά θάνατον ζωή, αισθάνεται βαθύτατη θλίψη για τον επικείμενο θάνατό του…
Η συγχώρεση είναι ακόμα ένα θέμα που φωτίζεται με ιδιαίτερο φως – παρουσιάζεται όχι ως ένα συναισθηματικό, μελοδραματικό φαινόμενο αλλά ως μια διαδικασία που απαιτεί «δουλειά». Να ακούσουμε τον άλλον, να τον κατανοήσουμε, να τον δούμε, να τον καταλάβουμε. Είναι παιδί της γνώσης η συγχώρεση, αφού προηγουμένως έχουμε ελέγξει τις ιδεοληψίες και τα στερεότυπα, τους φόβους και τις ζήλιες μας.
Η συγχώρεση όμως δεν παρουσιάζεται μόνο σαν διαπροσωπικό δεδομένο, είναι κομμάτι και του αξιακού συστήματος και της σάρκας του μυθιστορήματος. Όλοι μα όλοι οι ήρωες έχουν μεγάλες ατέλειες – και όλοι μα όλοι αντιμετωπίζονται με μια διάθεση αποδοχής και ανοχής, ακόμα και ο παππούς, ακόμα και ο Τζακ. Άλλωστε, όποιος μετανιώσει μπορεί και να σωθεί. Ίσως ο μόνος που μοιάζει σχετικά άσπιλος είναι o Ames, και ενδεχομένως εδώ υπάρχει μια μικρή ατέλεια του βιβλίου. Μοιάζει λίγο υπερβολικά τέλειος. Από την άλλη, αν αναλογιστούμε την συνθήκη του μυθιστορήματος (ότι αφηγείται ο ίδιος) τότε είναι απόλυτα αιτιολογημένη αυτή η έλλειψη σοβαρότερων ελαττωμάτων, που οι άνθρωποι δύσκολα τα βλέπουμε πάνω μας. σε μας τους ίδιους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος αναγνωρίζει πολλά αρνητικά στοιχεία στο πως σκέφτεται και συμπεριφέρεται.
Το βιβλίο βασίζεται πάνω σε μια πολύ αληθινή ανθρώπινη συνθήκη – το γεγονός πως η θλίψη είναι από τα ισχυρότερα εργαλεία στοχασμού. Ο Ames δεν γράφει μόνο για να καταγράψει, γράφει και για να παρηγορηθεί για όσα έχασε όσο ζούσε και για όσα θα χάσει με τον θάνατό του. Η παραμυθία που προέρχεται από τα μέσα μας, μέσω της γραφής… μια, δε, από τις ωραιότερες φράσεις του βιβλίου, είναι και αυτή: «For me, writing has always felt like praying».
Άλλα επίπεδα του βιβλίου, τεχνικά αξιοθαύμαστα, είναι το πως κάνει έναν άκακο άνθρωπο να είναι συναρπαστικός (το στερεότυπο λέει πως οι καλοί ήρωες είναι εξαιρετικά βαρετοί…) αλλά και ο τρόπος που καταφέρνει να μιλήσει για τα θεία μυστήρια.
Στο επόμενό της έργο, το Home, η Robinson την απόπειρα που κάνει εδώ να αποκαλύψει την ομορφιά του φυσικού κόσμου, την μεταφέρει εντός του οικιακού περιβάλλοντος, εντός του νοικοκυριού. Η ίδια έχει πει ότι η φροντίδα που μοιράζονται τα μέλη της οικογένειας είναι παρόμοια με την θεία χάρη – αυτήν στην οποία αναφέρεται τόσο συχνά Ames.
Το βιβλίο τελειώνει με την ασάφεια που τόσο προτιμά και επιτυχημένα χρησιμοποιεί η συγγραφέας…. «I'll pray that you grow up a brave man in a brave country. I'll pray that you find a way to be useful. I'll pray, and then I'll sleep.»
Δεν ξέρουμε πως και πότε πέθανε ο Ames, δεν ξέρουμε αν απλώς έγινε πολύ αδύναμος για να συνεχίσει να γράφει. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις μυθοπλασίες της – πολλά μένουν ανοιχτά, αλλά βέβαια κάποια αποσαφηνίζονται σε μια επόμενη ιστορία της.
……
Η Robinson είναι αντίδοτο στην υπερπληθώρα πληροφορίας στην εποχή μας, πληροφορία που πλημμυρίζει ντοπαμίνη τον εγκέφαλο αλλά δεν τον εμπλουτίζει. Μιλά με μοναδικό τρόπο, πολύ ουσιαστικό και παραστατικό, όλο αγάπη και στοχαστικότητα, για τα ανθρώπινα δεδομένα (την ανάγκη μας για σύνδεση, για κάποια πίστη, την επιθυμία μας να στοχαζόμαστε και να αναπολούμε, την λειτουργία της γραφής και πολλά πολλά ακόμη).
Είπε σε μια συνέντευξή της πως ανέκαθεν αισθανόταν πάρα πολύ διαφορετική από τον κόσμο γύρω της – και αυτή την αίσθηση αποξένωσης δεν την έκανε αυτοκαταστροφή ή βία, αλλά μελέτη, εντρύφηση, γνώση… Αξιοθαύμαστη και για αυτό. Λέει: 'To the extent that I was ever an unhappy person, I was happy with my unhappiness.''
Και ακόμη, ''People do things very differently. And it probably has to do with genes and child rearing and all sorts of things. But you can feel a distance as regrettable and at the same time take a kind of pride in it. The stalwartness of the self. That it can endure. And that even though you can kind of theoretically see how you could be more like the world that excludes you, you know that you can rely on yourself not to be. You know?'' She paused. ''Somebody who had read 'Lila' asked me, 'Why do you write about the problem of loneliness?' I said: 'It's not a problem. It's a condition. It's a passion of a kind. It's not a problem. I think that people make it a problem by interpreting it that way.''
Κάποιος την ρώτησε:
After Housekeeping, you wrote two scholarly books: Mother Country in 1989, and The Death of Adam in 1998. What inspired you to pursue this nonfiction work?
Η απάντησή της:
I have a Ph.D.--in English, on Shakespeare--but my thesis was basically historiography. It taught me to do research, and it taught me to be skeptical of the prevailing view of just about anything. Over the years, I have found research useful and skepticism entirely warranted. My nonfiction work is absolutely as essential for me as my fiction. The world is so lacquered over with tendentiousness and cliche that to see with one's own eyes for even a moment requires much work. The integrity of fiction depends on this work, in my experience. The two sides of the brain may have different definitions of "truth," but they're both right, and very much in conversation.
Βαγγέλης Προβιάς - Οκτώβρης 2019
Η αρχή της ιστορίας:
Η Robinson γεννήθηκε το 1943. Είναι δέκα χρόνια πριν το Φύλακα στην Σίκαλη, δεκαπέντε πριν το θριαμβευτικό ντεμπούτο του Roth, το Αντίο Κολόμπους, ενώ η Tony είναι 12 χρονών, ο Faulkner είναι ξεχασμένος ακόμα…. Τόπος γέννησης, το Σαντπόιντ, μια πολύ μικρή πόλη στον βορά των Η.Π.Α. στην πολιτεία του Idaho, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα με τον Καναδά. Πυρηνική, βαθιά Αμερικανική επαρχία, εκείνη την εποχή είχε γύρω στους 5 χιλιάδες κατοίκους η πόλη της, αλλά μεγάλη έκταση. Αραιοκατοικημένη, πολύ.
Η ίδια περιγράφει αυτήν την περιοχή ως την λιγότερο θρησκευτικά προσανατολισμένη σε ολόκληρη την χώρα, ενώ η οικογένειά της ήταν μάλλον χαλαρά θρησκευόμενη – ωστόσο λέει, εξηγώντας αυτό που θεωρείται από πολλούς το βασικό χαρακτηριστικό της γνώρισμα, η πίστη της: «αισθάνθηκα τον Θεό σε πολύ μικρή ηλικία, βρισκόταν στον αέρα κατά κάποιον τρόπο. Ζούσα στα ορεινά, σε ένα πολύ δραματικό τοπίο, που είχε πολύ μικρό πληθυσμό. Υπήρχε μια δυσαναλογία ανάμεσα στην φύση και το μεγαλείο της από την μια πλευρά και στο περιορισμένο ανθρώπινο στοιχείο από την άλλη. Αυτή η δυσαναλογία κατά κάποιο τρόπο μου έδωσε αυτή την αίσθηση κάποιου πολύ ισχυρού άλλου, και πολύ ζωντανού, την αίσθηση δηλαδή του θείου. Ίσως από εκεί πηγάζει το ότι ο Θεός φαίνεται τόσο πραγματικός σε μένα.»
Οι γονείς της ήταν παντρεμένοι για 54 χρόνια, γνωρίστηκαν σχεδόν έφηβοι στο τοπικό παζάρι/πανηγύρι. Ο μπαμπάς δούλευε σε ξυλουργείο, από εργάτης σιγά σιγά έφτασε διευθυντής. Ήταν πολύ λιγομίλητος, σχεδόν ενοχλητικά για ένα παιδί, και πολύ στοχαστικός. Η μητέρα είχε το μυαλό και το τσαγανό να κάνει ό,τι θέλει, της άρεσε το διάβασμα, η τέχνη, αλλά έπεσε θύμα της εποχής που οι γυναίκες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Η ίδια η συγγραφέας έχει πει για τους γονείς της πως αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανθρώπων που επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι η ζωή σε αυτή την ζωή δεν είναι η μοναδική και οριστική ανθρώπινη συνθήκη - έμοιαζαν σαν να μην ταίριαζαν πολύ με αυτόν τον κόσμο. Πάντα η Robinson μιλά πολύ μεταφυσικά, ακόμη και στις συνεντεύξεις της.
Είχε έναν αδελφό, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος και εξίσου βιβλιόφιλος. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ακαδημαϊκούς - ειδικούς στην τέχνη της αναγέννησης. Όταν ερχόταν από το πανεπιστήμιο, μάγευε την μικρή Marilynne γιατί της διηγείτο τι μάθαινε στα μαθήματά του. Εκείνη διάβαζε πάρα πολύ από μικρή ακόμη, τελείωσε τον Moby Dick στα 9 της – λίγο και από πείσμα, επειδή την έβλεπαν να το κρατά και της έλεγαν πως αποκλείεται να το τελειώσει, εδώ δεν το έχουν καταφέρει μεγάλοι. Έχει δηλώσει πως η πιο πολύτιμη συμβουλή που της έχουν δώσει ποτέ είναι κάτι που της έλεγαν οι δάσκαλοί της: «Θα περάσεις παρέα με το μυαλό σου ολόκληρη την ζωή σου. Επειδή έχεις την δυνατότητα να το διαμορφώσεις, διαμόρφωσέ το σε κάτι με το οποίο να θέλεις να συμβιώσεις και να συνυπάρχεις κάθε στιγμή και για πολλά χρόνια…»
Πήγε στο Λύκειο σε μια κοντινή μεγάλη πόλη, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνική, ενώ τα διαβάσματα που την διαμόρφωσαν ήταν ο Σαίξπηρ, η Βίβλος, το Walden και το Νησί των Θησαυρών, Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι (το βιβλίο, όχι το σήριαλ), καθώς και πολλή κλασική Ελληνική και Ρωμαϊκή λογοτεχνία, αλλά και βιογραφίες ιστορικών προσώπων. Μπήκε στο για κορίτσια παράρτημα στο πανεπιστήμιο Brown, ένα από τα καλύτερα της Αμερικής, και γράφτηκε και σε ένα τμήμα δημιουργικής γραφής, με καθηγητή έναν πολύ αυστηρά μεταμοντέρνο συγγραφέα, τον John Hawkes, (τον αναφέρει ως επιρροή ο Pynchon) ο οποίος είναι εντελώς στην άλλη πλευρά του φάσματος σε ύφος από εκείνη. Ωστόσο, ο καθηγητής αυτός την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει την επιθυμία της να πειραματίζεται με την εκτεταμένη μεταφορά/αλληγορία. Πήρε πτυχίο στην φιλολογία και μεταπτυχιακό στην Αγγλική φιλολογία. Η διατριβή της ήταν για ένα από τα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ, τον Henry VI, και τις παραδόσεις της ιστοριογραφίας που διαφαίνονται σε αυτό.
Καθώς έκανε την έρευνα για την διπλωματική της, σημείωνε σε σκόρπια χαρτιά τις μεταφορές που συναντούσε, ενώ ταυτόχρονα σκάρωνε και κάποιες δικές της. Όταν τελείωσε «διαπίστωσε πως με τις μεταφορές είχε δομήσει κάτι το οποίο υπονοούσε πολλά περισσότερο, κάτι που έδινε μια συνεκτική αίσθηση ενός τόπου, αλλά και ύφους» και ξεκίνησε να δουλεύει το πρώτο μυθιστόρημά της, το Housekeeping. Ρουθ στα ελληνικά. Της πήρε δεκατέσσερις μήνες να το γράψει. Η πόλη στην οποία μεγάλωσε είναι η βάση για την πόλη στο βιβλίο αυτό. Μάλιστα, έχει πει η ίδια σε μια συνέντευξη της πως το έναυσμα, η πρώτη ιδέα του μυθιστορήματος εκείνου, δεν ήταν κάποιος χαρακτήρας, δεν ήταν κάποιο επεισόδιο ή κάποιο γεγονός, δεν ήταν κάποιο συναίσθημα… αυτό που την έβαλε στην διαδικασία ήταν να περιγράψει την αίσθηση της παράξενης πόλης όπου μεγάλωσε. Ήταν το βιβλίο που την έκανε πολύ γνωστή και το έγραψε δίχως την παραμικρή φιλοδοξία δημοσίευσης, όπως και ο Faulkner. Αποτελούσε για εκείνη ένα τρόπος να εκφράσει τον εαυτό της και την καλλιτεχνική της υπόσταση και φιλοδοξία με απολύτως δικούς της όρους. Το δίνει να το διαβάσουν δικοί και φίλοι, την ενθαρρύνουν να το στείλει σε εκδοτικούς, και καταφέρνει να βρει ατζέντη – έχει την ίδια ακόμη μέχρι σήμερα, (Ellen Levine) – η οποία το πουλάει σε πολύ μεγάλο και αξιοσέβαστο εκδοτικό οίκο.
Η ίδια είπε για αυτό το πρώτο βιβλίο της:
In writing ''Housekeeping'' I was trying to recover the appearance and the atmosphere of a very particular place, northern Idaho. When I wrote it, I had not spent much time there for almost 20 years. So it was very much an exploration of memory that I was engaged in. I thought I was writing an unpublishable book, so I was undistracted by other considerations than my own interest in the workings of memory and the ability of language to evoke what I ''saw'' in memory. I found that the common old question, ''What was it like?'' stimulated recollection and recruited words and images that made my sense of the thing remembered, a place or a smell or the glint of light on water, much more accessible to me than I could have anticipated. It became a discipline for me, always to keep a scene before my eyes and to be ready to value and explore any detail that presented itself to me with an especially pungent or plangent specificity. I wrote much of the book in a darkened room. This was not intended as part of the experiment, but it may have contributed to it. My memories were often as bright as dreams and often as highly detailed. Only the place is actually remembered in the book. None of the characters or events are real. The point was to let my imagination take on the colorations of memory and interpret the place, as music might do. Flatness of characterization seemed to me a problem to be solved, since it was true then, as it is now, that I have to feel I am being fair to my characters at very least -- not giving them faults or limitations that would make them my helpless victims, the easy objects of my praise or blame. I decided that compassion as a discipline would preclude this, and would give them both dimension and a certain latitude, in the sense that I would be giving them real options. Writers always say characters surprise their authors, and I thought that would be likelier to happen if I had not judged them at the outset and would not judge them at any point in the story. Ruth to me meant mercy and graciousness. This is a more complete version of the story than the one that appeared in print.
Tο βιβλίο πήρε διθυραμβικές κριτικές, από την πρώτη στιγμή. Ο Guardian το έβαλε στην λίστα με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, οι Αμερικάνοι το έχουν στην λίστα με τα καλύτερά μυθιστορήματά τους, κέρδισε βραβεία, και μπήκε στην βραχεία λίστα για πολλά άλλα.
Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μυθιστόρημα της μεσολάβησαν 24 χρόνια, με εξαίρεση ένα διήγημα που δημοσιεύθηκε στο The Paris Review το 1986. Στο ενδιάμεσο έγραψε ένα βιβλίο με έντονη πολεμική, non fiction, το Mother Country, (1989), για τον σταθμό επεξεργασίας εξαντλημένων πυρηνικών καυσίμων του Σέλαφιλντ, στην Μεγάλη Βρετανία. Είναι κατά κάποιο τρόπο το Τσέρνομπιλ της Δύσης. Ο σταθμός του Σέλαφιλντ βρίσκεται στη βορειοδυτική Αγγλία και δεν παράγει πλέον ηλεκτρική από πυρηνική ενέργεια, αλλά ασχολείται με την επεξεργασία του εξαντλημένου πυρηνικού καυσίμου. Βρίσκεται σε διαδικασία παροπλισμού και αποσυναρμολόγησης. Προκάλεσε μεγάλες εντάσεις το βιβλίο αυτό, μάλιστα η Greenpeace έκανε μηνύσεις για λίβελο, και έτσι δεν κυκλοφορεί στην Μεγάλη Βρετανία. Εκείνη όμως, η συγγραφέας, αρνήθηκε να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς της ότι καλύπτει ανεπαρκώς, η οργάνωση, την απόρριψη πυρηνικών αποβλήτων στην θάλασσα. Ήταν υποψήφιο για το National Book Award.
Το δεύτερο non fiction βιβλίο της μια συλλογή δοκιμίων, με τίτλο The Death of Adam (1998) με θέματα από την ιστορία, την θρησκεία και την κοινωνία. Διακρίνεται από την πίστη της συγγραφέως στην αναφορά σε και στην γνώση αυτών που ονομάζει πρωταρχικά κείμενα, καθώς και από έντονα ρηξικέλευθη διάθεση, που όμως στοιχειοθετείται πολύ στιβαρά, με επιχειρήματα, με βιβλιογραφίες.
Το Gilead κυκλοφόρησε το 2004. Πολύ μεγάλη επιτυχία, του απονεμήθηκε το βραβείο Pulitzer και το βραβείο του Κύκλου των Κριτικών. Λογοτεχνικό best seller με τα όλα του. Απολαυστικό βιβλίο στο διάβασμα, αλλά και με πολύ ισχυρή και πολυσήμαντη πλαισίωση. Με αναφορές ιστορικές, θρησκευτικές, κοινωνικές… αλλά και με βαθιά ανθρώπινη ουσία.
Ήδη από το 1991 περίπου η Robinson ζούσε στην Iowa, δίδασκε στο διάσημο ομώνυμο Writers Workshop, όπου επηρέασε μια πληθώρα συγγραφέων – κάπως ειρωνικό αν σκεφτούμε ότι η ίδια έχει πει κατ’ επανάληψη και χωρίς ντροπή ότι δεν διαβάζει σύγχρονους συγγραφείς καθόλου. Σε μια συνέντευξή της δήλωσε πως το να διδάσκει της έχει δημιουργήσει μια απέραντη εκτίμηση για όσους γράφουν: «έχω τον ίδιο σεβασμό για τους συγγραφείς που διακρίνονται στην τέχνη τους όσο και εκείνους που αποτυγχάνουν. Είναι τόσο δύσκολο το γράψιμο και τους αξίζει κάθε αναγνώριση για την γενναιότητα τους να εκτεθούν…»
Το τρίτο μυθιστόρημα, βγήκε πολύ γρήγορα για τα δικά της standards, το 2008, και είναι το Home. Εδώ, δευτερεύοντες χαρακτήρες από το Gilead παίρνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, οι αγαπημένοι γείτονες του Ames, ήρωα του Gilead. Όπως ο Faulkner τον οποίο θαυμάζει, αν και δεν γράφει καθόλου παρόμοια, η Robinson έχει φτιάξει ένα μυθοπλαστικό κόσμο, από τον οποίο αντλεί, και τον οποίο τροφοδοτεί με κάθε νέο μυθιστόρημα.
Το Αbsence of Mind: The Dispelling of Inwardness from the Modern Myth of the Self (2010) και το When I Was a Child I Read Books (2012) – είναι δύο συλλογές δοκιμίων πολύ προσωπικά, με πολεμική έντονη, αλλά και πολύ εμπεριστατωμένα.
Το επόμενο μυθιστόρημα της και πιο πρόσφατο, είναι το Lila, του 2014. Πρόκειται για την ιστορία της συζύγου του ήρωα του Gilead, πριν την γνωριμία τους.
Μερικά στοιχεία για την κουλτούρα της Robinson
Αποκαλεί τον Melville και την Dickinson θείους και θείες – είναι οι πολυαγαπημένες της επιρροές. Διαβάζει επίσης πολύ και Wallace Stevens, Αμερικανό ποιητή.
Έχει βαθιά εκτίμηση για την ιστορία: «Πολλοί φοιτητές μου δεν έχουν αίσθηση πως ήταν ο κόσμος πριν τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων και των γυναικών. Από την μία πλευρά, είναι οδυνηρό και προκαλεί ντροπή η κουβέντα για εκείνες τις άσχημες εποχές. Από την άλλη όμως, είναι τρομερό να μην γνωρίζουμε πως εάν αποφασίσουμε να κάνουμε την κοινωνία πιο δίκαιη, εμείς οι άνθρωποι, μπορούμε πραγματικά να το καταφέρουμε.»
Πιστεύει πολύ στην ανάγνωση των πρωτότυπων/πρωταρχικών κειμένων. Έχει εκφράσει την δυσαρέσκειά της που οι άνθρωποι στην εποχή μας διαβάζουμε περισσότερο αναλύσεις για την λογοτεχνία, ή για τα αρχετυπικά κείμενα, παρά τα ίδια τα κείμενα που αναλύονται.
Τα έργα της υφαίνουν το ανθρώπινο με το ιστορικό. Είναι αντίδοτα στην ιστορική αλλά και συλλογική λησμονιά. Είναι φάρμακο στο να ξεχνάμε όχι μόνο τα επιτεύγματα των προηγούμενων γενιών και της εποχής μας, αλλά και στην μη συνείδητοποίηση πως ξεχνάμε, πως παραβλέπουμε τόσα πολλά…. Λέει πως της αρέσει να γράφει κυρίως για αυτά που ξεχνάμε.
Η Robinson εμπιστεύεται, είναι σχεδόν απαιτητική με τους αναγνώστες της – ότι μπορούν να στοχαστούν, να εκτιμήσουν την γλώσσα για την γλώσσα, και ενώ είναι ηθικά πολύ στιβαρή, δεν είναι καθόλου αυστηρή και κατακριτική.
Έχει πει για το Gilead, και για το γεγονός πως στερείται κάποιας αφηγηματικής έκρηξης: «Κάτι υπάρχει στον τρόπο που προσεγγίζω τα πράγματα… Έχω ένα πρόβλημα με τις εκρήξεις, παρά το γεγονός πως έχουν γραφτεί εξαιρετικά βιβλία για πράγματα που εκρήγνυνται. Αλλά αν αυτό που θα κάνει κάποιο μυθιστόρημα ενδιαφέρον είναι η έκρηξη, και όχι η ίδια η ουσία του, το δεδομένο δηλαδή που το μυθιστόρημα αφορά, τότε, μιλάμε για κάτι που θα ήθελα να το αποφύγω.»
Και άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση: «Εάν ξέρω την προέλευση μια ιδέας, δεν την χρησιμοποιώ. Γιατί αυτό σημαίνει πως έχει μια συνθετική – τεχνίτη ποιότητα, αντί να είναι κάτι οργανικό, κάτι που προέκυψε από την σκέψη και το συναίσθημα μου.»
Η σχέση της με την θρησκεία δεν είναι καθόλου δογματική, καθόλου συνετιστική. Αυτό φαίνεται πολύ και στο Gilead. Ενδείκνυται η ανάγνωση του να είναι αποδεσμευμένη από τα στερεότυπα και από την προκατάληψη, ότι οι ιερείς είναι καταδικαστικοί, φαύλοι, υψώνουν το δάχτυλο, ενοχοποιούν, υποκρίνονται κλπ. Ο πάστορας Ames είναι ένας βαθύτατα τρυφερός και στοχαστικός άνθρωπος, συμπονετικός και με βαθιά ενσυναίσθηση.
Η Robinson πιστεύει πως το δημόσιο πρόσωπο της εκκλησίας κατά κάποιο τρόπο ατιμάζει την ουσία της θρησκευτικής πίστης. Οι κακοί κληρικοί δυστυχώς έχουν την τάση να ακούγονται περισσότερο από τους υπόλοιπους, λέει. Ωστόσο σε μια πολύ θρησκευτική κοινωνία όπως η Αμερικανική, όπου οι εκκλησίες είναι ισχυρές κοινωνικές δομές, τόποι συνάντησης και καθορισμού ταυτότητας, συνεισφέρουν πολλαπλά, κατά την άποψή της, στις τοπικές κοινωνίες με τρόπους σημαντικότατους για την επιβίωση των δυσκολεμένων (φυλακισμένοι – φτωχοί – αναξιοπαθούντες).
Ίσως το ουσιαστικό πνεύμα της τέχνης της να είναι, όπως λέει, ο Guardian, το να θυμόμαστε χωρίς να υπερ – εξηγούμε.
Σχετικά με το πως γράφει: «Η μυθοπλασία μου πάντα είναι βασισμένη στην φωνή, και η φωνή σε όλα μου τα μυθιστορήματα πηγάζει από χαρακτήρες που στο μυαλό μου είχαν αποκτήσει εξαιρετικά σαφή και καθαρή υπόσταση. Για αυτό και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία μου, και ας μοιράζονται το ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο.» Επιπρόσθετα σε αυτό, τόσο στην μυθοπλασία όσο και στα δοκίμιά της, εστιάζει πάντα σε έναν άνθρωπο, ποτέ περισσότερους, ποτέ πουλφωνία.
Διαπιστώνει κανείς, διαβάζοντάς την, πως ο θαυμασμός της στην ανυπέρβλητη αξία του ανθρώπου, είναι όχι μόνο διάχυτος, αλλά σχεδόν σαν το κίνητρο για να γράψει, να αφηγηθεί τις ιστορίες της.
Ακόμη, πιστεύει πως η πλοκή είναι κάτι που προκύπτει και που πηγάζει από την δράση και την αντίδραση ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Διαφορετικά, η πλοκή από μόνη της, είναι μόνο ένα τέχνασμα.
Πιστεύει πολύ στην δύναμη της μεταφοράς. Όπως λέει η ίδια, την σέβεται και θεωρεί πως στην πραγματικότητα όλη η μυθοπλασία είναι μια εκτενής μεταφορά - με την έννοια πως οι άνθρωποι που κατοικούν τα καλά βιβλία και οι καταστάσεις που βιώνουν περιλαμβάνουν κάτι ευρύτερο, κάτι που αφορά περισσότερους – ή ίσως έχουν και κάποιο επιπλέον κρυφό νόημα. Αυτή είναι η σχολή του Melville. Τα μεγάλα μυστήρια δεν γίνεται, λέει η Robinson, να μας μεταφερθούν παρά μόνο με παραβολές. Τόσο η γλώσσα όσο και η ικανότητά μας να κατανοούμε έχουν τους περιορισμούς τους.
Τέλος, είναι ίσως η πιο διάσημη υποστηρίκτρια της σιωπής, της ησυχίας. Θεωρεί πως είναι από τα πολυτιμότερα δώρα που μας προσφέρει η εποχή μας… μια υπέροχη φράση της είναι αυτή: «Η ζωή έχει πάντα τους περισπασμούς και τους πειρασμούς της. Για εμάς είναι η ανοησία γύρω μας, η κακολαλιά και η κατάκριση, τα social media, ητηλεόραση και όλα αυτά. Για τον Κητς και για τον Τσέχωφ, περισπασμός ήταν να βοηθήσουν τους αγαπημένους τους που πέθαιναν από φυματίωση. Νομίζω πως είμαστε πάρα πολύ πρόθυμοι να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας. Και πιστεύω πως η γλώσσα, η σκέψη, ο στοχασμός, και η λογοτεχνία είναι ανεξάντλητα.»
Λέει γελώντας πως όσοι φοιτητές της δεν είχαν τηλεόραση, έγραφαν πολύ περισσότερο.
Οι πέντε συμβουλές που δίνει σε επίδοξους συγγραφείς:
- Η μυθοπλασία χρειάζεται να εξελίσσεται εντός των πλαισίων των ισχυρότερων της ερεθισμάτων/παρορμήσεων.
- Μπορείς στο γράψιμο να κάνεις ότι θέλεις. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς σπάνε τους κανόνες όταν αυτό εξυπηρετεί την αφήγησή τους.
- Διάβαζε δυνατά ό,τι γράφεις. Έχε αυτί για τον ρυθμό.
- Να είσαι σαφής. Μην βάζεις ποτέ τον αναγνώστη στην θέση να χρειαστεί να ψάξει τι εννοείς.
- Εμπιστεύσου απόλυτα τον εαυτό σου. Μην μιμείσαι. Το να ακολουθείς τις τάσεις είναι δηλητήριο.
Φυσικά, έχει και τους επικριτές της: Λένε ότι το έργο της είναι στραμμένο στο παρελθόν, υπερβολικά, οπισθοδρομικό και πολύ «λευκό»… την θεωρούν μια επιτυχημένη μυθιστοριογράφο της νοσταλγίας. Από την άλλη όμως, το να είσαι επίκαιρος δεν είναι το σημαντικότερο αισθητικό και καλλιτεχνικό κριτήριο, και σίγουρα δεν είναι το μόνο. Ο κοινωνικός ρεαλισμός δεν είναι ο πρωταρχικός καμβάς πάνω στον οποίο γράφονται οι ιστορίες μας. Και σίγουρα δεν είναι ο μόνος. Αντίθετα, η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η σχέση του με την φύση και με το περιβάλλον, ο στοχασμός, η συμπόνοια, η επιθυμία κατανόησης και επικοινωνίας με κάτι πέρα και πάνω μας, είναι σίγουρα διαχρονικά θέματα.
Όσο για την αμφιλεγόμενη θρησκευτικότητά της… νομίζω πως καθένας από εμάς οφείλει να αξιολογεί τα διαβάσματά του με βάση τον εαυτό του. Μια καλή πρόταση είναι να αντιμετωπίζεται η θρησκευτικότητά των χαρακτήρων της ως πλαίσιο περισσότερο, ως μια «μεταφορά» της ανάγκης του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι μεγαλύτερο, παλιότερο. Το σίγουρο είναι πως η Robinson δεν επιβάλει απόψεις, και σίγουρα δεν εκπέμπει βεβαιότητα, τουλάχιστον αυστηρή βεβαιότητα. Έχει ένα αξιακό σύστημα, από το οποίο πηγάζουν και τα αξιακά συστήματα των προσώπων στα βιβλία της, αλλά δεν είναι συντηρητικό, πουριτανικό - εξάλλου ο Ames παντρεύτηκε μια άστεγη, και πολλές δεκαετίες νεότερή του. Οι ιερείς της δεν είναι υποκριτές, δεν κρύβουν πράγματα… και σίγουρα η πίστη τους αποτυπώνει την βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι πάνω και πέρα από εδώ και τώρα, από εμάς. Άλλωστε, μήπως μια μορφή πίστης δεν είναι και η πίστη στην λογοτεχνία;
Gilead
Η αφήγηση κινείται προς τα πίσω, στην ζωή ενός ιερέα σε μια πολύ μικρή πόλη των Μεσοδυτικών Η.Π.Α., την Γκίλιαντ της Iowa. Ο John Ames είναι 76 ετών και ο γιατρός του έχει πει πως δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του. Αποφασίζει να γράψει ένα μακρύ, αυθόρμητο και βαθιά εξομολογητικό, ειλικρινές γράμμα στον 6χρονο γιο του, για να το διαβάσει εκείνος όταν θα φτάσει σε κατάλληλη ηλικία – και έτσι να γνωρίσει τον πατέρα του αλλά και την οικογενειακή ιστορία. Θέλει όμως και να του παρουσιάσει ότι υπήρξε κάποτε και αυτός ένας νέος, ακμαίος άντρας, δεν ήταν πάντα αυτό το γεροντάκι που βλέπει τώρα ο γιος του… Η γυναίκα του Ames, η Lila, είναι πολύ νεότερή του – και έχει πολύ διαφορετική προσωπική ιστορία από τον συζύγό της…
Ο Ames είναι γιος αλλά και εγγονός ιερέα. Ο παππούς του ήταν ένας φανατικός και πολύ εκκεντρικός υπέρμαχος της κατάργησης της δουλειάς, ο οποίος πίστευε στην δύναμη των όπλων και της βίας. Ήταν στρατιωτικός ιερέας, έχασε μάλιστα και το ένα του μάτι στον πόλεμο, μοίραζε τα υπάρχοντα του στερώντας και εις βάρος της οικογένειάς του, και στο τέλος της ζωής του επέστρεψε στο Κάνσας, εκεί οπού είχε πολεμήσει νέος. Ο γιος του, πατέρας του Ames, έγινε ειρηνιστής, ως αντίδραση, και φυσικά δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον πατέρα του τον πολεμοχαρή. Παρόλα αυτά, μια από τις καθοριστικές εμπειρίες της πρώιμης ζωής του ήρωά μας είναι όταν με κίνδυνο της ζωής τους αναζήτησαν με τον πατέρα του τον τάφο του παππού… πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές υπο-ιστορίες του βιβλίου, πολύ συνδεδεμένη με την Αμερικανική ιστορία. Ο Ames είχε έναν και έναν αδελφό, τον Edward, που προς μεγάλη φρίκη του πατέρα τους έγινε άθεος, μετά από σπουδές στην Γερμανία.
Ο ήρως του Giliad παντρεύτηκε πολύ νέος και μάλιστα απέκτησε και μια κόρη, αλλά δυστυχώς μητέρα και παιδί πέθαναν στην γέννα… Για πολλά χρόνια έζησε στην απόλυτη μοναξιά. Ο καλύτερός του φίλος είναι ένας άλλος ιεροκήρυκας, ο Μπούτον, ο οποίος έχει μεγάλη οικογένεια, και φαινομενικά ευτυχισμένη. Μοναξιά, ησυχία, στοχαστικότητα... μέχρι που μια Κυριακή, μπήκε στον ναό μια νέα γυναίκα, που έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένη και θλιμμένη. Υπήρξε μια παράξενη έλξη μεταξύ των δύο, και τελικά παντρεύτηκαν, και έκαναν έναν γιο. Αυτό, γέμισε ευτυχία της τελευταίες μέρες του Ames, αλλά και μια βαθιά πίκρα που δεν θα έχει την ευκαιρία να δει το παιδί του να μεγαλώνει.
Όλα αυτά έχουν γίνει στο παρελθόν του μυθιστορήματος. Μας παρουσιάζονται σταδιακά στις ημερολογιακές καταγραφές - γράμμα του Ames στον γιο του. Και τότε, συμβαίνει το εκτροχιαστικό γεγονός στο μυθιστορηματικό παρόν… ο γιος του γείτονα που πνέει τα λοίσθια, ο Τζακ, ο άσωτος, ο βαφτιστικός του Ames, εμφανίζεται, επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια. Κανείς δεν ξέρει γιατί… έχει μάθει πως πεθαίνει ο πατέρας του; Κρύβεται από κάποιον; Είναι πολύ τσακισμένος και θέλει φροντίδα; O Ames, που πάντα είχε τα ζητήματά του με τον Τζακ, δυσκολεύεται πολύ να είναι μαζί του μεγαλόψυχος και ευγενικός. Ο Τζακ ήταν πάντα το κακό μοναχικό παιδί, ένας Χακ Φιν χωρίς την επιθυμία να βελτιώσει τον κόσμο, ένας ταραξίας, ο οποίος μόνο προβλήματα και ντροπή προκαλούσε στην οικογένειά του. Ωστόσο, και η Γκλόρυ και ο Μπούτον (κόρη και πατέρας – γείτονας και φίλος του Ames) αισθάνονται μεγάλη χαρά που το χαμένο πρόβατο επέστρεψε.
Ο Ames αποκαλύπτει στον γιο του, στο γράμμα που γράφει, πως ο Τζακ έφυγε τότε, πριν είκοσι χρόνια, διότι άφησε έγκυο μια νέα γυναίκα και μετά την εγκατέλειψε. Η οικογένειά της δεν δέχτηκε καμία βοήθεια από την οικογένεια του ιερέα και, επειδή ήταν πολύ φτωχοί, το εξώγαμο πέθανε στα τρία του χρόνια. Ο Ames όμως δεν έχει μόνο συνειδησιακό πρόβλημα με όλο αυτό… είναι αρνητικός με τον Τζακ διότι φοβάται πως ίσως να αποτελεί κίνδυνο και για την πολύτιμή του οικογένεια, για τον γιο του και την νέα γυναίκα του… Πολύ περισσότερο που διαπιστώνει πως και οι δύο συμπαθούν πολύ τον επικίνδυνο και ταραξία.
Ο Τζακ αναζητά συνεχώς τον νονό του για να κουβεντιάσουν για όσα τον βασανίζουν, αλλά οι συζητήσεις τους είναι κολοβές, αμήχανες. Ο Ames παραπαίει, ανάμεσα στην οργή και την ενόχλησή του για τον Τζακ, και στο καθήκον του ως πνευματικός πατέρας (και πάστορας) αλλά και την συμπόνοια που νιώθει για ένα ανθρώπινο ον που υποφέρει… Η κατάσταση μέσα του αλλάζει όταν ο Τζακ του εξομολογείται τι ακριβώς του συμβαίνει. Έχει γυναίκα και παιδί, που δεν ξέρει πως θα καταφέρει να συντηρήσει... επιπλέον, η γυναίκα του είναι Αφροαμερικάνα, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να ζήσει μαζί της σε κάμποσες Αμερικανικές πολιτείες – και δεν τον θέλει καθόλου η οικογένειά της. Αλλά και ο πατέρας του Τζακ, ο ετοιμοθάνατος Μπούτον, θεωρεί όχι μόνο ότι ο γιος του δεν είναι ικανός να συντηρήσει οικογένεια (που δεν είναι και τόσο ανακριβές) αλλά δεν εγκρίνει και την ένωση λευκών – μαύρων. Ο Τζακ αναρωτιέται αν θα μπορούσε να τους φέρει στην Giliad, αφού στην Iowa δεν είναι παράνομη η ένωσή τους, αλλά ο Ames δεν μπορεί και δεν θέλει να τον διαβεβαιώσει ότι αυτό είναι μια καλή επιλογή. Πάντως, η αποκάλυψη του βάρους που κουβαλά ο νέος άντρας, κάνει τον Ames να αποβάλλει όποια αρνητικότητα έχει απέναντί του και να του δώσει τελικά την ευλογία του/συγχώρηση – σε μια από τις πολύ συγκινητικές σκηνές του βιβλίου.
Ο Τζακ λαμβάνει τότε ένα γράμμα από την οικογένειά του, που του λένε πως έρχονται να τον βρουν… αποφασίζει να φύγει για να αποφύγει το σκάνδαλο και να μην βρεθεί, την ώρα του θανάτου του πατέρα του, ανάμεσα στους φρόνιμους και καλούς αδελφούς του… Ο Ames θα πει στον φίλο του, πως οι προσευχές του εισακούστηκαν, πως ο άσωτος γιος ευλογήθηκε (από εκείνον τον ίδιο) και θα κλείσει το γράμμα στο γιο του με μια γραπτή προσευχή…
Κάποιες σκέψεις.
Είναι επιστολική μυθοπλασία, αλλά και ημερολογιακή. Παραβιάζει αλλά και εμπλουτίζει και τα δύο είδη, βασισμένο σε μια πολύ αληθινή και πραγματική συνθήκη, την διαθήκη (πνευματική και θρησκευτική) που επιθυμεί να αφήσει ένας πατέρας στον γιο του. Είναι και μια πολύ αγαπητική αναφορά στην λειτουργία της γραφής, πως γίνεται κιβωτός για τις επόμενες γενιές.
Φυσικά, ο λόγος του Ames, όπως και ο λόγος κάθε ενός από εμάς πηγάζει από το είναι του. Είναι κηρυγματικός, νουθετικός. Είναι προφορικός αλλά επεξεργασμένος. Είναι σοφός αλλά είναι και πάρα πολύ τρυφερός. Νομίζω πως μια από τις μεγάλες δυνάμεις του έργου είναι το πώς ο τρόπος που μιλά το βασικό πρόσωπο είναι πολύ ενδεικτικός και αποκαλυπτικός για αυτό το πρόσωπο, το πώς υποδηλώνει χωρίς να λέει.
Ο Ames έχει προσωπική σχέση με την Αμερικανική Ιστορία. Είναι εγγονός ενός ιερέα που έδωσε μάχες για την κατάργηση της δουλείας, που σκότωσε ανθρώπους, που έχασε το μάτι του. Αλλά και γιος ενός πατέρα ειρηνιστή, που προφανώς ως ψυχική αντίδραση στον άγριο πατέρα, αποκήρυσσε κάθε μορφή βίας. Στοχάζεται για τις πληγές της δουλειάς και της βίας, αναρωτιέται για τον πόλεμο και αν αιτιολογείται όταν είναι απελευθερωτικός και διεκδικεί δικαιοσύνη, αλλά ασχολείται και με πιο άμεσα και μικρά πράγματα. Την οικογένεια, την οικογενειακή ιστορία, τα μυστήρια των ανθρωπίνων σχέσεων, την οικειότητα και την αποξένωση, το σωστό και το λάθος, την αγάπη, τον έρωτα...
Φυσικά, ως ιερέας, ο στοχασμός του έχει βάση ένα πολύ ιδιότυπο, θρησκευτικό αξιακό σύστημα. Θεωρεί αυτόν τον κόσμο ως μια εκδοχή μόνο των πολλών πραγματικοτήτων που θα ζήσει ο άνθρωπος. Πιστεύει σε ένα πληρέστερο και ευτυχέστερο και ομορφότερο επέκεινα. Πιστεύει όμως και στην ύπαρξη ενός πυρακτωμένου εγώ, σε κάθε άνθρωπο, που ο θόρυβος το κάνει δύσκολα προσβάσιμο. Αυτό το εγώ αναδεικνύεται με την σιωπή, με την ακινησία, με την εσωστρέφεια και με τον στοχασμό.
Οι αποτυχίες του ανθρώπου, τόσο οι προσωπικές όσο και οι κοινωνικές και ιστορικές, αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια αλλά και με κατανόηση. Και πάντα αυτός ο άνθρωπος, ο τρυφερός Ames, θαυμάζει – ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου: θαυμάζει το φως που πέφτει στα ξύλα της βεράντας. Θαυμάζει ένα βλέμμα από την σύζυγό του. Θαυμάζει την ζωή και την φφύση. Θαυμάζει τις απεριόριστες προοπτικές που μας δίδει η πίστη, σε οτιδήποτε, η αγάπη, και η αφοσίωση. Είναι μια ιστορία που δίνει ισορροπημένα έμφαση τόσο στο θαύμα της ζωής όσο και στην μαγεία της πολυπλοκότητας και της ασάφειάς της.
Ένα ακόμη θέμα του βιβλίου είναι φυσικά η πατρότητα και το νόημά της. Όχι μόνο η κυριολεκτική, αλλά και η μεταφορική – η πατρότητα με την θεολογική της σημασία. Το μυστήριο μιας σχέσης που είναι όχι μόνο βαθιά καθοριστική, αλλά και βαθιά αμφίθυμη και ασαφής. Αυτό, η μεγάλη σημασία αυτής της σχέσης, δεν ισχύει μόνο για τους γιους, αλλά και για τους πατεράδες. Ο Ames, που είναι πνευματικός πατέρας του Τζακ, μαθαίνει τελικά από αυτόν… διδάσκεται να συγχωρεί και να έχει εμπιστοσύνη…
Τα γηρατειά παρουσιάζονται με όλη την τραγική ειρωνεία τους: Όταν πια γίνεσαι ικανός να εκτιμήσεις απόλυτα την ομορφιά του κόσμου, είσαι πολύ κοντά στο τέλος σου, πρόκειται να τον χάσεις. Είναι και πολύ ενδιαφέρουσα την σκέψη ότι, παρά το γεγονός πως ο Ames πιστεύει στην μετά θάνατον ζωή, αισθάνεται βαθύτατη θλίψη για τον επικείμενο θάνατό του…
Η συγχώρεση είναι ακόμα ένα θέμα που φωτίζεται με ιδιαίτερο φως – παρουσιάζεται όχι ως ένα συναισθηματικό, μελοδραματικό φαινόμενο αλλά ως μια διαδικασία που απαιτεί «δουλειά». Να ακούσουμε τον άλλον, να τον κατανοήσουμε, να τον δούμε, να τον καταλάβουμε. Είναι παιδί της γνώσης η συγχώρεση, αφού προηγουμένως έχουμε ελέγξει τις ιδεοληψίες και τα στερεότυπα, τους φόβους και τις ζήλιες μας.
Η συγχώρεση όμως δεν παρουσιάζεται μόνο σαν διαπροσωπικό δεδομένο, είναι κομμάτι και του αξιακού συστήματος και της σάρκας του μυθιστορήματος. Όλοι μα όλοι οι ήρωες έχουν μεγάλες ατέλειες – και όλοι μα όλοι αντιμετωπίζονται με μια διάθεση αποδοχής και ανοχής, ακόμα και ο παππούς, ακόμα και ο Τζακ. Άλλωστε, όποιος μετανιώσει μπορεί και να σωθεί. Ίσως ο μόνος που μοιάζει σχετικά άσπιλος είναι o Ames, και ενδεχομένως εδώ υπάρχει μια μικρή ατέλεια του βιβλίου. Μοιάζει λίγο υπερβολικά τέλειος. Από την άλλη, αν αναλογιστούμε την συνθήκη του μυθιστορήματος (ότι αφηγείται ο ίδιος) τότε είναι απόλυτα αιτιολογημένη αυτή η έλλειψη σοβαρότερων ελαττωμάτων, που οι άνθρωποι δύσκολα τα βλέπουμε πάνω μας. σε μας τους ίδιους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος αναγνωρίζει πολλά αρνητικά στοιχεία στο πως σκέφτεται και συμπεριφέρεται.
Το βιβλίο βασίζεται πάνω σε μια πολύ αληθινή ανθρώπινη συνθήκη – το γεγονός πως η θλίψη είναι από τα ισχυρότερα εργαλεία στοχασμού. Ο Ames δεν γράφει μόνο για να καταγράψει, γράφει και για να παρηγορηθεί για όσα έχασε όσο ζούσε και για όσα θα χάσει με τον θάνατό του. Η παραμυθία που προέρχεται από τα μέσα μας, μέσω της γραφής… μια, δε, από τις ωραιότερες φράσεις του βιβλίου, είναι και αυτή: «For me, writing has always felt like praying».
Άλλα επίπεδα του βιβλίου, τεχνικά αξιοθαύμαστα, είναι το πως κάνει έναν άκακο άνθρωπο να είναι συναρπαστικός (το στερεότυπο λέει πως οι καλοί ήρωες είναι εξαιρετικά βαρετοί…) αλλά και ο τρόπος που καταφέρνει να μιλήσει για τα θεία μυστήρια.
Στο επόμενό της έργο, το Home, η Robinson την απόπειρα που κάνει εδώ να αποκαλύψει την ομορφιά του φυσικού κόσμου, την μεταφέρει εντός του οικιακού περιβάλλοντος, εντός του νοικοκυριού. Η ίδια έχει πει ότι η φροντίδα που μοιράζονται τα μέλη της οικογένειας είναι παρόμοια με την θεία χάρη – αυτήν στην οποία αναφέρεται τόσο συχνά Ames.
Το βιβλίο τελειώνει με την ασάφεια που τόσο προτιμά και επιτυχημένα χρησιμοποιεί η συγγραφέας…. «I'll pray that you grow up a brave man in a brave country. I'll pray that you find a way to be useful. I'll pray, and then I'll sleep.»
Δεν ξέρουμε πως και πότε πέθανε ο Ames, δεν ξέρουμε αν απλώς έγινε πολύ αδύναμος για να συνεχίσει να γράφει. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις μυθοπλασίες της – πολλά μένουν ανοιχτά, αλλά βέβαια κάποια αποσαφηνίζονται σε μια επόμενη ιστορία της.
……
Η Robinson είναι αντίδοτο στην υπερπληθώρα πληροφορίας στην εποχή μας, πληροφορία που πλημμυρίζει ντοπαμίνη τον εγκέφαλο αλλά δεν τον εμπλουτίζει. Μιλά με μοναδικό τρόπο, πολύ ουσιαστικό και παραστατικό, όλο αγάπη και στοχαστικότητα, για τα ανθρώπινα δεδομένα (την ανάγκη μας για σύνδεση, για κάποια πίστη, την επιθυμία μας να στοχαζόμαστε και να αναπολούμε, την λειτουργία της γραφής και πολλά πολλά ακόμη).
Είπε σε μια συνέντευξή της πως ανέκαθεν αισθανόταν πάρα πολύ διαφορετική από τον κόσμο γύρω της – και αυτή την αίσθηση αποξένωσης δεν την έκανε αυτοκαταστροφή ή βία, αλλά μελέτη, εντρύφηση, γνώση… Αξιοθαύμαστη και για αυτό. Λέει: 'To the extent that I was ever an unhappy person, I was happy with my unhappiness.''
Και ακόμη, ''People do things very differently. And it probably has to do with genes and child rearing and all sorts of things. But you can feel a distance as regrettable and at the same time take a kind of pride in it. The stalwartness of the self. That it can endure. And that even though you can kind of theoretically see how you could be more like the world that excludes you, you know that you can rely on yourself not to be. You know?'' She paused. ''Somebody who had read 'Lila' asked me, 'Why do you write about the problem of loneliness?' I said: 'It's not a problem. It's a condition. It's a passion of a kind. It's not a problem. I think that people make it a problem by interpreting it that way.''
Κάποιος την ρώτησε:
After Housekeeping, you wrote two scholarly books: Mother Country in 1989, and The Death of Adam in 1998. What inspired you to pursue this nonfiction work?
Η απάντησή της:
I have a Ph.D.--in English, on Shakespeare--but my thesis was basically historiography. It taught me to do research, and it taught me to be skeptical of the prevailing view of just about anything. Over the years, I have found research useful and skepticism entirely warranted. My nonfiction work is absolutely as essential for me as my fiction. The world is so lacquered over with tendentiousness and cliche that to see with one's own eyes for even a moment requires much work. The integrity of fiction depends on this work, in my experience. The two sides of the brain may have different definitions of "truth," but they're both right, and very much in conversation.
Βαγγέλης Προβιάς - Οκτώβρης 2019
Links
Ίσως η καλύτερη συνέντευξη της:
Μια ωραία συνέντευξή της, γραπτή:
https://imagejournal.org/article/conversation-marilynne-robinson/
και ακόμη μία:
https://www.1843magazine.com/story/meeting-marilynne-robinson
Γιατί ο Guardian θεωρεί το Housekeeping ένα από τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα:
https://www.theguardian.com/books/2015/jun/22/100-best-novels-92-housekeeping-marilynne-robinson
Η συνέντευξη που της πήρε ο πρώην POTUS Obama:
https://www.nybooks.com/articles/2015/11/05/president-obama-marilynne-robinson-conversation/
Η συγγραφέας διαβάζει από το Gilead:
https://imagejournal.org/article/conversation-marilynne-robinson/
και ακόμη μία:
https://www.1843magazine.com/story/meeting-marilynne-robinson
Γιατί ο Guardian θεωρεί το Housekeeping ένα από τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα:
https://www.theguardian.com/books/2015/jun/22/100-best-novels-92-housekeeping-marilynne-robinson
Η συνέντευξη που της πήρε ο πρώην POTUS Obama:
https://www.nybooks.com/articles/2015/11/05/president-obama-marilynne-robinson-conversation/
Η συγγραφέας διαβάζει από το Gilead: