Toni Morrison
Η αγαπημένη
Το 1993 η Τόνι Μόρισον ήταν η πρώτη αφροαμερικανίδα συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Πολλοί είπαν πως η απόφαση αυτή ήταν «πράξη πολιτικής ορθότητας», ενώ άλλοι τόνισαν την παγκόσμια απήχηση του έργου της, αφού αυτό «υπερβαίνει» τα στενά όρια της μαύρης ταυτότητας.
H Μόρισον τιμήθηκε για την τέχνη της, την ζωντάνια της γραφής, τη ροή του λόγου και το συναίσθημα. Η Μόρισον δεν αρνήθηκε την πολιτική διάσταση της τέχνης μέχρι τέλους της ζωής της. “Πεθαίνουμε” είπε κλείνοντας την ομιλία της στην τελετή του Nobel Prize. “That may be the meaning of life. But we do language. That may be the measure of our lives.”
Το 1987 η «Αγαπημένη» κέρδισε το Βραβείο Pulitzer Prize και έκτοτε διαβάζεται συνεχώς. H Όπρα Γουίνφρι αγόρασε αμέσως τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου που γυρίστηκε το 1998. Η αγάπη της για το μυθιστόρημα, και μέσα από την επώνυμη Ομάδα Βιβλίου της, το κατέστησε ακόμη πιο εμπορικό. Έπαιξε η ίδια την Σηθ, όμως η ταινία δεν είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το 2006, στους New York Times, 200 κριτικοί, συγγραφείς και εκδότες ψήφισαν την Αγαπημένη ως το καλύτερο έργο Αγγλικής μυθοπλασίας των τελευταίων 25 χρόνων.
“Η Μόρισον...συνέβαλε με την συγγραφική της δραστηριότητα στη διαμόρφωση του πολυπολιτισμικού, “μετα-εθνοτικού” αμερικανικού μωσαϊκού. Και έδωσε με τη γραφή της ό,τι αποστέρησε από τη λογοτεχνία η δυσνόητη γλώσσα της γραφεικοκρατίας, ο αρτηριοσκληρωτικός λόγος των διανοουμένων ή η εμπορευματοποίηση του γλωσσικού ιδιώματος της επιστήμης.[1]
Σε κάθε της μυθιστόρημα ή δοκίμιο αγωνίζεται να φανερώσει τις πτυχές του ρατσισμού και του σεξισμού από την αρχή της δουλείας στις ΗΠΑ ως σήμερα. Οπως λέει η ίδια: «Λογοτεχνία χωρίς πολιτική σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν έχει καμιά σημασία, ότι ο γυναικείος λόγος δεν είναι σημαντικός και ότι οι γυναίκες δεν έχουν να πουν τίποτε το αξιόλογο».
Στη Μόρισον δεν της αρκεί να γράψει για τους μαύρους, ο καθένας άλλωστε μπορεί να το κάνει αυτό. “Το πιο σημαντικό για μένα ήταν ως συγγραφέας να φτιάξω ένα κόσμο αμετάκλητα μαύρο”.
***
Η Toni Morrison γεννήθηκε ως Chloe Wofford. Διάλεξε το “Toni” στο σχολείο (από το Άντονι το χριστιανικό) και το Morrison από τον πρώην σύζυγό της.
Ζούσε πολύ κοντά στην οικογένειά της, μετά το σχολείο έμενε σπίτι μαζί με τα τρία αδέλφια της, χόρευαν ενώ έπαιζε βιολί ο παππούς ή τραγουδούσε η μητέρα της και όπως αφηγείται η ίδια η Μόρισον: “Είχε την πιο όμορφη φωνή στον κόσμο, τραγουδούσε τα πάντα, ερχόταν κόσμος από παντού να την ακούσουν στην εκκλησία και έκλαιγαν”.
Τα βράδια οι γονείς της διηγούνταν τρομακτικές ιστορίες με φαντάσματα. Και τα παιδιά το επόμενο βράδυ ξανάλεγαν την ιστορία παραλάσσοντάς την. Αυτό όμως ήταν σημαντικό γιατί όπως λέει: “όλα ήταν λέξεις, ακούγαμε και τα δεκαπεντάλεπτα θεατρικά στο ραδιόφωνο που με επηρέασαν πολύ. Όταν έλεγε πράσινο, έπρεπε να φανταστείς την απόχρωση. Άκουγες μόνον φωνές. Όλα τα άλλα τα έφτιαχνες μόνη σου με την φαντασία. Τα πάντα”.
Φυσικά αυτές οι ιστορίες φαντασμάτων, οι προφορικές αφηγήσεις, οι παραδοσιακοί αφρικανικοί μύθοι, φερμένοι από άλλες εποχές θα διαμορφώσουν και το ύφος της γραφής της, περισσότερο κοντά σ' εκείνο του μαγικού ρεαλισμού. Εμφανείς και οι επιρροές της από τον Μέλβιλ, τον Χώθορν, τον Φώκνερ.
***
Το πιο σημαντικό και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα της Μόρισον είναι αναμφισβήτητα η «Αγαπημένη» (1987, Νεφέλη 1989, μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη), ένα έργο που συγκεντρώνει αριστοτεχνικά όλα τα στοιχεία των προηγούμενων: προφορική παράδοση, μαγικό ρεαλισμό, μοντερνισμό, αλληγορία, ιστορικές αναφορές, παράδοση, ανάγκη ελευθερίας και αυτοκαθορισμού.
Είναι η φωνή των μαύρων σκλάβων και ειδικά των γυναικών να αποκτήσουν την στερημένη τους υπόσταση και την ανεξαρτησία τους. Μα κυρίως να είναι μάνες, κόρες, μάνες των παιδιών τους. Να μην είσαι η τροφός των παιδιών αλλά η μάνα τους, κάτι που κάτω από τον νόμο της σκλαβιάς, τότε, δεν θεωρείτο μόνον κοινωνικά μη αποδεκτό αλλά και παράνομο, σχεδόν παράνομο.
Η “Αγαπημένη” ξεφεύγει από την σύγχρονη θεματολογία των μυθιστορημάτων της Μόρισον. Η ιστορία τοποθετείται μετά το τέλος του Εμφυλίου, κατά την περίοδο της επονομαζόμενης Ανασυγκρότησης, όταν ακόμη διαπράττονταν πολλά περιστατικά βίας εις βάρος των μαύρων που είτε είχαν ήδη απελευθερωθεί ή τους είχε δοθεί η ελευθερία λίγο νωρίτερα.
Συνοπτικά καταγράφονται οι τραγικές συνέπειες της δουλείας στην ιστορία της ασυμβίβαστης Σεθ, με την πληγωμένη πλάτη, η οποία είναι έτοιμη να πληρώσει κάθε τίμημα, ώστε αυτή και τα παιδιά της να ζήσουν ελεύθεροι. Σε μια στιγμή απελπισίας σκοτώνει το δίχρονο κοριτσάκι της την Αγαπημένη, για να τη σώσει από σκλάβα. Όμως εκείνη επανέρχεται αργότερα στη ζωή της μητέρας της, ενσαρκώνοντας τις τύψεις της και επιζητώντας εκδίκηση.
Η αφήγηση της ιστορίας, που θυμίζει έντονα τον Φώκνερ, γίνεται κυκλικά και σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα. Υπάρχουν πολλές φωνές και ιστορίες στο μυθιστόρημα, όμως η κεντρική ανήκει στην Σηθ.
***
Η «Αγαπημένη» στηρίζεται στην αληθινή ιστορία της Μάργκαρετ Κάρνετ, που είχε δραπετεύσει από το Κεντάκι και προσπάθησε να σκοτώσει τα παιδιά της όταν την πρόλαβαν οι φρουροί στο Οχάιο το 1850, γιατί δεν ήθελε να καταντήσουν κι εκείνα σκλάβοι όπως η ίδια.
Η Μόρισον διάβασε πολύ ιστορικά βιβλία, έψαξε στα αρχεία, βρήκε αυτοβιογραφικές καταθέσεις σκλάβων για να τα αφομοιώσει στο δημιουργικό μυαλό της.
Στο μυθιστόρημα βρισκόμαστε στο 1873: μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, και μολονότι η σκλαβιά έχει τερματιστεί, εξακολουθεί να βασανίζει την ψυχή των Αφρο-αμερικανών μαύρων. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι 124, όπως ονομάζεται το σπίτι όπου μένει, η Σηθ και η κόρη της Ντένβερ, μόνες, αποφασισμένες να αναμετρηθούν με το φάντασμα που τις βασανίζει. Επρόκειτο για ένα τρελάδικο.
Έπιπλα τρέμουν και μετακινούνται. Το στοιχειωμένο σπίτι κατατρύχεται από το φάντασμα της σκοτωμένης κόρης της Σηθ.
Ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα του κοριτσιού, η Σηθ, ζήτησε να χαράξουν στον τάφο της μια απλή λέξη, «Αγαπημένη», κι αυτό το κατάφερε δίνοντας το κορμί της στον χαράκτη τεχνίτη ξαπλώνοντας μαζί του ανάμεσα στους τάφους. Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα στην ταφόπετρα του μωρού της.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει την ημέρα που εμφανίζεται ο Πωλ Ντη, τον οποίο γνώριζε η Σηθ όταν δούλευαν στο κτήμα του κυρίου Γκάρνερ, στο Κεντάκι και ο οποίος αναζητά την Σηθ δεκαοκτώ χρόνια μετά. Η Σηθ τον καλεί μέσα. Αυτός ξορκίζει το φάντασμα του σπιτιού που φεύγει.
Από αυτό το σημείο και μετά η ιστορία ξετυλίγεται σε δύο παράλληλα επίπεδα. Το παρόν που είναι στο Σινσινάτι και το παρελθόν, όσα συνέβησαν στο Κεντάκι, δεκαοκτώ χρόνια πριν. Το κομμάτι του παρελθόντος περιγράφεται μέσα από flashbacks από τα οποία, πληροφορούμαστε και φωτιζόμαστε για το ίδιο συμβάν αλλά και για άλλα παραπλήσια.
Η Σηθ διηγείται τα παθήματά της στον άντρα που μπήκε στο σπίτι της. Στο μεταξύ ο Πωλ Ντη έζησε το δικό του γολγοθά (άλλη μια παράλληλη ιστορία ανάμεσα στις άλλες). Βρέθηκε αλυσσοδεμένος και πουλημένος αλλά τώρα με την εμφάνισή του και με την αγάπη του γιατρεύει την πληγωμένη Σηθ.
“Δεν υπήρχε χώρος για άλλο πράγμα ή σώμα, μέχρις ότου ήρθε ο Πώλ Ντη και ρήμαξε τον τόπο, ανοίγοντας χώρο, μετακινώντας τον, βάζοντάς τον κάπου αλλού, ενώ στο τέλος πήγε και στάθηκε στον χώρο που είχε ανοίξει”.
***
Όμως, λίγο αργότερα, ενώ η Σηθ, η Ντένβερ και ο Πωλ Ντη επιστρέφουν από μια εκδρομή, ξαφνιάζονται βλέποντας μια νέα γυναίκα να κοιμάται στα σκαλοπάτια της εξώπορτας και να ζητάει να πιει νερό. Την ρωτάνε από πού είναι κι αυτή δεν απαντάει. Τη ρωτάνε πώς τη λένε και η νέα κοπέλα απαντάει: Αγαπημένη.
Η παρουσία της κοπέλας είναι μια ανάκληση, μια ενσάρκωση του πνεύματος της πεθαμένης κόρης της Σηθ αφού έχει το ίδιο όνομα με εκείνη. Την ταϊζουν, την ποτίζουν, την προσέχουν. Πέντε βδομάδες μαζί τους η Αγαπημένη και δεν είχαν μάθει τίποτε περισσότερο από την πρώτη μέρα. Ο Πωλ Ντη προσπαθεί να μάθει, αγριεύει με τις απαντήσεις της. Κανείς δεν την έφερε εδώ, περπάτησε μόνη, αλλά τα παπούτσια της ολοκαίνουργια. Δεν ήταν σαν εκείνους τους νέγρους που πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους, περιπλανώμενοι και χαμένοι.
«Είχε εμφανιστεί στο σπίτι της Σηθ την ίδια μέρα που αυτός κι η Σηθ είχαν φιλιώσει μετά από τον καβγά τους, είχαν βγει έξω, είχαν διασκεδάσει σαν οικογένεια”σ. 109. Δεν μπορεί να την διώξει. “Άλλο να χτυπιέσαι μ΄ένα φάντασμα κι άλλο να πετάξεις ένα αβοήθητο μαύρο κορίτσι σε μια περιοχή που λυμαινόταν η Κλαν”.
Η Ντένβερ και η Αγαπημένη χορεύουν, συζητούν: «Και οι δύο μαζί προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να δημιουργήσουν αυτό που πράγματι είχε συμβεί, το πώς πράγματι ήταν, αυτό που μόνο η Σηθ ήξερε γιατί μόνον αυτή το είχε στο μυαλό της και μόνον αυτή είχε χρόνο αργότερα να του δώσει σχήμα».
Η Ντένβερ πιστεύει πια ότι η Αγαπημένη ήταν η αληθινά ζωντανή παρουσία του μωρού που της είχε κρατήσει συντροφιά τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Στο μεταξύ ο Πωλ μαθαίνει από έναν παλιό του γνωστό, τον Ξεχρεωμένο, που ξανασυναντά για την μητροκτονία της Σηθ.
Στην αρχή αρνείται να το πιστέψει. Τόσες εφημερίδες είχαν περιγράψει το περιστατικό. Η μάνα να πνίγει το μωρό της και μετά να φυλακίζεται. Ήταν δυνατόν να διαφύγει αυτή η πληροφορία απ΄αυτόν; Φεύγει από το 124, κοιμάται στο υπόγειο της εκκλησίας.
Πίσω η Σηθ με την κόρη της είναι πια πεισμένες για την επιστροφή της Αγαπημένης. Ακόμη και ένα τραγούδι που μόνον η Σηθ ήξερε να τραγουδάει, ακόμη κι αυτό ακούει από τα χείλη της. Με το μυαλό της ελπίζει «αφού η κόρη της μπόρεσε να γυρίσει από τον τόπο χωρίς χρόνο, σίγουρα θα μπορούσαν να γυρίσουν κι οι γιοι της, και θα γύριζαν, θα’ρχονταν πίσω απ’ όπου κι αν είχαν πάει».
Οι πληροφορίες διαδίδονται και στις άλλες μαύρες. «‘Ότι η νεαρή κόρη της Σηθ, αυτή που της είχε κόψει το λαιμό, είχε ξαναγυρίσει για να την κανονίσει. Ότι η κόρη αυτή την έδερνε, την έδενε στο κρεβάτι και της ξερίζωνε τα μαλλιά».
Σκηνές έντασης μεσολαβούν ώσπου η Αγαπημένη εξαφανίζεται. Κάποιες γυναίκες λένε την είδανε να ανατινάζεται μπροστά στα μάτια τους. Ένα παιδί είπε ότι είδε να χάνεται στα δάση μια γυμνή γυναίκα με ψάρια αντί για μαλλιά.
Ο Πωλ Ντη ξαναγυρίζει στο σπίτι. Σκέφτεται ότι έκανε πέντε απόπειρες να αποδράσει από διαφορετικά σημεία στη ζωή του και πάντοτε έβρισκε εμπόδια. «Μόνος, χωρίς μεταμφίεση, με δέρμα ορατό, μαλλιά που έμεναν στη μνήμη και χωρίς λευκό να τον προστατεύει, ποτέ δεν έμεινε ασύλληπτος».
Το σπίτι μοιάζει σαν ένα παλιό συνηθισμένο σπίτι, ξαλαφρωμένο. «Μια παγωνιά και μείον τίποτα. Μάλλον μια απουσία, αλλά μια απουσία που έπρεπε να τη διασχίσει με την ίδια αποφασιστικότητα όπως τότε που εμπιστεύτηκε τη Σηθ και μπήκε μες στο σφύζον φως...”
Η Σηθ στο κρεβάτι της Μπέμπα Σαγκς, πλαγιασμένη κάτω από ένα πάπλωμα με χαρούμενα χρώματα. Τα μάτια της στυλωμένα στο παράθυρο, είναι τόσο ανέκφραστα που δεν βέβαιος αν θα τον γνωρίσει.
Κλαίγοντας του λέει ότι το κορίτσι της την παράτησε. Ο Πωλ Ντη κάθεται δίπλα της. Αυτή η γυναίκα είναι φίλη του νου του. Τον μάζεψε, τα κομμάτια που είναι τα μάζεψε και του τα ξανάδωσε με την σωστή σειρά. «Θέλει να βάλει την ιστορία του δίπλα στη δική της. «Σηθ, λέει, εγώ κι εσύ έχουμε παρελθόν περισσότερο απ’ όλους. Χρειαζόμαστε και κάποιο μέλλον. Γέρνει και πιάνει το χέρι της. Με το άλλο του χέρι αγγίζει το πρόσωπό της. «Εσύ είσαι ό,τι καλύτερο έχεις, Σηθ. Εσύ». Τα δάχτυλά του συγκρατούν και κρατούν τα δικάτης. «Εγώ; Εγώ;» Η πόλη και οι γείτονες έχουν ξεχάσει πια την Αγαπημένη. «Δεν είναι αυτή μια ιστορία που πρέπει να πάει παραπέρα».
***
“Εγώ, εγώ ;” Ρωτάει η Σηθ και αυτό είναι μια πρώτη συνειδητοποίηση, ή έστω ένα βήμα προς την αναγνώριση της αυτοεκτίμησής της.
Η Μόρισον επιλέγει να περιγράψει την ταραγμένη ψυχή της Σηθ με μία διαδικασία που την αποκαλεί “rememory,” ένα είδος τραυματικής μνήμης που επανέρχεται, αν και μπλοκάρεται συνεχώς στην συνείδηση, σε αντίθεση με τη μνήμη που είναι μια διαρκής ανοιχτή διαδικασία. Έτσι επανασυνδέει το ίδιο το τραυματισμένο/τεμαχισμένο σώμα, την διαλυμένη οικογένεια, το διασπαρμένο πλήθος χαμένο σε ένα αταξινόμητο παρελθόν. “Some things go on. Pass on. Some things just stay. I used to thinκ it was just my rememory. You know. Some things you forget. Other things you never do”
Ο Λίνκολν είχε πει ότι από την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά είχε ξεκινήσει ο Εμφύλιος. “Η Αγαπημένη” όμως έφερε σε μια μαύρη συγγραφέα το Νόμπελ που ξαναμίλησε για την σκλαβιά αλλά μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας, χωρίς να κάνει ιστορικές αναφορές σε γεγονότα. Αυτό είναι που λείπει από την ψυχρή καταγραφή της ιστορίας είναι η ατομικότητα.
Η Μόρισον ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο όχι ως αριθμητικό νούμερο και τιμή, τη νοιάζει το τραύμα, οι συνέπειες της κακοποιημένης ζωής.
Η μικρή Αγαπημένη είναι η ψυχή της μαύρης φυλής και όσων δεινών υπέστησαν όχι μόνον στην νέα τους χώρα αλλά και κατά τη διάρκεια της διακίνησης των σκλάβων από την Αφρική στην Αμερική, με τα βυθισμένα πλοία, τα νεκρά πτώματα που έλιωσαν από την ασφυξία και την ασιτία.
Πίσω από την ιστορία η Μόρισον επιχειρεί να δώσει φωνή στα ‘έξη εκατομμύρια και περισσότεροι’ (στους οποίους αφιερώνεται το μυθιστόρημα) , στην ιστορία των χαμένων. Και στο μυθιστόρημα τη διπλή καταπίεση των γυναικών που εκπροσωπείται από τις γυναίκες στο 124.
‘Freeing yourself was one thing; claiming ownership of that freed self was another’. Το μυθιστόρημα προσπαθεί να πει την ιστορία [hi] story, να την ξαναγράψει με τον δικό της λογοτεχνικό τρόπο της.
Όχι μόνον λοιπόν η Σηθ αλλά και το ίδιο το μυθιστόρημα βρίσκεται στην διαδικασία του ‘rememorying’ και αυτό το πετυχαίνει με πολλούς τρόπους αφήνοντας ωστόσο και πολλά κενά και αμφιβολίες... Αναστοχάζεται συνεχώς, γι αυτό είναι και ένα πολιτικό μυθιστόρημα.
Αυτή άλλωστε είναι και η αρχή του ολοκληρωμένου εαυτού, το μυθιστόρημα επιμένει σε αυτή την ανθρωπιστική προσέγγιση, όπου αληθινή ελευθερία είναι η δυνατότητα να ερωτεύεσαι. Καθόλου τυχαία ο τίτλος και του μυθιστορήματος. Διφορούμενος κι αυτός: ‘Belovéd’ και προστακτική ‘Be loved’.
“Αγαπημένη” στην επιτύμβια επιγραφή και πνεύμα της μαύρης φυλής αλλά και προτροπή για το τώρα: “Να αγαπηθείς”.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Συγγραφέας
Links
Η Αγαπημένη σε μια περίληψη 5΄!