Ο Φϊλιπ Ροθ δεν βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Όπως έχει πει ο φίλος και βιογράφος του Ρος Μίλερ, επιμελητής της συνολικής έκδοσης των έργων του Ροθ από τη «Βιβλιοθήκη της Αμερικής», το Νόμπελ θα τον κολάκευε, αλλά και θα τον συνέθλιβε. «Θα τον έφερνε στο προσκήνιο. Θα ζητούσαν τη γνώμη του επί παντός επιστητού – ό,τι ακριβώς απεχθάνεται. Ο Ροθ σιχαίνεται τη δημοσιότητα. Του έχει κάνει περισσότερο κακό, παρά καλό».
Δίκοπο μαχαίρι η δημοσιότητα και η αναγνώριση για έναν μυθιστοριογράφο που, μετά το θάνατό του τον Μάιο του 2018, άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο που δεν θα πάψει να διαβάζεται.
Το καλοκαίρι του 2001, όταν το περιοδικό Time ανακήρυξε τον Φίλιπ Ροθ ως τον «καλύτερο μυθιστοριογράφο της Αμερικής», ξεσηκώθηκαν θύελλα αντιδράσεων από φεμινίστριες, Εβραίους και άλλου τύπου συντηρητικούς.
Πολύ τον ταλάνισε τον Ροθ αυτή η προκατάληψη. Έλεγε: «Θα έπρεπε να διαβάζετε τα βιβλία μου σαν μυθοπλασία, απαιτώντας τις απολαύσεις που μπορεί να παραγάγει η μυθοπλασία».
Ποιος είναι όμως ο Φίλιπ Ροθ;
«Γεννήθηκα στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, ένα βιομηχανικό λιμάνι 150.000 κατοίκων, κυρίως λευκών, που ανήκαν στην εργατική τάξη. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 ήταν ακόμη μια απομονωμένη επαρχιακή πόλη. Ο ποταμός Χάντσον, που χώριζε τη Νέα Υόρκη από το Νιου Τζέρσι, θα μπορούσε να είναι το κανάλι που χωρίζει την Αγγλία από τη Γαλλία – η ανθρωπολογική διαφορά ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλη, τουλάχιστον για τους ανθρώπους της δικής μας κοινωνικής θέσης. Έζησα σε μια μικροαστική εβραϊκή γειτονιά ως τα 17 μου χρόνια, οπότε και έφυγα για ένα μικρό πανεπιστήμιο της αγροτικής Πενσυλβανίας που είχε ιδρυθεί από βαπτιστές στα μέσα του 19ου αιώνα και συνέχιζε να απαιτεί από τους σπουδαστές την εβδομαδιαία παρακολούθηση της λειτουργίας στο παρεκκλήσι. Δεν θα μπορούσα να είχα βρεθεί μακρύτερα από το πνεύμα της Νέας Υόρκης ή της παιδικής μου γειτονιάς στο Νιούαρκ. Ήθελα να ανακαλύψω πώς ήταν η υπόλοιπη «Αμερική».
Η Αμερική σε εισαγωγικά, γιατί για μένα ήταν τότε μονάχα μια ιδέα, όπως και για τον Κάφκα. Στα 16-17 μου χρόνια βρισκόμουν κάτω από την έντονη επίδραση του Τόμας Γουλφ και της λυρικής του αίσθησης για την καθημερινή αμερικανική ζωή με επηρέαζε ακόμη η λαϊκιστική ρητορική που είχε γεννηθεί από την Ύφεση και την οποία η πατριωτική φλόγα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μεταμορφώσει στον δημοφιλή εθνικό μύθο περί «αχανούς χώρας» και «πλούσιας ποικιλομορφίας» του λαού.
Είχα διαβάσει Σίνκλερ Λιούις, Σέργουντ Άντερσον, Μαρκ Τουέιν: κανένας από τους τρεις δεν ήταν εκείνος που θα μ’ έσπρωχνε να συναντήσω την Αμερική στη Νέα Υόρκη ή έστω στο Χάρβαρντ. (…) Γι’ αυτό και διάλεξα ένα συνηθισμένο Πανεπιστήμιο μιας όμορφης μικρής πόλης σε μια εύφορη κοιλάδα στην κεντρική Πενσυλβανία(...).
Έκανα ένα χρόνο μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, μετά πήγα στην Ουάσινγκτον όπου υπηρέτησα τη θητεία μου. Το 1956 επέστρεψα στο Σικάγο και δίδαξα στο εκεί Πανεπιστήμιο για δύο χρόνια. Άρχισα να γράφω τα διηγήματα που αποτέλεσαν το Αντίο Κολόμπους, κι όταν ο εκδότης μου έκανε δεκτό το βιβλίο το καλοκαίρι του 1958, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο και μετακόμισα στο Μανχάταν για να ζήσω τη ζωή ενός νέου συγγραφέα και όχι ενός νέου καθηγητή. Έζησα στο Lower East Side για έξι μήνες περίπου, σε απόλυτη δυστυχία: δεν μου άρεσε η λογοτεχνική σκηνή, δεν με ενδιέφερε ο κόσμος των εκδόσεων, δεν κατάφερνα να μυηθώ στο τρέχον τελετουργικό που καθόριζε τις σεξουαλικές αψιμαχίες περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και, καθώς δεν ασχολιόμουνα ούτε με το εμπόριο, ούτε με τη βιομηχανία, ούτε με τα οικονομικά, άρχισα να μη βλέπω το λόγο να παρατείνω τη διαμονή μου εκεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έζησα στη Ρώμη, το Λονδίνο, την Αϊόβα και το Πρίνστον. Όταν επέστρεψα στη Νέα Υόρκη το 1963, ήταν για να ξεφύγω από ένα γάμο και στη συνέχεια να ψυχαναλυθώ. Όταν τελείωσε η ανάλυση και η δεκαετία του 1960, έφυγα για την εξοχή όπου και έζησα έκτοτε”.
Του έχει αποδοθεί το National Humanity Medal από τον πρόεδρο Ομπάμα.
Η πιο τελευταία σημαντική βράβευση του συγγραφέα ήταν µε το Man Booker International Prize το 2011.
Ο Φίλιπ Ροθ ανήκει ήδη στους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής μαζί με τον Σωλ Μπέλοου και τον Τζον Απντάικ.
Τα βιβλία του
Με το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, «Αντίο Κολόμπους» (Goodbye Columbus) 1959, κέρδισε το National Book Award, ένα από τα πρώτα μεγάλα βραβεία αλλά ήταν με το «Σύνδρομο του Πόρτνοϊ» (Portnoy's complaint) 1969 που κέρδισε την ευρεία δημοσιότητα με 400.000 αντίτυπα έχοντας όμως κατηγορηθεί ότι έφτασε σε επίπεδα πορνογραφίας.
Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μορφή ψυχαναλυτικού μονολόγου ενός νεαρού Εβραίου εργένη που κατατρύχεται από λαγνεία και είναι προσκολλημένος στη μητέρα του.
Τη βασική εμμονή με το σώμα ως σκεύος ηδονής και την επανατοποθέτησή του σε πεζό οικογενειακό περιβάλλον, προσέγγισε τα ζητήματα της εξουσίας και της υποταγής στην ευρύτερη καθημερινή τους διάσταση. Η οικογένεια και η θρησκεία, παραδέχεται ο ίδιος, είναι ένα θέμα που επανέρχεται τακτικά στην πεζογραφία του. Ήταν σαν να αποζητούσε μέσα από τα κείμενά του την προσωπική του απελευθέρωση από την θρησκεία και την οικογένεια, όπως τα είχε βιώσει.
Θεωρεί δεδομένη την επίδραση του Κάφκα και ειδικά της “Μεταμόρφωσης” ως το κείμενο που τον καθόρισε και όχι μόνον σε αυτό το βιβλίο. Μάλιστα την εποχή που προηγήθηκε της γραφής του δίδασκε Κάφκα στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Υπάρχουν σκηνές στο βιβλίο που ίσως σήμερα να μην είχαν επιτραπεί από τον εκδότη και την εποχή μας, της πολιτικής ορθότητας.
Στο “Κι ό,τι θέλει ας γίνει” (Letting go) 1962, η Λίμπυ Χερτς μια ταραγμένη νεαρή γυναίκα, απελπισμένη που ο άντρας της απομακρύνεται, βυθίζεται στην μελαγχολία.
Στο Βυζί (Breast) 1972, ο Ντέιβιντ Κέπες, ένας ευφής καθηγητής λογοτεχνίας, που έχει μεταμορφωθεί μέσα σε μία νύχτα σε έναν τεράστιο γυναικείο μαστό, εμπλέκεται σε έναν καθημερινό διάλογο με τον πρώην ψυχαναλυτή του σχετικά με την νέα του κατάσταση.
Στο H Ζωή μου άντρα (My life as a man) 1974 ο Πήτερ Τάρνμπολ, ένα στριμωγμένος συγγραφέας και ταπεινωμένος σύζυγος παθαίνει νευρικό κλονισμό μετά από τη διάλυση ενός καταστροφικού γάμου και, στη διάρκεια της μακροχρόνιας προσπάθειά του να κατανοήσει τι συνέβη, αντιμάχεται τον γιατρό του λόγω θεμελιωδών διαφορών στις απόψεις (αλλά και στις αξίες και στη γλώσσα) κι αυτή η διαπάλη τελικά καταστρέφει τη γνήσια, θεραπευτική τους, φιλία.
Στη μυθοπλασία του Ροθ η αντρική σεξουαλικότητα παραμένει το εξέχον θέμα των βιβλίων του.
Έχει γράψει για το σεξ με τόση ειλικρίνεια όσο κανείς άλλος σοβαρός συγγραφέας. Ταυτόχρονα όμως ήρθε σε μεγάλη κόντρα με τις φεμινίστριες, χωρίς να έχουν εντελώς άδικο κι αυτές. Όμως εκείνος έχει την απάντηση: γράφει για τις ζωές των αντρών αλλά θα ήθελε να μπει και στην άλλη πλευρά του φύλου. Έχει γράψει για γυναίκες και έχει ταυτιστεί με πολλές αλλά μέχρι ποιο σημείο μπορεί να τανύει την φαντασία του ώστε να “προσλαμβάνω τη ζωή μου ως γυναίκα;”
Όμως το έργο του παραμένει σοβαρό γιατί στο βάθος τον απασχολεί ο άνθρωπος μέσα σε ένα ανήσυχο και εχθρικό κόσμο. Έναν άνθρωπο που έχει εκπέσει και ας είναι ακόμη και πάνω σε ένα κρεβάτι.
Στα περισσότερα βιβλία του προσπαθεί να ανιχνεύσει την ταυτότητα του, τι σημαίνει να είσαι Εβραίος στον σύγχρονο κόσμο. Καθώς όμως στέκεται κριτικά απέναντι στα ζητήματα της εβραϊκότητας δέχτηκε πολλές επιθέσεις από Εβραίους ότι μισεί την προσωπική του καταγωγή, φτάνοντας στο σημείο να τον κατηγορήσουν ως αντισημίτη.
Όμως ο Ροθ, σαν τον ήρωά του, Ζούκερμαν, φαίνεται ως «Ένας Εβραίος χωρίς Εβραίους, χωρίς Ιουδαϊσμό, χωρίς τον Ζιωνισμό, χωρίς εβραϊκότητα, χωρίς ναούς, στρατούς ή έστω ένα όπλο, ένας απλός Εβραίος χωρίς σπίτι, σαν ένα αντικείμενο, σαν ένα ποτήρι, ένα μήλο». Σίγουρα όμως Εβραίος.
Ο ίδιος για να εκτρέψει κάπως την προσοχή έχει φτιάξει ένα υποκατάστατο, έναν πιο κοντινό στο εγώ του χαρακτήρα, τον Νέιθαν Ζούκερμαν, ένα Αμερικανοεβραίο συγγραφέα που έγινε γνωστός εξ αιτίας ενός σκανδαλώδους μυθιστορήματος.
Ο Νέιθαν Ζούκερμαν στα τελευταία μυθιστορήματα του Ροθ έχει χάσει την παλιά του ζωτικότητα αλλά όχι και την δημιουργικότητά του. Με την ικανότητα του σοφού και αποστασιοποιημένου παρατηρητή αναλαμβάνει να αφηγηθεί και το «Ανθρώπινο στίγμα». Και στο “Φάντασμα Φεύγει” ο Ζούκερμαν αναχωρεί οριστικά από τον μυθοπλαστικό κόσμο του Ροθ.
Τα μυθιστορήματα με ήρωα τον “Nathan Zuckerman” έχουν παράλληλη ζωή με τον δημιουργό τους. Στο Zuckerman Unbound ο “Ζούκερμαν Δεσμώτης” (1981) αποτελεί μια τριλογία με πρώτο τον “Συγγραφέα Φάντασμα” (1979), το “Ζούκερμαν λυόμενος” (1981), Μάθημα Ανατομίας (1983) και συμπληρωμένη η τριλογία συμπεριέλαβε το “Όργιο της Πράγας” το 1985. Αποσπάσματα αυτών των βιβλίων είχαν ήδη δημοσιευτεί στο New Yorker, Playboy, Esquire, Vanity Fair, Vogue.
Ως οξυδερκής αναλυτής της Αμερικανικής πραγματικότητας, ο Ροθ, το έχει αποδείξει στα μεγάλα του μυθιστορήματα και ειδικά στην Τριλογία της Αμερικής.
Στο «Αμερικανικό Ειδύλλιο» American Pastoral (1997), ένας πατέρας αναζητάει την κόρη του την τρομοκράτισσα σε μια λαμπρή ανατομή των ορίων της ευημερίας και ιδεαλισμού.
Το μυθιστόρημα κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ αν και δεν είναι το πιο δημοφιλές του σε σχέση με τους αναγνώστες. Eδώ ο Ζούκερμαν, που ζει κάπου στην εξοχή, το σώμα του σε κατάρρευση, θυμάται έναν φίλο του από το κολέγιο, τον Σέιμουρ Λένοφ, τον Σουηδό, που είχε τα πάντα, τέλειο σώμα, τέλεια ψυχή, τέλεια οικογένεια. Όμως όλη του η ζωή τινάζεται στον αέρα κυριολεκτικά όταν η κόρη του, Μαίρη, βάζει μια βόμβα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον του Βιετνάμ σκοτώνοντας κάποιον.
Είναι η μεταπολεμική γενιά των Αμερικανών, που απορρίπτει ό,τι έχτισαν οι γονείς τους, και η οικογένεια Λένοφ είναι το σύμβολο αυτής της διαταραχής που σήμερα έχει ως αποτέλεσμα τους πυροβολισμούς των νέων στα σχολεία και καθιστά το μυθιστόρημα ακόμη πιο ανατριχιαστικά επίκαιρο.
Στο «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (I married a communist) 1998 παρουσιάζει μια αξιοθαύμαστο πορτρέτο της περιόδου του ΜακΚάρθυ και των διώξεων που είχαν εξαπολύσει την δεκαετία του 1950. Στα χρόνια του Μακαρθισμού (διώξεις κομμουνιστών) ο Ροθ ήταν φοιτητής και είχε αρχίσει να ταυτίζει την πολιτική εξουσία με τον ανήθικο καταναγκασμό.
Εδώ παρακολουθούμε την άνοδο και την πτώση του Ίρα Ρίνγκλοντ, ενός αριστεριστή αστέρα του ραδιοφώνου τη δεκαετία του 50 που οδηγείται σε μια προσωπική τραγωδία καθώς τον καταδίδει ως “πράκτορα” των Ρώσων η ίδια η γυναίκα του.
Στο «Ανθρώπινο στίγμα» (The human stain) 2000 επεκτείνει την προβληματική του πάνω στα θέματα φυλής, καταγωγής και προσήλωσης στις ρίζες.
Ο Ροθ αρέσκεται να φτιάχνει ψεύτικες βιογραφίες, να χαλκιδεύει ιστορίες, να σκαρώνει έναν μισο-επινοημένο εαυτό μέσα από την αληθινή ζωή του. Ο ίδιος το θεωρεί ότι αυτό είναι η ζωή του. Κάποτε χαρακτήρισε την λογοτεχνική του αποστολή ότι είναι μια σοβαρή σκανδαλιά. Του αρέσει να τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια των αναγνωστών.
Στην «Αντιζωή» (The Counterlife) 1986 οι βασικοί του ήρωες πεθαίνουν για να επανέλθουν στη ζωή.
Στο «Επιχείρηση Σάυλωκ» (Operation Shylok) 1993 ομολογεί ότι υπηρέτησε ως Ισραηλινός πράκτορας στην Ελλάδα για να πει στο τέλος του βιβλίου ότι «αυτή η ομολογία είναι ψεύτικη» και να την περιπλέξει λίγο αργότερα με αμφιβολία λέγοντας ότι η Μοσάντ τον ανάγκασε να τη βάλει μέσα στο βιβλίο.
Η «Πατρική κληρονομιά» (Patrimony) 1991 αναφέρεται στον πατέρα του συγγραφέα και τον δύσκολο χαμό του, όμως διαβάζεται σαν ένα κανονικό μυθιστόρημα, παρότι έχει υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία» και ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας».
Σ' αυτό το σχετικά μικρό πεζογράφημα ο Φίλιπ Ροθ επικεντρώνεται στα τελευταία τρία θλιβερά χρόνια του πατέρα του, αρχίζοντας από τη στιγμή (1988) που εκείνος ξυπνάει έχοντας παραλύσει από τη μία πλευρά του προσώπου του.
Αυτή είναι η αρχή μιας οριακής σχέσης γιου και πατέρα που είναι αναμέτρηση και επανασύνδεση μαζί, αντιστροφή ρόλων και ενεργοποίηση ευάλωτων συναισθημάτων.
Για πρώτη φορά ο Φίλιπ έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει και να πενθεί βαριά. Τώρα όμως ο Χέρμαν Ροθ αντιλαμβάνεται, από τα μισόλογα του γιου και τις επιφυλακτικές κουβέντες των γιατρών, ότι και αυτός βρίσκεται στον δρόμο χωρίς γυρισμό.
Ο γιος αναλαμβάνει τον πατέρα. «Είχα υπερπηδήσει, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χάσμα της σωματικής αποξένωσης που, πολύ φυσιολογικά, είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας από τότε που έπαψα να είμαι μικρό παιδί».
Η τετραλογία του τέλους
Ο Ροθ δεν σταμάτησε να γράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του παράγοντας ένα μικρό μυθιστόρημα κάθε χρόνο από το 2006 και μετά.
Τα τελευταία σύντοµα µυθιστορήµατα του Φίλιπ Ροθ, η τετραλογία του τέλους, «Καθένας» (2006), «Αγανάκτηση» (2008), «Ταπείνωση» (2009), και «Νέµεσις» (2010) συγκροτούν έναν θεµατικό κύκλο. Σαν να γίνεται πιο δημιουργικός όσο μεγαλώνει. Όμως καθώς γερνάει το ίδιο μεγαλώνουν και οι πρωταγωνιστές του που διακατέχονται από το φόβο της ανθρώπινης φθοράς, τόσο σε σωματικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Έχει εγκαταλείψει τις µεγάλες µυθιστορηµατικές συνθέσεις, όπως άλλωστε έκανε και ο μεγάλος του δάσκαλος Σωλ Μπέλοου, δίνοντας έµφαση σε πρωτοπρόσωπους χαρακτήρες που δεν είναι ευφυείς. Mεγαλώνοντας ο Ροθ σκύβει πάνω στον απλό ήρωα, στον συµµαθητή του, στο γειτονόπουλο, στον διπλανό του.
Ο Θάνατος έχει γίνει το βασικό του θέμα και όχι το σεξ των ηρώων του, τουλάχιστον όχι σαν εμμονή και ειδικά στον «Καθένα» (Everyman) 2006 όπου πραγματικά το γέρασμα παρατίθεται σαν μια άδοξη σειρά αναξιοπρεπών συμβάντων.
Ο χαρακτήρας εδώ είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα 'κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει. Ομολογεί: «Τα γηρατειά δεν είναι μάχη, τα γηρατειά είναι σφαγή!».
Με το «Φεύγει το φάντασμα» (Exit Ghost), ο ακούραστος εβδομηνταεξάχρονος Φιλίπ Ροθ ολοκληρώνει τον κύκλο των μυθιστορημάτων του με ήρωα τον Νέιθαν Ζούκερμαν, σε ένα συγκινητικό και αυτοσαρκαστικό μυθιστόρημα που μιλάει για τη ζωή, τη φθορά του σώματος και την αντοχή της μυθοπλασίας.
Η υπόθεση του προτελευταίου μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ «Αγανάκτηση» (Indigntion) διαδραματίζεται το 1951.
Ο ήρωας της «Αγανάκτησης», ο Μάρκους Μέσνερ, είναι ένα μοναχοπαίδι μιας εβραϊκής οικογένειας, που μεγαλώνει στο Νιούαρκ, φοιτά σε ένα μικρό κολέγιο και προετοιμάζεται για το Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας του είναι χασάπης. Ο Μάρκους πηγαίνει, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, στο Πανεπιστήμιο Γουάινσμπεργκ, στις αγροτικές βόρειες επαρχίες του κεντρικού Οχάϊο, τόπος όπου και διαδραματίζεται το κλασικό σπονδυλωτό βιβλίο του Σέργουντ Άντερσον («Ουάινσμπεργκ Οχάιο»).
Εδώ, μολονότι προσπαθεί να ζήσει αυτόνομα, αναγκάζεται να συγκατοικήσει στους κοιτώνες με αντιδραστικά και ενοχλητικά άτομα, όπως τα κρίνει ο ίδιος. Με τις συνεχείς αλλαγές συγκατοίκων και τους καυγάδες ανάμεσά τους, ο κοσμήτορας τον θεωρεί απροσάρμοστο και τον προειδοποιεί για τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς που ίσως τον οδηγούσε μια ώρα αρχύτερα στο πολεμικό μέτωπο.
Ο τελειομανής και επιμελής Μάρκους, που μοναδικό στόχο είχε να μπει στη Νομική Σχολή, κλονίζεται με τα προσωπικά αλλά και τα ενδοκολεγιακά προβλήματα.
Ο Μάρκους θα βρεθεί στην Κορέα, η κατάταξή του σε μάχιμη μονάδα ήταν μια φυσική κατάληξη για το πεισματάρικο αγόρι που δεν υπέκυψε στις πιέσεις και τις γαλιφιές, αλλά υπερασπίστηκε την προσωπική του αυτοτέλεια, χωρίς να προλάβει να γευτεί τις χαρές του ενήλικα. Για άλλη μια φορά ο Φίλιπ Ροθ μας τραντάζει με το θέμα της θνητότητας, των γηρατειών, του αναπόφευκτου θανάτου.
Στην “Ταπείνωση” ( The humbling) που αρχίζει με τη φράση «Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει», ο εξηνταπεντάχρονος ηθοποιός κλασικού ρεπερτορίου Σάιμον Αξλερ καταρρέει, καλλιτεχνικά και ψυχολογικά. Πιστεύει ότι δεν μπορεί πια να υποδυθεί κανέναν από τους μεγάλους ρόλους που τον ανέδειξαν, φοβάται να αναμετρηθεί μαζί τους. Ο τρόμος της αδυναμίας να αρθρώσει τον θεατρικό λόγο γίνεται φόβος απέναντι στην υπόστασή του που μοιάζει να ρευστοποιείται.
Μια σειρά από προσωπικές σχέσεις και ταπεινώσεις τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν του απομένει, παρά να υποδυθεί ή να προσπαθήσει να μπει στον ρόλο του Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ από τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, ένα ρόλο που τον είχε παίξει και νεαρότερος αλλά χωρίς αληθινό όπλο, όπως αυτό που γεμίζει τώρα. Το σημείωμα που αφήνει στη σοφίτα είναι η τελευταία αράδα του «Γλάρου».
Το «Νέµεσις» (Nemesis) διαδραµατίζεται στην Αµερική το καλοκαίρι του 1944. Αδειάζει η πόλη και οι άνθρωποι αναζητούν δροσιά στις θάλασσες και τα βουνά, η Αµερική µάχεται στα µέτωπα της Ευρώπης και του Ειρηνικού, οι άνδρες λείπουν στα πολεµικά µέτωπα. Πίσω στο Νιούαρκ, ένας εικοσιτριάχρονος δεν µπορεί να καταταχθεί στον στρατό εξαιτίας της βεβαρηµένης όρασής του. Ο Μπάκι Κάντορ.
Ο Μπάκι, γυµναστής σε σχολείο, έχει αναλάβει το Κέντρο Αθλοπαιδιών και απασχολείται με τα παιδιά µέσα στο κατακαλόκαιρο, ενθαρρύνοντάς τα συνεχώς. Τον λατρεύουν κι εκείνα. Ξεσπάει όµως επιδηµία πολιοµυελίτιδας στην περιοχή. ;Εφταιγαν άραγε οι Ιταλοί που ήρθαν να πουλήσουν νταϊλίκι φτύνοντας πάνω στο έδαφος για ναµολυνθούν τα νεαρά Εβραιόπουλα; Ο Μπάκι τούς απωθεί µε λεβεντιά. Στο µεταξύ αρχίζουν να αρρωσταίνουν βαριά τα παιδιά.
Μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα, η ζέστη είναι πια αποπνικτική, οι σειρήνες των ασθενοφόρων ουρλιάζουν, τα κρούσµατα αυξάνονται και η πόλη βυθίζεται σε µια υπνωτική αρρωστηµένη ατµόσφαιρα. Πώς να αντιδράσει ο δυνατός γυµναστής που όταν σήκωνε το ακόντιο ή έκανε καταδύσεις κέρδιζε τον θαυµασµό των παιδιών; Παγιδεύεται στο καθήκον του ή πολεµά απερίσκεπτα ενάντια στη συµφορά;
Το κύκνειο έργο του Φίλιπ Ροθ είναι πραγματικά το πιο σκοτεινό και θανατερό, αφήνει όμως μια παντοτινή τρυφερότητα για τον βασικό του χαρακτήρα, έναν άνθρωπο που πάλεψε και αντιμετώπισε θαρραλέα την ζωή.
Ανθρώπινο στίγμα, The Human stain, 2000
΄Οσοι από τους κριτικούς απέδιδαν στο έργο του Ροθ έλλειψη σοβαρότητας, αναγκάστηκαν σε μεγάλο βαθμό να αναθεωρήσουν μετά την ολοκλήρωση της Αμερικανικής τριλογίας που αποτελούν τα μυθιστορήματα «Αμερικανικό ειδύλλιο» (1997), «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (1998) και «Το ανθρώπινο στίγμα» (2000).
Mε το «στίγμα» παραπέμπει στο στίγμα του ανθρώπινου είδους πάνω στον πλανήτη, στο στίγμα της σκοτεινής ανθρώπινης φύσης αλλά και στο λεκέ που ένα μοιραίο βράδυ μέσα στο Οβάλ Γραφείο ο πρόεδρος Κλίντον άφησε πάνω στο μπλε φόρεμα της Μόνικας.
Πρωταγωνιστής του «Ανθρώπινου στίγματος» είναι ο Κόλμαν Σιλκ, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθήνα, ρηξικέλευθος κοσμήτορας της σχολής επί δεκαέξι χρόνια. Σεβαστό μάθημά του η ανασκόπηση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Θεοί, Ήρωες και Μυθολογία.
O Κόλμαν ομολογεί στον αφηγητή Ζούκερμαν ότι στα εβδομήντα ένα του χρόνια είχε σχέσεις με μια τριανταπεντάχρονη καθαρίστρια στο Πανεπιστήμιο. Ο Κόλμαν είναι μια δυναμική παρουσία που εκσυγχρονίζει και βελτιώνει ριζοσπαστικά την ποιότητα σπουδών στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο.
Λίγο πριν πάρει σύνταξη, κατηγορείται για ρατσισμό από όλους εκείνους που είχε δυσαρεστήσει στην προσπάθειά του να ανανεώσει το πρόγραμμα σπουδών. Αιτία της κατηγορίας αποτέλεσε ο από μέρους του χαρακτηρισμός δύο φοιτητών που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ στα μαθήματα ως «spooks», που εκτός από την κανονική σημασία του «φαντάσματος», αποτελεί και υποτιμητικό χαρακτηρισμό του μαύρου.
Η περιπέτεια της άδικης κατηγορίας του τον κάνει να νιώσει απέχθεια για έναν χώρο στον οποίο είχε αφιερωθεί για τέσσερις περίπου δεκαετίες, και παραιτείται για να πάρει πρόωρη σύνταξη, δείχνοντας την περιφρόνησή του σε ένα υποκριτικό σύστημα, πίσω από το οποίο καλύπτονται οι ανεπαρκείς πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να δικαιωθεί, η γυναίκα του πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό, το οποίο ο Σιλκ αποδίδει στην αναστάτωση που της προκάλεσε η περιπέτειά του. ΄Ετσι, ο έξυπνος, γοητευτικός, κοινωνικός, νευρώδης και λίγο επιθετικός καθηγητής, βρίσκεται να ζει μόνος στο λευκό ξύλινο σπίτι στην πλαγιά ενός βουνού, εκεί όπου κάποτε με τη δυναμική γυναίκα του είχε μεγαλώσει τέσσερα υπέροχα παιδιά τα οποία, έχοντας περάσει ή πλησιάζοντας πλέον τα σαράντα, ζουν μακριά του.
Εκεί κοντά γνωρίζεται με τον Ζούκερμαν, αποτραβηγμένο συγγραφέα και σχεδόν του επιβάλλει να γράψει την ιστορία του. Ο Ζούκερμαν περιγράφει τον Κόλμαν ως ένα κομψό, γοητευτικό Εβραίο, με μια ελαφριά κιτρινωπή χροιά προσώπου, σαν ανοιχτόχρωμος μαύρος που περνιέται για λευκός.
Ο Κόλμαν είναι πια στα εβδομήντα ένα χρόνια του, με νεανική εμφάνιση γερασμένου γόη, όταν γνωρίζει την τριαντατετράχρονη Φόνια Φάρλι, καθαρίστρια στο ταχυδρομείο, στο πανεπιστήμιο και εργάτρια σε γαλακτοκομική φάρμα.
Είχε τελειώσει δύο τάξεις στο γυμνάσιο, αλλά είχε ξεχάσει να διαβάζει, με μια μακριά ιστορία σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία ξεκίνησε από τον πατριό της για να καταλήξει στον ψυχωτικό και βάναυσο σύζυγό της. «Η ικανότητα να διαβάζει φαίνεται πως απωλέστηκε μαζί με την παιδική ηλικία».
Ο Λες Φάρλι, ο σύζυγός της, την καταδιώκει επειδή τη θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο των δύο παιδιών τους από ασφυξία, όταν το κτίριο όπου ζούσαν πήρε φωτιά, ενώ αυτή είχε ερωτική συνάντηση με έναν μαραγκό μέσα στο φορτηγάκι του. Όμως δεν είναι μόνον ο σύζυγος που αναστατώνεται γιατί υποψιάζεται την σχέση τους. Ένα ανώνυμο γράμμα έρχεται στον Κόλμαν: «Όλοι γνωρίζουν ότι εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά μια βασανισμένη και αγράμματη γυναίκα που έχει τα μισά σου χρόνια».
Η Φόνια είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες στο συνολικό έργο ενός μυθιστοριογράφου ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει κατηγορηθεί και για μισογυνισμό. Είναι αγράμματη, σεξουαλικά κακοποιημένη αλλά και ιδιαίτερα θερμή. Η ερωτική όμως φύση της συνδυάζεται με μια τραγικότητα, η οποία εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, όπως με τις δύο απόπειρες αυτοκτονίας και με την απελπισία με την οποία μεταφέρει την τέφρα των δύο παιδιών της ή με μια αυθόρμητη, ενστικτώδη αυτοσυνειδησία. Είναι αυτή που μαθαίνει στο γερασμένο καθηγητή πως αυτό που του συμβαίνει δεν είναι έρωτας, αλλά ένα σεξ που έως τότε δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει.
Ο μάστορας Φιλίπ Ροθ μας έχει αναγγείλει τον θάνατο των δύο εραστών, αυτό όμως δεν αναχαιτίζει την αφηγηματική του δεινότητα και την αγωνία για τον αναγνώστη να μάθει τι είχε συμβεί.
Ο συγγραφέας Ζούκερμαν προσπαθεί επίσης να δώσει φωνή στον άντρα της Φόνια, τον Λέστερ Φάρλι, βετεράνο του Βιετνάμ, με τρομερά ψυχολογικά προβλήματα και κρίσεις πανικού και κοινωνικότητας. Τώρα όμως αποτρελαίνεται στη σκέψη ότι τα έφτιαξε με έναν μεγαλύτερό της και εβραίο. Τους παρακολουθούσε από καιρό, στα σκοτάδια, καιροφυλακτώντας, σαν να βρίσκεται σε ενέδρα στο Βιετνάμ.
Αναδρομή στην εφηβεία του Κόλμαν όταν μικρός θέλει να γίνει μποξέρ. Ο προπονητής του στο δρόμο του λέει να δηλώσει ότι είναι λευκός, να μην αναφέρει ότι είναι έγχρωμος, καλύτερα να σκεφτεί ότι είναι Εβραίος. Τα ανοιχτά χρώματα του δέρματός του τον βοηθούν να «μεταμφιεστεί σε Εβραίο, και η απόλυτα συνειδητή αυτοεξορία από την οικογένειά του, λίγο αργότερα, τη φυλή του και το παρελθόν του του εξασφαλίζουν την καλύτερη ζωή ενός Εβραίου.
Μεγαλωμένος σε εβραϊκό τμήμα του Νιούαρκ, ο Κόλμαν, ζηλεύει τα εβραιόπουλα με τους μπαμπάδες που ανέρχονται, έστω και μετ’ εμποδίων στην κοινωνική κλίμακα. Όταν στρέφει το βλέμμα του στο δικό του πατέρα, τον καλλιεργημένο και σεβάσμιο νέγρο πατέρα του, δεν αντικρίζει παρά το πρόσωπο της ταπείνωσης. Όσο κι αν τον θαυμάζει δεν θέλει με τίποτε να του μοιάσει. Επιλέγει λοιπόν την απόλυτη διαγραφή και το ξεκίνημα από το μηδέν. Κι έτσι για πολλά χρόνια δήλωνε Εβραίος ή παρέλειπε να το διαψεύδει σε όσους το πίστευαν.
Με τη Φόνια δεν προφασίζονται πως αγνοούν ότι τίποτε κοινό δεν υπάρχει μεταξύ τους. Αντιθέτως, φέρονται σαν δύο άνθρωποι που ξέρουν πως δεν έχουν τίποτε κοινό, αλλά ταυτόχρονα τα σώματά τους θυμούνται πως τις μεταξύ τους διαφορές και τα ασυμβίβαστα τα έχουν διυλίσει σε οργασμική ουσία.
Ο Κόλμαν προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τους γιους του. Τους δηλώνει ότι τελείωσε η σχέση του με την Φόνια χωρίς να τα καταφέρει κι αυτή τη φορά. Ο Κόλμαν μέσα στο μυστικό του. Ακόμη κι όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα δεν της αποκάλυψε το ζήτημα της καταγωγής. Πίστευε ότι μετά το τέλος της θητείας του, θα τελείωνε σαν λευκός, τέρμα, όμως σαράντα χρόνια μετά δεν το αποτόλμησε.
Ο συγγραφέας Ζούκερμαν θα δει τελευταία φορά τον Κόλμαν και την Φόνια σε μια συναυλία.
Τρεις μήνες αργότερα όταν θα μάθει το μυστικό αρχίζει να γράφει αυτό το βιβλίο. Τώρα πια και οι δυο είναι νεκροί. Ακόμη δεν μας έχει αποκαλύψει τα αίτια του θανάτου τους.
Εκεί στην κηδεία με τους συγγενείς ανακαλύπτει ο Ζούκερμαν το μυστικό του Κόλμαν, όταν ο γιος του Μάρκι τον κατευοδώνει με μια εβραϊκή ευχή, όταν η αδελφή του του συστήνεται και μαθαίνει ότι πρόσεχε μην αποκαλυφθεί η καταγωγή του και αυτό τον έφερε σε ρήξη με τον αδελφό του Γουόλτ που του απαγόρευσε να πατήσει το πόδι του στο σπίτι. Όμως τον Κόλμαν τον νίκησε το σύστημα. Σφυρηλάτησε ένα διαφορετικό πεπρωμένο, το άλλαξε για να παγιδευτεί από την ιστορία που δεν είναι ακόμη ιστορία, την ιστορία που γράφεται κάθε λεπτό που περνάει.
Τελευταία συγκλονιστική σκηνή η συνάντηση του Ζούκερμαν με τον Λες Φάρλι σε μια λίμνη. Ο Φάρλι ψαρεύει στην παγωμένη λίμνη έχοντας ανοίξει με τρυπάνι μια οπή. Ακίνητος. Το τρυπάνι ξαπλωμένο στον πάγο, ενσάρκωση του μίσους. Του μιλάει, εκείνος τον ξέρει. Ο Ζούκερμαν τον προκαλεί με τις ερωτήσεις του. Τον ρωτάει αν είχε κανένα ατύχημα με αυτοκίνητο. Ο Φάρλι μιλάει λες κι είναι ένας άσχετος με την υπόθεση. Ρωτάει τον Ζούκερμαν τι βιβλία γράφει κι εκείνος απαντάει, αληθινές ιστορίες. πες μου τον τίτλο ενός από τα βιβλία σου. Το ανθρώπινο στίγμα. Το βλέμμα του σκοτεινό, υποκριτικό. Μιλάει για το σκοτάδι κάτω από τον πάγο. Ο Ζούκερμαν δεν αμφιβάλλει πια.
Ποιος είναι πραγματικά ο Κόλμαν Σιλκ;
Όλη του η ύπαρξη, πάντως είναι θεμελιωμένη πάνω σε μία απάτη. Η γυναίκα του νομίζει ότι είναι Εβραίος, τα παιδιά του το ίδιο, ακόμα κι εκείνος πορεύεται σαν ένας καλός Εβραίος.
Έτσι, ενώ ο Κόλμαν προσπάθησε να διαφύγει από την «στιγματισμένη» νέγρικη κοινωνία και απαρνήθηκε την ίδια του την καταγωγή, αποβλήθηκε 40 χρόνια αργότερα από μια κοινωνία που υπερασπιζόταν τα ίδια του τα δικαιώματα κι έτρεφε αντιρατσιστικό μίσος. Με μια απλή κίνηση ο Ροθ μας παρουσιάζει και τις δύο πλευρές, τονίζοντας ότι ισχύουν και οι δύο: και η εβραϊκή υπερευαισθησία αλλά και ο αντισημιτισμός.
Το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ με το οποίο ολοκληρώνεται η τριλογία της Αμερικής τιμήθηκε στις ΗΠΑ με το βραβείο «Φώκνερ», ενώ στη Γαλλία με το βραβείο ξένου μυθιστορήματος Medicis. Από τη σύνταξη του περιοδικού «Lire» ανακηρύχτηκε το καλύτερο βιβλίο του 2002. Από την εποχή του Χένρι Τζέημς ελάχιστοι συγγραφείς στην Αμερική ανασύνθεσαν τη ζωή, με σαφήνεια αλλά και οξυδέρκεια μέσω της γλώσσας.
Όμως πώς να του αρνηθείς αυτό το πείσμα, την μανία την ακατάπαυστη για μυθοπλασία και ανάπλαση της ζωής αναζητώντας συνεχώς καινούργιες εμπειρίες;
Κατά βάθος οι αναζητήσεις του ήταν μεταφυσικές. Τι είναι ο εαυτός; Μήπως εμείς δεν επινοούμε τον εαυτό μας, και αυτή η επινόηση δεν είναι και ο ορισμός της ζωής; Τι είναι η επιθυμία; Τι είναι η εβραϊκότητα; Πώς θα έπρεπε να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε;
Και όλα αυτά με μια γραφή που χαλαρώνει γίνεται απλούστερη και πιο άμεση όσο μεγαλώνει, το ζητούμενο της αναζήτησής του. Καμιά φορά το ύφος του είναι αποστραγγισμένο, αστόλιστο πολύ λες και κάθισε να αφαιρέσει κάθε στολίδι. Ο ίδιος από παλιά αντιπαθούσε την πολυπλοκότητα όπως και την φορτισμένη ποιητικότητα, τον μαγικό ρεαλισμό.
Αυτόν τον οιονεί πραγματικό κόσμο στον οποίο βρεθήκαμε να ζούμε, και κυρίως την αμερικανική κοινωνία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, την οποία ο Ροθ δεν παύει να ξεγυμνώνει, να αποκαλύπτει μέσα στην επιτήδευση, την αδικία και τον παραλογισμό της.
Και εδώ ακριβώς καταρρέει η αντίληψη που θέλει τον Ροθ έναν κατ’ εξοχήν αυτοαναφορικό συγγραφέα. Δεν είναι πια ο Αμερικανοεβραίος που κατατρίβεται με τις κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτικές συμπαραδηλώσεις της φυλετικής καταγωγής του. Είναι ένας συγγραφέας που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει «εθνική» λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία. Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χόθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και μοναδικής «αμερικανικότητας».
Η υπερπροσπάθεια του ανθρώπου να αυτοκαθορισθεί, μάταιη ή μη, ανήθικη ή μη, απάνθρωπη ή μη, έχεις πολλή ζωή μέσα της, πολλή αντίφαση, παραδοξότητα, μυστήριο, δύναμη, αγάπη, θάρρος, δειλία-με άλλα λόγια, περιέχει όλες εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που τρέμουν διαρκώς στην Αμερική (αλλά και οι απανταχού) συντηρητικοί: αυτό το ανθρώπινο- πολύ ανθρώπινο- που μπορεί να κρύβει ο καθένας μέσα του.
Για περισσότερο διάβασμα:
Claudia Roth Pierpont - “Roth Unbound” - Farrar, Straus and Giroux.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης Οκτώβριος 2019
Δίκοπο μαχαίρι η δημοσιότητα και η αναγνώριση για έναν μυθιστοριογράφο που, μετά το θάνατό του τον Μάιο του 2018, άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο που δεν θα πάψει να διαβάζεται.
Το καλοκαίρι του 2001, όταν το περιοδικό Time ανακήρυξε τον Φίλιπ Ροθ ως τον «καλύτερο μυθιστοριογράφο της Αμερικής», ξεσηκώθηκαν θύελλα αντιδράσεων από φεμινίστριες, Εβραίους και άλλου τύπου συντηρητικούς.
Πολύ τον ταλάνισε τον Ροθ αυτή η προκατάληψη. Έλεγε: «Θα έπρεπε να διαβάζετε τα βιβλία μου σαν μυθοπλασία, απαιτώντας τις απολαύσεις που μπορεί να παραγάγει η μυθοπλασία».
Ποιος είναι όμως ο Φίλιπ Ροθ;
«Γεννήθηκα στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, ένα βιομηχανικό λιμάνι 150.000 κατοίκων, κυρίως λευκών, που ανήκαν στην εργατική τάξη. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 ήταν ακόμη μια απομονωμένη επαρχιακή πόλη. Ο ποταμός Χάντσον, που χώριζε τη Νέα Υόρκη από το Νιου Τζέρσι, θα μπορούσε να είναι το κανάλι που χωρίζει την Αγγλία από τη Γαλλία – η ανθρωπολογική διαφορά ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλη, τουλάχιστον για τους ανθρώπους της δικής μας κοινωνικής θέσης. Έζησα σε μια μικροαστική εβραϊκή γειτονιά ως τα 17 μου χρόνια, οπότε και έφυγα για ένα μικρό πανεπιστήμιο της αγροτικής Πενσυλβανίας που είχε ιδρυθεί από βαπτιστές στα μέσα του 19ου αιώνα και συνέχιζε να απαιτεί από τους σπουδαστές την εβδομαδιαία παρακολούθηση της λειτουργίας στο παρεκκλήσι. Δεν θα μπορούσα να είχα βρεθεί μακρύτερα από το πνεύμα της Νέας Υόρκης ή της παιδικής μου γειτονιάς στο Νιούαρκ. Ήθελα να ανακαλύψω πώς ήταν η υπόλοιπη «Αμερική».
Η Αμερική σε εισαγωγικά, γιατί για μένα ήταν τότε μονάχα μια ιδέα, όπως και για τον Κάφκα. Στα 16-17 μου χρόνια βρισκόμουν κάτω από την έντονη επίδραση του Τόμας Γουλφ και της λυρικής του αίσθησης για την καθημερινή αμερικανική ζωή με επηρέαζε ακόμη η λαϊκιστική ρητορική που είχε γεννηθεί από την Ύφεση και την οποία η πατριωτική φλόγα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μεταμορφώσει στον δημοφιλή εθνικό μύθο περί «αχανούς χώρας» και «πλούσιας ποικιλομορφίας» του λαού.
Είχα διαβάσει Σίνκλερ Λιούις, Σέργουντ Άντερσον, Μαρκ Τουέιν: κανένας από τους τρεις δεν ήταν εκείνος που θα μ’ έσπρωχνε να συναντήσω την Αμερική στη Νέα Υόρκη ή έστω στο Χάρβαρντ. (…) Γι’ αυτό και διάλεξα ένα συνηθισμένο Πανεπιστήμιο μιας όμορφης μικρής πόλης σε μια εύφορη κοιλάδα στην κεντρική Πενσυλβανία(...).
Έκανα ένα χρόνο μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, μετά πήγα στην Ουάσινγκτον όπου υπηρέτησα τη θητεία μου. Το 1956 επέστρεψα στο Σικάγο και δίδαξα στο εκεί Πανεπιστήμιο για δύο χρόνια. Άρχισα να γράφω τα διηγήματα που αποτέλεσαν το Αντίο Κολόμπους, κι όταν ο εκδότης μου έκανε δεκτό το βιβλίο το καλοκαίρι του 1958, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο και μετακόμισα στο Μανχάταν για να ζήσω τη ζωή ενός νέου συγγραφέα και όχι ενός νέου καθηγητή. Έζησα στο Lower East Side για έξι μήνες περίπου, σε απόλυτη δυστυχία: δεν μου άρεσε η λογοτεχνική σκηνή, δεν με ενδιέφερε ο κόσμος των εκδόσεων, δεν κατάφερνα να μυηθώ στο τρέχον τελετουργικό που καθόριζε τις σεξουαλικές αψιμαχίες περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και, καθώς δεν ασχολιόμουνα ούτε με το εμπόριο, ούτε με τη βιομηχανία, ούτε με τα οικονομικά, άρχισα να μη βλέπω το λόγο να παρατείνω τη διαμονή μου εκεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έζησα στη Ρώμη, το Λονδίνο, την Αϊόβα και το Πρίνστον. Όταν επέστρεψα στη Νέα Υόρκη το 1963, ήταν για να ξεφύγω από ένα γάμο και στη συνέχεια να ψυχαναλυθώ. Όταν τελείωσε η ανάλυση και η δεκαετία του 1960, έφυγα για την εξοχή όπου και έζησα έκτοτε”.
Του έχει αποδοθεί το National Humanity Medal από τον πρόεδρο Ομπάμα.
Η πιο τελευταία σημαντική βράβευση του συγγραφέα ήταν µε το Man Booker International Prize το 2011.
Ο Φίλιπ Ροθ ανήκει ήδη στους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αμερικής μαζί με τον Σωλ Μπέλοου και τον Τζον Απντάικ.
Τα βιβλία του
Με το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, «Αντίο Κολόμπους» (Goodbye Columbus) 1959, κέρδισε το National Book Award, ένα από τα πρώτα μεγάλα βραβεία αλλά ήταν με το «Σύνδρομο του Πόρτνοϊ» (Portnoy's complaint) 1969 που κέρδισε την ευρεία δημοσιότητα με 400.000 αντίτυπα έχοντας όμως κατηγορηθεί ότι έφτασε σε επίπεδα πορνογραφίας.
Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μορφή ψυχαναλυτικού μονολόγου ενός νεαρού Εβραίου εργένη που κατατρύχεται από λαγνεία και είναι προσκολλημένος στη μητέρα του.
Τη βασική εμμονή με το σώμα ως σκεύος ηδονής και την επανατοποθέτησή του σε πεζό οικογενειακό περιβάλλον, προσέγγισε τα ζητήματα της εξουσίας και της υποταγής στην ευρύτερη καθημερινή τους διάσταση. Η οικογένεια και η θρησκεία, παραδέχεται ο ίδιος, είναι ένα θέμα που επανέρχεται τακτικά στην πεζογραφία του. Ήταν σαν να αποζητούσε μέσα από τα κείμενά του την προσωπική του απελευθέρωση από την θρησκεία και την οικογένεια, όπως τα είχε βιώσει.
Θεωρεί δεδομένη την επίδραση του Κάφκα και ειδικά της “Μεταμόρφωσης” ως το κείμενο που τον καθόρισε και όχι μόνον σε αυτό το βιβλίο. Μάλιστα την εποχή που προηγήθηκε της γραφής του δίδασκε Κάφκα στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Υπάρχουν σκηνές στο βιβλίο που ίσως σήμερα να μην είχαν επιτραπεί από τον εκδότη και την εποχή μας, της πολιτικής ορθότητας.
Στο “Κι ό,τι θέλει ας γίνει” (Letting go) 1962, η Λίμπυ Χερτς μια ταραγμένη νεαρή γυναίκα, απελπισμένη που ο άντρας της απομακρύνεται, βυθίζεται στην μελαγχολία.
Στο Βυζί (Breast) 1972, ο Ντέιβιντ Κέπες, ένας ευφής καθηγητής λογοτεχνίας, που έχει μεταμορφωθεί μέσα σε μία νύχτα σε έναν τεράστιο γυναικείο μαστό, εμπλέκεται σε έναν καθημερινό διάλογο με τον πρώην ψυχαναλυτή του σχετικά με την νέα του κατάσταση.
Στο H Ζωή μου άντρα (My life as a man) 1974 ο Πήτερ Τάρνμπολ, ένα στριμωγμένος συγγραφέας και ταπεινωμένος σύζυγος παθαίνει νευρικό κλονισμό μετά από τη διάλυση ενός καταστροφικού γάμου και, στη διάρκεια της μακροχρόνιας προσπάθειά του να κατανοήσει τι συνέβη, αντιμάχεται τον γιατρό του λόγω θεμελιωδών διαφορών στις απόψεις (αλλά και στις αξίες και στη γλώσσα) κι αυτή η διαπάλη τελικά καταστρέφει τη γνήσια, θεραπευτική τους, φιλία.
Στη μυθοπλασία του Ροθ η αντρική σεξουαλικότητα παραμένει το εξέχον θέμα των βιβλίων του.
Έχει γράψει για το σεξ με τόση ειλικρίνεια όσο κανείς άλλος σοβαρός συγγραφέας. Ταυτόχρονα όμως ήρθε σε μεγάλη κόντρα με τις φεμινίστριες, χωρίς να έχουν εντελώς άδικο κι αυτές. Όμως εκείνος έχει την απάντηση: γράφει για τις ζωές των αντρών αλλά θα ήθελε να μπει και στην άλλη πλευρά του φύλου. Έχει γράψει για γυναίκες και έχει ταυτιστεί με πολλές αλλά μέχρι ποιο σημείο μπορεί να τανύει την φαντασία του ώστε να “προσλαμβάνω τη ζωή μου ως γυναίκα;”
Όμως το έργο του παραμένει σοβαρό γιατί στο βάθος τον απασχολεί ο άνθρωπος μέσα σε ένα ανήσυχο και εχθρικό κόσμο. Έναν άνθρωπο που έχει εκπέσει και ας είναι ακόμη και πάνω σε ένα κρεβάτι.
Στα περισσότερα βιβλία του προσπαθεί να ανιχνεύσει την ταυτότητα του, τι σημαίνει να είσαι Εβραίος στον σύγχρονο κόσμο. Καθώς όμως στέκεται κριτικά απέναντι στα ζητήματα της εβραϊκότητας δέχτηκε πολλές επιθέσεις από Εβραίους ότι μισεί την προσωπική του καταγωγή, φτάνοντας στο σημείο να τον κατηγορήσουν ως αντισημίτη.
Όμως ο Ροθ, σαν τον ήρωά του, Ζούκερμαν, φαίνεται ως «Ένας Εβραίος χωρίς Εβραίους, χωρίς Ιουδαϊσμό, χωρίς τον Ζιωνισμό, χωρίς εβραϊκότητα, χωρίς ναούς, στρατούς ή έστω ένα όπλο, ένας απλός Εβραίος χωρίς σπίτι, σαν ένα αντικείμενο, σαν ένα ποτήρι, ένα μήλο». Σίγουρα όμως Εβραίος.
Ο ίδιος για να εκτρέψει κάπως την προσοχή έχει φτιάξει ένα υποκατάστατο, έναν πιο κοντινό στο εγώ του χαρακτήρα, τον Νέιθαν Ζούκερμαν, ένα Αμερικανοεβραίο συγγραφέα που έγινε γνωστός εξ αιτίας ενός σκανδαλώδους μυθιστορήματος.
Ο Νέιθαν Ζούκερμαν στα τελευταία μυθιστορήματα του Ροθ έχει χάσει την παλιά του ζωτικότητα αλλά όχι και την δημιουργικότητά του. Με την ικανότητα του σοφού και αποστασιοποιημένου παρατηρητή αναλαμβάνει να αφηγηθεί και το «Ανθρώπινο στίγμα». Και στο “Φάντασμα Φεύγει” ο Ζούκερμαν αναχωρεί οριστικά από τον μυθοπλαστικό κόσμο του Ροθ.
Τα μυθιστορήματα με ήρωα τον “Nathan Zuckerman” έχουν παράλληλη ζωή με τον δημιουργό τους. Στο Zuckerman Unbound ο “Ζούκερμαν Δεσμώτης” (1981) αποτελεί μια τριλογία με πρώτο τον “Συγγραφέα Φάντασμα” (1979), το “Ζούκερμαν λυόμενος” (1981), Μάθημα Ανατομίας (1983) και συμπληρωμένη η τριλογία συμπεριέλαβε το “Όργιο της Πράγας” το 1985. Αποσπάσματα αυτών των βιβλίων είχαν ήδη δημοσιευτεί στο New Yorker, Playboy, Esquire, Vanity Fair, Vogue.
Ως οξυδερκής αναλυτής της Αμερικανικής πραγματικότητας, ο Ροθ, το έχει αποδείξει στα μεγάλα του μυθιστορήματα και ειδικά στην Τριλογία της Αμερικής.
Στο «Αμερικανικό Ειδύλλιο» American Pastoral (1997), ένας πατέρας αναζητάει την κόρη του την τρομοκράτισσα σε μια λαμπρή ανατομή των ορίων της ευημερίας και ιδεαλισμού.
Το μυθιστόρημα κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ αν και δεν είναι το πιο δημοφιλές του σε σχέση με τους αναγνώστες. Eδώ ο Ζούκερμαν, που ζει κάπου στην εξοχή, το σώμα του σε κατάρρευση, θυμάται έναν φίλο του από το κολέγιο, τον Σέιμουρ Λένοφ, τον Σουηδό, που είχε τα πάντα, τέλειο σώμα, τέλεια ψυχή, τέλεια οικογένεια. Όμως όλη του η ζωή τινάζεται στον αέρα κυριολεκτικά όταν η κόρη του, Μαίρη, βάζει μια βόμβα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον του Βιετνάμ σκοτώνοντας κάποιον.
Είναι η μεταπολεμική γενιά των Αμερικανών, που απορρίπτει ό,τι έχτισαν οι γονείς τους, και η οικογένεια Λένοφ είναι το σύμβολο αυτής της διαταραχής που σήμερα έχει ως αποτέλεσμα τους πυροβολισμούς των νέων στα σχολεία και καθιστά το μυθιστόρημα ακόμη πιο ανατριχιαστικά επίκαιρο.
Στο «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (I married a communist) 1998 παρουσιάζει μια αξιοθαύμαστο πορτρέτο της περιόδου του ΜακΚάρθυ και των διώξεων που είχαν εξαπολύσει την δεκαετία του 1950. Στα χρόνια του Μακαρθισμού (διώξεις κομμουνιστών) ο Ροθ ήταν φοιτητής και είχε αρχίσει να ταυτίζει την πολιτική εξουσία με τον ανήθικο καταναγκασμό.
Εδώ παρακολουθούμε την άνοδο και την πτώση του Ίρα Ρίνγκλοντ, ενός αριστεριστή αστέρα του ραδιοφώνου τη δεκαετία του 50 που οδηγείται σε μια προσωπική τραγωδία καθώς τον καταδίδει ως “πράκτορα” των Ρώσων η ίδια η γυναίκα του.
Στο «Ανθρώπινο στίγμα» (The human stain) 2000 επεκτείνει την προβληματική του πάνω στα θέματα φυλής, καταγωγής και προσήλωσης στις ρίζες.
Ο Ροθ αρέσκεται να φτιάχνει ψεύτικες βιογραφίες, να χαλκιδεύει ιστορίες, να σκαρώνει έναν μισο-επινοημένο εαυτό μέσα από την αληθινή ζωή του. Ο ίδιος το θεωρεί ότι αυτό είναι η ζωή του. Κάποτε χαρακτήρισε την λογοτεχνική του αποστολή ότι είναι μια σοβαρή σκανδαλιά. Του αρέσει να τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια των αναγνωστών.
Στην «Αντιζωή» (The Counterlife) 1986 οι βασικοί του ήρωες πεθαίνουν για να επανέλθουν στη ζωή.
Στο «Επιχείρηση Σάυλωκ» (Operation Shylok) 1993 ομολογεί ότι υπηρέτησε ως Ισραηλινός πράκτορας στην Ελλάδα για να πει στο τέλος του βιβλίου ότι «αυτή η ομολογία είναι ψεύτικη» και να την περιπλέξει λίγο αργότερα με αμφιβολία λέγοντας ότι η Μοσάντ τον ανάγκασε να τη βάλει μέσα στο βιβλίο.
Η «Πατρική κληρονομιά» (Patrimony) 1991 αναφέρεται στον πατέρα του συγγραφέα και τον δύσκολο χαμό του, όμως διαβάζεται σαν ένα κανονικό μυθιστόρημα, παρότι έχει υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία» και ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας».
Σ' αυτό το σχετικά μικρό πεζογράφημα ο Φίλιπ Ροθ επικεντρώνεται στα τελευταία τρία θλιβερά χρόνια του πατέρα του, αρχίζοντας από τη στιγμή (1988) που εκείνος ξυπνάει έχοντας παραλύσει από τη μία πλευρά του προσώπου του.
Αυτή είναι η αρχή μιας οριακής σχέσης γιου και πατέρα που είναι αναμέτρηση και επανασύνδεση μαζί, αντιστροφή ρόλων και ενεργοποίηση ευάλωτων συναισθημάτων.
Για πρώτη φορά ο Φίλιπ έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει και να πενθεί βαριά. Τώρα όμως ο Χέρμαν Ροθ αντιλαμβάνεται, από τα μισόλογα του γιου και τις επιφυλακτικές κουβέντες των γιατρών, ότι και αυτός βρίσκεται στον δρόμο χωρίς γυρισμό.
Ο γιος αναλαμβάνει τον πατέρα. «Είχα υπερπηδήσει, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, το χάσμα της σωματικής αποξένωσης που, πολύ φυσιολογικά, είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας από τότε που έπαψα να είμαι μικρό παιδί».
Η τετραλογία του τέλους
Ο Ροθ δεν σταμάτησε να γράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του παράγοντας ένα μικρό μυθιστόρημα κάθε χρόνο από το 2006 και μετά.
Τα τελευταία σύντοµα µυθιστορήµατα του Φίλιπ Ροθ, η τετραλογία του τέλους, «Καθένας» (2006), «Αγανάκτηση» (2008), «Ταπείνωση» (2009), και «Νέµεσις» (2010) συγκροτούν έναν θεµατικό κύκλο. Σαν να γίνεται πιο δημιουργικός όσο μεγαλώνει. Όμως καθώς γερνάει το ίδιο μεγαλώνουν και οι πρωταγωνιστές του που διακατέχονται από το φόβο της ανθρώπινης φθοράς, τόσο σε σωματικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Έχει εγκαταλείψει τις µεγάλες µυθιστορηµατικές συνθέσεις, όπως άλλωστε έκανε και ο μεγάλος του δάσκαλος Σωλ Μπέλοου, δίνοντας έµφαση σε πρωτοπρόσωπους χαρακτήρες που δεν είναι ευφυείς. Mεγαλώνοντας ο Ροθ σκύβει πάνω στον απλό ήρωα, στον συµµαθητή του, στο γειτονόπουλο, στον διπλανό του.
Ο Θάνατος έχει γίνει το βασικό του θέμα και όχι το σεξ των ηρώων του, τουλάχιστον όχι σαν εμμονή και ειδικά στον «Καθένα» (Everyman) 2006 όπου πραγματικά το γέρασμα παρατίθεται σαν μια άδοξη σειρά αναξιοπρεπών συμβάντων.
Ο χαρακτήρας εδώ είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα 'κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει. Ομολογεί: «Τα γηρατειά δεν είναι μάχη, τα γηρατειά είναι σφαγή!».
Με το «Φεύγει το φάντασμα» (Exit Ghost), ο ακούραστος εβδομηνταεξάχρονος Φιλίπ Ροθ ολοκληρώνει τον κύκλο των μυθιστορημάτων του με ήρωα τον Νέιθαν Ζούκερμαν, σε ένα συγκινητικό και αυτοσαρκαστικό μυθιστόρημα που μιλάει για τη ζωή, τη φθορά του σώματος και την αντοχή της μυθοπλασίας.
Η υπόθεση του προτελευταίου μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ «Αγανάκτηση» (Indigntion) διαδραματίζεται το 1951.
Ο ήρωας της «Αγανάκτησης», ο Μάρκους Μέσνερ, είναι ένα μοναχοπαίδι μιας εβραϊκής οικογένειας, που μεγαλώνει στο Νιούαρκ, φοιτά σε ένα μικρό κολέγιο και προετοιμάζεται για το Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας του είναι χασάπης. Ο Μάρκους πηγαίνει, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, στο Πανεπιστήμιο Γουάινσμπεργκ, στις αγροτικές βόρειες επαρχίες του κεντρικού Οχάϊο, τόπος όπου και διαδραματίζεται το κλασικό σπονδυλωτό βιβλίο του Σέργουντ Άντερσον («Ουάινσμπεργκ Οχάιο»).
Εδώ, μολονότι προσπαθεί να ζήσει αυτόνομα, αναγκάζεται να συγκατοικήσει στους κοιτώνες με αντιδραστικά και ενοχλητικά άτομα, όπως τα κρίνει ο ίδιος. Με τις συνεχείς αλλαγές συγκατοίκων και τους καυγάδες ανάμεσά τους, ο κοσμήτορας τον θεωρεί απροσάρμοστο και τον προειδοποιεί για τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς που ίσως τον οδηγούσε μια ώρα αρχύτερα στο πολεμικό μέτωπο.
Ο τελειομανής και επιμελής Μάρκους, που μοναδικό στόχο είχε να μπει στη Νομική Σχολή, κλονίζεται με τα προσωπικά αλλά και τα ενδοκολεγιακά προβλήματα.
Ο Μάρκους θα βρεθεί στην Κορέα, η κατάταξή του σε μάχιμη μονάδα ήταν μια φυσική κατάληξη για το πεισματάρικο αγόρι που δεν υπέκυψε στις πιέσεις και τις γαλιφιές, αλλά υπερασπίστηκε την προσωπική του αυτοτέλεια, χωρίς να προλάβει να γευτεί τις χαρές του ενήλικα. Για άλλη μια φορά ο Φίλιπ Ροθ μας τραντάζει με το θέμα της θνητότητας, των γηρατειών, του αναπόφευκτου θανάτου.
Στην “Ταπείνωση” ( The humbling) που αρχίζει με τη φράση «Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει», ο εξηνταπεντάχρονος ηθοποιός κλασικού ρεπερτορίου Σάιμον Αξλερ καταρρέει, καλλιτεχνικά και ψυχολογικά. Πιστεύει ότι δεν μπορεί πια να υποδυθεί κανέναν από τους μεγάλους ρόλους που τον ανέδειξαν, φοβάται να αναμετρηθεί μαζί τους. Ο τρόμος της αδυναμίας να αρθρώσει τον θεατρικό λόγο γίνεται φόβος απέναντι στην υπόστασή του που μοιάζει να ρευστοποιείται.
Μια σειρά από προσωπικές σχέσεις και ταπεινώσεις τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν του απομένει, παρά να υποδυθεί ή να προσπαθήσει να μπει στον ρόλο του Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ από τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, ένα ρόλο που τον είχε παίξει και νεαρότερος αλλά χωρίς αληθινό όπλο, όπως αυτό που γεμίζει τώρα. Το σημείωμα που αφήνει στη σοφίτα είναι η τελευταία αράδα του «Γλάρου».
Το «Νέµεσις» (Nemesis) διαδραµατίζεται στην Αµερική το καλοκαίρι του 1944. Αδειάζει η πόλη και οι άνθρωποι αναζητούν δροσιά στις θάλασσες και τα βουνά, η Αµερική µάχεται στα µέτωπα της Ευρώπης και του Ειρηνικού, οι άνδρες λείπουν στα πολεµικά µέτωπα. Πίσω στο Νιούαρκ, ένας εικοσιτριάχρονος δεν µπορεί να καταταχθεί στον στρατό εξαιτίας της βεβαρηµένης όρασής του. Ο Μπάκι Κάντορ.
Ο Μπάκι, γυµναστής σε σχολείο, έχει αναλάβει το Κέντρο Αθλοπαιδιών και απασχολείται με τα παιδιά µέσα στο κατακαλόκαιρο, ενθαρρύνοντάς τα συνεχώς. Τον λατρεύουν κι εκείνα. Ξεσπάει όµως επιδηµία πολιοµυελίτιδας στην περιοχή. ;Εφταιγαν άραγε οι Ιταλοί που ήρθαν να πουλήσουν νταϊλίκι φτύνοντας πάνω στο έδαφος για ναµολυνθούν τα νεαρά Εβραιόπουλα; Ο Μπάκι τούς απωθεί µε λεβεντιά. Στο µεταξύ αρχίζουν να αρρωσταίνουν βαριά τα παιδιά.
Μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα, η ζέστη είναι πια αποπνικτική, οι σειρήνες των ασθενοφόρων ουρλιάζουν, τα κρούσµατα αυξάνονται και η πόλη βυθίζεται σε µια υπνωτική αρρωστηµένη ατµόσφαιρα. Πώς να αντιδράσει ο δυνατός γυµναστής που όταν σήκωνε το ακόντιο ή έκανε καταδύσεις κέρδιζε τον θαυµασµό των παιδιών; Παγιδεύεται στο καθήκον του ή πολεµά απερίσκεπτα ενάντια στη συµφορά;
Το κύκνειο έργο του Φίλιπ Ροθ είναι πραγματικά το πιο σκοτεινό και θανατερό, αφήνει όμως μια παντοτινή τρυφερότητα για τον βασικό του χαρακτήρα, έναν άνθρωπο που πάλεψε και αντιμετώπισε θαρραλέα την ζωή.
Ανθρώπινο στίγμα, The Human stain, 2000
΄Οσοι από τους κριτικούς απέδιδαν στο έργο του Ροθ έλλειψη σοβαρότητας, αναγκάστηκαν σε μεγάλο βαθμό να αναθεωρήσουν μετά την ολοκλήρωση της Αμερικανικής τριλογίας που αποτελούν τα μυθιστορήματα «Αμερικανικό ειδύλλιο» (1997), «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (1998) και «Το ανθρώπινο στίγμα» (2000).
Mε το «στίγμα» παραπέμπει στο στίγμα του ανθρώπινου είδους πάνω στον πλανήτη, στο στίγμα της σκοτεινής ανθρώπινης φύσης αλλά και στο λεκέ που ένα μοιραίο βράδυ μέσα στο Οβάλ Γραφείο ο πρόεδρος Κλίντον άφησε πάνω στο μπλε φόρεμα της Μόνικας.
Πρωταγωνιστής του «Ανθρώπινου στίγματος» είναι ο Κόλμαν Σιλκ, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθήνα, ρηξικέλευθος κοσμήτορας της σχολής επί δεκαέξι χρόνια. Σεβαστό μάθημά του η ανασκόπηση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Θεοί, Ήρωες και Μυθολογία.
O Κόλμαν ομολογεί στον αφηγητή Ζούκερμαν ότι στα εβδομήντα ένα του χρόνια είχε σχέσεις με μια τριανταπεντάχρονη καθαρίστρια στο Πανεπιστήμιο. Ο Κόλμαν είναι μια δυναμική παρουσία που εκσυγχρονίζει και βελτιώνει ριζοσπαστικά την ποιότητα σπουδών στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο.
Λίγο πριν πάρει σύνταξη, κατηγορείται για ρατσισμό από όλους εκείνους που είχε δυσαρεστήσει στην προσπάθειά του να ανανεώσει το πρόγραμμα σπουδών. Αιτία της κατηγορίας αποτέλεσε ο από μέρους του χαρακτηρισμός δύο φοιτητών που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ στα μαθήματα ως «spooks», που εκτός από την κανονική σημασία του «φαντάσματος», αποτελεί και υποτιμητικό χαρακτηρισμό του μαύρου.
Η περιπέτεια της άδικης κατηγορίας του τον κάνει να νιώσει απέχθεια για έναν χώρο στον οποίο είχε αφιερωθεί για τέσσερις περίπου δεκαετίες, και παραιτείται για να πάρει πρόωρη σύνταξη, δείχνοντας την περιφρόνησή του σε ένα υποκριτικό σύστημα, πίσω από το οποίο καλύπτονται οι ανεπαρκείς πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να δικαιωθεί, η γυναίκα του πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό, το οποίο ο Σιλκ αποδίδει στην αναστάτωση που της προκάλεσε η περιπέτειά του. ΄Ετσι, ο έξυπνος, γοητευτικός, κοινωνικός, νευρώδης και λίγο επιθετικός καθηγητής, βρίσκεται να ζει μόνος στο λευκό ξύλινο σπίτι στην πλαγιά ενός βουνού, εκεί όπου κάποτε με τη δυναμική γυναίκα του είχε μεγαλώσει τέσσερα υπέροχα παιδιά τα οποία, έχοντας περάσει ή πλησιάζοντας πλέον τα σαράντα, ζουν μακριά του.
Εκεί κοντά γνωρίζεται με τον Ζούκερμαν, αποτραβηγμένο συγγραφέα και σχεδόν του επιβάλλει να γράψει την ιστορία του. Ο Ζούκερμαν περιγράφει τον Κόλμαν ως ένα κομψό, γοητευτικό Εβραίο, με μια ελαφριά κιτρινωπή χροιά προσώπου, σαν ανοιχτόχρωμος μαύρος που περνιέται για λευκός.
Ο Κόλμαν είναι πια στα εβδομήντα ένα χρόνια του, με νεανική εμφάνιση γερασμένου γόη, όταν γνωρίζει την τριαντατετράχρονη Φόνια Φάρλι, καθαρίστρια στο ταχυδρομείο, στο πανεπιστήμιο και εργάτρια σε γαλακτοκομική φάρμα.
Είχε τελειώσει δύο τάξεις στο γυμνάσιο, αλλά είχε ξεχάσει να διαβάζει, με μια μακριά ιστορία σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία ξεκίνησε από τον πατριό της για να καταλήξει στον ψυχωτικό και βάναυσο σύζυγό της. «Η ικανότητα να διαβάζει φαίνεται πως απωλέστηκε μαζί με την παιδική ηλικία».
Ο Λες Φάρλι, ο σύζυγός της, την καταδιώκει επειδή τη θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο των δύο παιδιών τους από ασφυξία, όταν το κτίριο όπου ζούσαν πήρε φωτιά, ενώ αυτή είχε ερωτική συνάντηση με έναν μαραγκό μέσα στο φορτηγάκι του. Όμως δεν είναι μόνον ο σύζυγος που αναστατώνεται γιατί υποψιάζεται την σχέση τους. Ένα ανώνυμο γράμμα έρχεται στον Κόλμαν: «Όλοι γνωρίζουν ότι εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά μια βασανισμένη και αγράμματη γυναίκα που έχει τα μισά σου χρόνια».
Η Φόνια είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες στο συνολικό έργο ενός μυθιστοριογράφου ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει κατηγορηθεί και για μισογυνισμό. Είναι αγράμματη, σεξουαλικά κακοποιημένη αλλά και ιδιαίτερα θερμή. Η ερωτική όμως φύση της συνδυάζεται με μια τραγικότητα, η οποία εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους, όπως με τις δύο απόπειρες αυτοκτονίας και με την απελπισία με την οποία μεταφέρει την τέφρα των δύο παιδιών της ή με μια αυθόρμητη, ενστικτώδη αυτοσυνειδησία. Είναι αυτή που μαθαίνει στο γερασμένο καθηγητή πως αυτό που του συμβαίνει δεν είναι έρωτας, αλλά ένα σεξ που έως τότε δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει.
Ο μάστορας Φιλίπ Ροθ μας έχει αναγγείλει τον θάνατο των δύο εραστών, αυτό όμως δεν αναχαιτίζει την αφηγηματική του δεινότητα και την αγωνία για τον αναγνώστη να μάθει τι είχε συμβεί.
Ο συγγραφέας Ζούκερμαν προσπαθεί επίσης να δώσει φωνή στον άντρα της Φόνια, τον Λέστερ Φάρλι, βετεράνο του Βιετνάμ, με τρομερά ψυχολογικά προβλήματα και κρίσεις πανικού και κοινωνικότητας. Τώρα όμως αποτρελαίνεται στη σκέψη ότι τα έφτιαξε με έναν μεγαλύτερό της και εβραίο. Τους παρακολουθούσε από καιρό, στα σκοτάδια, καιροφυλακτώντας, σαν να βρίσκεται σε ενέδρα στο Βιετνάμ.
Αναδρομή στην εφηβεία του Κόλμαν όταν μικρός θέλει να γίνει μποξέρ. Ο προπονητής του στο δρόμο του λέει να δηλώσει ότι είναι λευκός, να μην αναφέρει ότι είναι έγχρωμος, καλύτερα να σκεφτεί ότι είναι Εβραίος. Τα ανοιχτά χρώματα του δέρματός του τον βοηθούν να «μεταμφιεστεί σε Εβραίο, και η απόλυτα συνειδητή αυτοεξορία από την οικογένειά του, λίγο αργότερα, τη φυλή του και το παρελθόν του του εξασφαλίζουν την καλύτερη ζωή ενός Εβραίου.
Μεγαλωμένος σε εβραϊκό τμήμα του Νιούαρκ, ο Κόλμαν, ζηλεύει τα εβραιόπουλα με τους μπαμπάδες που ανέρχονται, έστω και μετ’ εμποδίων στην κοινωνική κλίμακα. Όταν στρέφει το βλέμμα του στο δικό του πατέρα, τον καλλιεργημένο και σεβάσμιο νέγρο πατέρα του, δεν αντικρίζει παρά το πρόσωπο της ταπείνωσης. Όσο κι αν τον θαυμάζει δεν θέλει με τίποτε να του μοιάσει. Επιλέγει λοιπόν την απόλυτη διαγραφή και το ξεκίνημα από το μηδέν. Κι έτσι για πολλά χρόνια δήλωνε Εβραίος ή παρέλειπε να το διαψεύδει σε όσους το πίστευαν.
Με τη Φόνια δεν προφασίζονται πως αγνοούν ότι τίποτε κοινό δεν υπάρχει μεταξύ τους. Αντιθέτως, φέρονται σαν δύο άνθρωποι που ξέρουν πως δεν έχουν τίποτε κοινό, αλλά ταυτόχρονα τα σώματά τους θυμούνται πως τις μεταξύ τους διαφορές και τα ασυμβίβαστα τα έχουν διυλίσει σε οργασμική ουσία.
Ο Κόλμαν προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τους γιους του. Τους δηλώνει ότι τελείωσε η σχέση του με την Φόνια χωρίς να τα καταφέρει κι αυτή τη φορά. Ο Κόλμαν μέσα στο μυστικό του. Ακόμη κι όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα δεν της αποκάλυψε το ζήτημα της καταγωγής. Πίστευε ότι μετά το τέλος της θητείας του, θα τελείωνε σαν λευκός, τέρμα, όμως σαράντα χρόνια μετά δεν το αποτόλμησε.
Ο συγγραφέας Ζούκερμαν θα δει τελευταία φορά τον Κόλμαν και την Φόνια σε μια συναυλία.
Τρεις μήνες αργότερα όταν θα μάθει το μυστικό αρχίζει να γράφει αυτό το βιβλίο. Τώρα πια και οι δυο είναι νεκροί. Ακόμη δεν μας έχει αποκαλύψει τα αίτια του θανάτου τους.
Εκεί στην κηδεία με τους συγγενείς ανακαλύπτει ο Ζούκερμαν το μυστικό του Κόλμαν, όταν ο γιος του Μάρκι τον κατευοδώνει με μια εβραϊκή ευχή, όταν η αδελφή του του συστήνεται και μαθαίνει ότι πρόσεχε μην αποκαλυφθεί η καταγωγή του και αυτό τον έφερε σε ρήξη με τον αδελφό του Γουόλτ που του απαγόρευσε να πατήσει το πόδι του στο σπίτι. Όμως τον Κόλμαν τον νίκησε το σύστημα. Σφυρηλάτησε ένα διαφορετικό πεπρωμένο, το άλλαξε για να παγιδευτεί από την ιστορία που δεν είναι ακόμη ιστορία, την ιστορία που γράφεται κάθε λεπτό που περνάει.
Τελευταία συγκλονιστική σκηνή η συνάντηση του Ζούκερμαν με τον Λες Φάρλι σε μια λίμνη. Ο Φάρλι ψαρεύει στην παγωμένη λίμνη έχοντας ανοίξει με τρυπάνι μια οπή. Ακίνητος. Το τρυπάνι ξαπλωμένο στον πάγο, ενσάρκωση του μίσους. Του μιλάει, εκείνος τον ξέρει. Ο Ζούκερμαν τον προκαλεί με τις ερωτήσεις του. Τον ρωτάει αν είχε κανένα ατύχημα με αυτοκίνητο. Ο Φάρλι μιλάει λες κι είναι ένας άσχετος με την υπόθεση. Ρωτάει τον Ζούκερμαν τι βιβλία γράφει κι εκείνος απαντάει, αληθινές ιστορίες. πες μου τον τίτλο ενός από τα βιβλία σου. Το ανθρώπινο στίγμα. Το βλέμμα του σκοτεινό, υποκριτικό. Μιλάει για το σκοτάδι κάτω από τον πάγο. Ο Ζούκερμαν δεν αμφιβάλλει πια.
Ποιος είναι πραγματικά ο Κόλμαν Σιλκ;
Όλη του η ύπαρξη, πάντως είναι θεμελιωμένη πάνω σε μία απάτη. Η γυναίκα του νομίζει ότι είναι Εβραίος, τα παιδιά του το ίδιο, ακόμα κι εκείνος πορεύεται σαν ένας καλός Εβραίος.
Έτσι, ενώ ο Κόλμαν προσπάθησε να διαφύγει από την «στιγματισμένη» νέγρικη κοινωνία και απαρνήθηκε την ίδια του την καταγωγή, αποβλήθηκε 40 χρόνια αργότερα από μια κοινωνία που υπερασπιζόταν τα ίδια του τα δικαιώματα κι έτρεφε αντιρατσιστικό μίσος. Με μια απλή κίνηση ο Ροθ μας παρουσιάζει και τις δύο πλευρές, τονίζοντας ότι ισχύουν και οι δύο: και η εβραϊκή υπερευαισθησία αλλά και ο αντισημιτισμός.
Το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ με το οποίο ολοκληρώνεται η τριλογία της Αμερικής τιμήθηκε στις ΗΠΑ με το βραβείο «Φώκνερ», ενώ στη Γαλλία με το βραβείο ξένου μυθιστορήματος Medicis. Από τη σύνταξη του περιοδικού «Lire» ανακηρύχτηκε το καλύτερο βιβλίο του 2002. Από την εποχή του Χένρι Τζέημς ελάχιστοι συγγραφείς στην Αμερική ανασύνθεσαν τη ζωή, με σαφήνεια αλλά και οξυδέρκεια μέσω της γλώσσας.
Όμως πώς να του αρνηθείς αυτό το πείσμα, την μανία την ακατάπαυστη για μυθοπλασία και ανάπλαση της ζωής αναζητώντας συνεχώς καινούργιες εμπειρίες;
Κατά βάθος οι αναζητήσεις του ήταν μεταφυσικές. Τι είναι ο εαυτός; Μήπως εμείς δεν επινοούμε τον εαυτό μας, και αυτή η επινόηση δεν είναι και ο ορισμός της ζωής; Τι είναι η επιθυμία; Τι είναι η εβραϊκότητα; Πώς θα έπρεπε να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε;
Και όλα αυτά με μια γραφή που χαλαρώνει γίνεται απλούστερη και πιο άμεση όσο μεγαλώνει, το ζητούμενο της αναζήτησής του. Καμιά φορά το ύφος του είναι αποστραγγισμένο, αστόλιστο πολύ λες και κάθισε να αφαιρέσει κάθε στολίδι. Ο ίδιος από παλιά αντιπαθούσε την πολυπλοκότητα όπως και την φορτισμένη ποιητικότητα, τον μαγικό ρεαλισμό.
Αυτόν τον οιονεί πραγματικό κόσμο στον οποίο βρεθήκαμε να ζούμε, και κυρίως την αμερικανική κοινωνία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, την οποία ο Ροθ δεν παύει να ξεγυμνώνει, να αποκαλύπτει μέσα στην επιτήδευση, την αδικία και τον παραλογισμό της.
Και εδώ ακριβώς καταρρέει η αντίληψη που θέλει τον Ροθ έναν κατ’ εξοχήν αυτοαναφορικό συγγραφέα. Δεν είναι πια ο Αμερικανοεβραίος που κατατρίβεται με τις κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτικές συμπαραδηλώσεις της φυλετικής καταγωγής του. Είναι ένας συγγραφέας που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει «εθνική» λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία. Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χόθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και μοναδικής «αμερικανικότητας».
Η υπερπροσπάθεια του ανθρώπου να αυτοκαθορισθεί, μάταιη ή μη, ανήθικη ή μη, απάνθρωπη ή μη, έχεις πολλή ζωή μέσα της, πολλή αντίφαση, παραδοξότητα, μυστήριο, δύναμη, αγάπη, θάρρος, δειλία-με άλλα λόγια, περιέχει όλες εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που τρέμουν διαρκώς στην Αμερική (αλλά και οι απανταχού) συντηρητικοί: αυτό το ανθρώπινο- πολύ ανθρώπινο- που μπορεί να κρύβει ο καθένας μέσα του.
Για περισσότερο διάβασμα:
Claudia Roth Pierpont - “Roth Unbound” - Farrar, Straus and Giroux.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης Οκτώβριος 2019
Τα διαβάσματά του, οι επιρροές του:
He offered one collection of influences in 2016, when he pledged to donate his personal library of over 3,500 volumes to the Newark Public Library (“my other home”) upon his death. Along with that announcement, Roth issued a list of “fifteen works of fiction he considers most significant to his life.” Next to each title, he lists the age at which he first read the book.
Citizen Tom Paine by Howard Fast, first read at age 14
Finnley Wren by Philip Wylie, first read at age 16
Look Homeward Angel by Thomas Wolfe, first read at age 17
Catcher in the Rye by J.D. Salinger, first read at age 20
The Adventures of Augie March by Saul Bellow, first read at age 21
A Farewell to Arms by Ernest Hemingway, first read at age 23
The Assistant by Bernard Malamud, first read at age 24
Madame Bovary by Gustave Flaubert, first read at age 25
The Sound and the Fury by William Faulkner, first read at age 25
The Trial by Franz Kafka, first read at age 27
The Fall by Albert Camus, first read at age 30
Crime and Punishment by Fyodor Dostoyevsky, first read at age 35
Anna Karenina by Leo Tolstoy, first read at age 37
Cheri by Colette, first read at age 40
Street of Crocodiles by Bruno Schulz, first read at age 41
Αποφθέγματα του Φίλιπ Ροθ:
‘The epithet American-Jewish writer has no meaning for me. If I’m not an American, I’m nothing.’
‘John Updike and Saul Bellow hold their flashlights out into the world, reveal the world as it is now. I dig a hole and shine my flashlight into the hole.’
‘When the whole world doesn’t believe in God, it’ll be a great place.’
‘Making fake biography, false history, concocting a half-imaginary existence out of the actual drama of my life is my life. There has to be some pleasure in this life, and that’s it.’
‘A Jewish man with parents alive is a fifteen-year-old boy, and will remain a fifteen-year-old boy until they die!’
‘It’s not a neurotic thing, but the miserable record of religion – I don’t even want to talk about it. It’s not interesting to talk about the sheep referred to as believers. When I write, I’m alone. It’s filled with fear and loneliness and anxiety – and I never needed religion to save me.’
‘Everybody else is working to change, persuade, tempt and control them. The best readers come to fiction to be free of all that noise.’
‘Literature takes a habit of mind that has disappeared. It requires silence, some form of isolation, and sustained concentration in the presence of an enigmatic thing.’
‘Old age isn’t a battle; old age is a massacre.’
‘You cannot observe people through an ideology. Your ideology observes for you.’
‘I don’t ask writers about their work habits. I really don’t care. Joyce Carol Oates says somewhere that when writers ask each other what time they start working and when they finish and how much time they take for lunch, they’re actually trying to find out, “Is he as crazy as I am?” I don’t need that question answered.’
Συνέντευξη στο Paris Review (χωρίς συνδρομή)
https://www.theparisreview.org/interviews/2957/philip-roth-the-art-of-fiction-no-84-philip-roth
Τα βιβλία του με σύντομη περιγραφή:
https://www.fictiondb.com/author/author.php?authorid=47605<yp=2&sort=da
Το έργο του στην Library of America:
https://www.loa.org/books/270-the-complete-novels-of-philip-roth-nine-volumes
Ταινίες που στηρίχτηκαν πάνω στα μυθιστορήματά του:
https://abcnews.go.com/GMA/Culture/goodbye-columbus-american-pastoral-films-based-philip-roth/story?id=55386576
Δίωρο αφιέρωμα στον Φίλιπ Ροθ σε δύο μέρη:
https://www.youtube.com/watch?v=Dh_tCH4ztRM
He offered one collection of influences in 2016, when he pledged to donate his personal library of over 3,500 volumes to the Newark Public Library (“my other home”) upon his death. Along with that announcement, Roth issued a list of “fifteen works of fiction he considers most significant to his life.” Next to each title, he lists the age at which he first read the book.
Citizen Tom Paine by Howard Fast, first read at age 14
Finnley Wren by Philip Wylie, first read at age 16
Look Homeward Angel by Thomas Wolfe, first read at age 17
Catcher in the Rye by J.D. Salinger, first read at age 20
The Adventures of Augie March by Saul Bellow, first read at age 21
A Farewell to Arms by Ernest Hemingway, first read at age 23
The Assistant by Bernard Malamud, first read at age 24
Madame Bovary by Gustave Flaubert, first read at age 25
The Sound and the Fury by William Faulkner, first read at age 25
The Trial by Franz Kafka, first read at age 27
The Fall by Albert Camus, first read at age 30
Crime and Punishment by Fyodor Dostoyevsky, first read at age 35
Anna Karenina by Leo Tolstoy, first read at age 37
Cheri by Colette, first read at age 40
Street of Crocodiles by Bruno Schulz, first read at age 41
Αποφθέγματα του Φίλιπ Ροθ:
‘The epithet American-Jewish writer has no meaning for me. If I’m not an American, I’m nothing.’
‘John Updike and Saul Bellow hold their flashlights out into the world, reveal the world as it is now. I dig a hole and shine my flashlight into the hole.’
‘When the whole world doesn’t believe in God, it’ll be a great place.’
‘Making fake biography, false history, concocting a half-imaginary existence out of the actual drama of my life is my life. There has to be some pleasure in this life, and that’s it.’
‘A Jewish man with parents alive is a fifteen-year-old boy, and will remain a fifteen-year-old boy until they die!’
‘It’s not a neurotic thing, but the miserable record of religion – I don’t even want to talk about it. It’s not interesting to talk about the sheep referred to as believers. When I write, I’m alone. It’s filled with fear and loneliness and anxiety – and I never needed religion to save me.’
‘Everybody else is working to change, persuade, tempt and control them. The best readers come to fiction to be free of all that noise.’
‘Literature takes a habit of mind that has disappeared. It requires silence, some form of isolation, and sustained concentration in the presence of an enigmatic thing.’
‘Old age isn’t a battle; old age is a massacre.’
‘You cannot observe people through an ideology. Your ideology observes for you.’
‘I don’t ask writers about their work habits. I really don’t care. Joyce Carol Oates says somewhere that when writers ask each other what time they start working and when they finish and how much time they take for lunch, they’re actually trying to find out, “Is he as crazy as I am?” I don’t need that question answered.’
Συνέντευξη στο Paris Review (χωρίς συνδρομή)
https://www.theparisreview.org/interviews/2957/philip-roth-the-art-of-fiction-no-84-philip-roth
Τα βιβλία του με σύντομη περιγραφή:
https://www.fictiondb.com/author/author.php?authorid=47605<yp=2&sort=da
Το έργο του στην Library of America:
https://www.loa.org/books/270-the-complete-novels-of-philip-roth-nine-volumes
Ταινίες που στηρίχτηκαν πάνω στα μυθιστορήματά του:
https://abcnews.go.com/GMA/Culture/goodbye-columbus-american-pastoral-films-based-philip-roth/story?id=55386576
Δίωρο αφιέρωμα στον Φίλιπ Ροθ σε δύο μέρη:
https://www.youtube.com/watch?v=Dh_tCH4ztRM