Ursula K. Le Guin
Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού
Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού είναι το βιβλίο που έβαλε την συγγραφέα του στην ιερή τριάδα των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, εκείνους που κατάφεραν και έσπασαν τα φράγματα του είδους τους και μπήκαν, επάξια, στην κατηγορία σημαντικοί λογοτέχνες. Είναι η μόνη γυναίκα στην τριάδα αυτή, και μάλλον και η πιο αναγνωρισμένη, με την έννοια ότι όσο ήταν ακόμη εν ζωή, τα βιβλία της είχαν αρχίσει να εκδίδονται από την Library Of America, ότι ο Harold Bloom την έχει περιλάβει, με αυτό το βιβλίο, στον περιβόητο κανόνα του, και ότι συνεχίζει να πουλάει, να κυκλοφορεί ευρέως. Γενικά, όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται – γίνονται ειδικές εκδόσεις, πολλές μελέτες, βιβλία σχετικά με την ίδια και το έργο της. Οι άλλοι δύο, πληροφοριακά, είναι ο Malcolm Bradbury και ο Kurt Vonnegut. Χαρακτηρίζονται από την επιθυμία να έχουν έντονο το στοιχείο της ψυχαγωγίας, του συναρπαστικού, στα βιβλία τους – τα οποία είναι πολύ συχνά, βιβλία high concept.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η Ursula Le Guin γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1929 στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια. Πατέρας της ήταν ο Alfred Kroeber, ανθρωπολόγος, ένας από τους διασημότερους στον κόσμο, ίδρυσε το τμήμα Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (από τα καλύτερα και πιο πρωτοπόρα τμήματα ανθρωπολογίας). Μιλούσε πολλές γλώσσες, και ήταν ο πιο αναγνωρισμένος ειδικός στους γηγενείς της Καλιφόρνια. Η ULG έχει πει πως πριν ακόμη μάθει να διαβάζει, τον άκουγε μαγεμένη να της λέει Ινδιάνικες ιστορίες, μύθους και θρύλους.
Η μητέρα, Theodora, ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες στην Αμερική με μάστερ στην κλινική ψυχολογία – μετά το τέλος των σπουδών της είχε παντρευτεί και έκανε δύο παιδιά, αλλά πολύ γρήγορα έχασε τον άντρα της. Μερικά χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Alfred Kroeber, και έκαναν ένα γιο και την Ursula. Όταν τα πιτσιρίκια μεγάλωσαν ξεκίνησε και εκείνη να γράφει, και μάλιστα έγινε ξακουστή για την βιογραφία του μοναδικού επιζώντα μιας φυλής γηγενών στην Βόρεια Αμερική – το βιβλίο έχει τίτλο Ishi in Two Words.
Η Le Guin περιγράφει ως εξής την οικογένειά της: «Ήταν υπέροχα στο σπίτι μου. Συναισθηματικά, ψυχολογικά αλλά και νοητικά είχα μια πολύ πλούσια παιδική ηλικία, και εξαιρετικά γαλήνια. Η οικογένειά μου ήταν μεγάλη, και πολύ στοργική. Ήταν ένα πλαίσιο όπου ένα μικρό κορίτσι μπορούσε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να ανθίσει σαν λουλούδι σε έναν ήρεμο κήπο.» Περιστοιχιζόταν από μια ψυχολόγο και έναν ανθρωπολόγο, που έγραφαν πολύ, είχαν μεγάλη βιβλιοθήκη… ζωή όνειρο! Διάβαζε πολύ, κυρίως μύθους, θρύλους και παραμύθια. Έχει περιγράψει γελώντας πως όταν ήταν περίπου δώδεκα ετών έπιασε να διαβάσει ένα σχετικά σύγχρονο βιβλίο λογοτεχνίας και σχεδόν κλονίστηκε όταν διαπίστωσε πως και οι άνθρωποι της σημερινής εποχής μπορούσαν να σκαρώσουν μύθους και ιστορίες.
Είναι και εκείνη μια από τους μεγάλους συγγραφείς που θεωρούν πως η καλλίτερη μαθητεία για έναν γραφιά είναι η ανάγνωση – παρόλα αυτά ήταν υπέρμαχη και της δημιουργικής γραφής, ως χρήσιμο και ουσιαστικό τομέα εκπαιδευτικό. Τους πολύ κλασικούς διάβαζε, Σαίξπηρ, Ντίκενς, αλλά και Philip Dick, Tolkien, Borges, Woolf, Tolstoy, καθώς και αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, πολλή ψυχολογία – ψυχανάλυση. Ακόμη διάβαζε και αυτό που η ίδια έχει ονομάζει thrash science fiction, την απολάμβανε, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε, μέχρι τα 30 της, κυρίως διότι ήταν ιστορίες μόνο για «μηχανήματα και για στρατιώτες». Αυτά τα δύο που δεν της άρεσαν, ήταν αυτά τα δύο που κατάφερε να αλλάξει στο είδος.
Κάπου εκεί, πολύ μικρή, ξεκίνησε και να γράφει. Στα 13 της έγραψε μια σχετικά «ολοκληρωμένη» ιστορία επιστημονικής φαντασίας που μάλιστα την έστειλε για δημοσίευση σε ένα περιοδικό – απορρίφθηκε, αλλά εκείνη συνέχισε να κάνει αυτό που της άρεσε πολύ.
Τελειώνει το πανεπιστήμιο Radcliffe το 1951, πήρε πτυχίο στην Γαλλική Φιλολογία, και ένα χρόνο μετά παίρνει μάστερ στην Γαλλική και Ιταλική Φιλολογία, από το Columbia. Ξεκινά να μελετά για το διδακτορικό της, και κερδίζει υποτροφία Fulbright για σπουδές στην Γαλλία. Ταξιδεύοντας προς την Ευρώπη με το διάσημο πλοίο Queen Mary συναντά έναν συνταξιδιώτη, τον Charles LeGuin, καθηγητή Γαλλικής ιστορίας. Παντρεύονται μερικούς μήνες μετά, στο Παρίσι, και από εκεί και πέρα, αυτή είναι η ζωή της: Οικογένεια, γράψιμο, και ο ίδιος σύζυγος μέχρι το 2009, που εκείνος πέθανε. Εγκαταλείπει τα σχέδια για το διδακτορικό και αφοσιώνεται περισσότερο στη συγγραφή – ζουν για λίγο στην πολιτεία Georgia και το 1959 ο Charles βρίσκει μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Oregon και μετακομίζουν στο Portland, όπου και περνούν το υπόλοιπο της ζωής τους.
Για περίπου δέκα χρόνια γράφει δίχως να δημοσιεύει - τουλάχιστον πέντε μυθιστορήματα, πολλά ποιήματα, ιστορίες. Επειδή ο μπαμπάς είναι δικτυωμένος, καταφέρνει και δείχνει κείμενά της σε σημαντικούς ανθρώπους του εκδοτικού χώρου – Ο εκδότης Knopf για παράδειγμα, που της λέει ότι δεν μπορεί να εκδώσει ακόμη… Εκείνη συνεχίζει. Γράφει fantasy, αλλά εκ των υστέρων λέει και η ίδια πως οι ιστορίες της ήταν δύσκολο να μπουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία – ίσως για αυτό και ήταν δύσκολο να γίνουν αποδεκτές. Ξαναρχίζει λοιπόν τότε να γράφει επιστημονική φαντασία, περισσότερο διότι θέλει κάπως, κάποτε, να δημοσιευθεί. Επειδή όμως δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλη επιστημονική εξοικείωση και γνώση για τα θέματα της τεχνολογίας έγραφε, κατά τα λεγόμενά της, «παραμύθια όπου απλώς οι ήρωες ήταν στο διάστημα και φορούσαν στολές διαστημικές». Κατάφερε και πέτυχε τον στόχο της, κατάφερε να δημοσιεύσει την πρώτη της ιστορία «Απρίλης στο Παρίσι», το 1962, στα 33 της. Είναι μια ιστορία με ταξίδι στον χρόνο.
Αξίζει εδώ να κάνουμε μια μικρή παράκαμψη, για να δούμε πώς έγραφε… Λέει «όταν τα παιδιά ήταν μωρά, έγραφα την νύχτα, από τις εννιά μέχρι τις έντεκα, ή όσο άντεχα να μείνω ξύπνια. Μετά, όταν ξεκίνησαν το σχολείο, είχα χρόνο για να γράφω όσο έλειπαν – τότε αισθάνθηκα σαν να έβγαλα φτερά!». Είχε όμως και μεγάλη υποστήριξη – έχει πει ότι μοιράζονταν την δουλειά με τον άντρα της, εκείνη το σπίτι, τα παιδιά, το μαγείρεμα και τα μυθιστορήματα – εκείνος την διδασκαλία, τους λογαριασμούς, το αυτοκίνητο και τον κήπο. Όταν όμως χρειαζόταν βοήθεια (περισσότερο χρόνο δηλαδή) για να ολοκληρώσει μια ιστορία, εκείνος βοηθούσε περισσότερο, αναλάμβανε πιο πολλά. Όπως είπε η ίδια «είναι δύσκολο για ένα άτομο να κάνει δύο δουλειές πλήρους απασχόλησης, αλλά δύο άτομα μπορούν να κάνουν τρεις δουλειές…»
Γράφει λοιπόν υπό αυτές τις συνθήκες και το 1966 δημοσιεύει τον Κόσμο του Ρόκανον, το πρώτο μυθιστόρημά της, και το δεύτερο, Πλανήτης Εξορίας, ενώ τον επόμενο χρόνο βγάζει το Πόλη των Ψευδαισθήσεων (κυκλοφορούν στα Ελληνικά). Σε μικρούς εκδοτικούς, ειδικευμένους σε Επιστημονική Φαντασία, και μάλιστα οι εκδόσεις ήταν διπλές – μισό βιβλίο ένας συγγραφέας, το άλλο μισό ένας άλλος. Το 1968 κυκλοφορεί Ο Μάγος της Γαιοθάλασσας, που κερδίζει ένα έγκυρο βραβείο νεανικής λογοτεχνίας της εφημερίδας Boston Globe και ενός ειδικευμένου περιοδικού. Αυτό την βάζει στο κάδρο πολύ δυναμικά, είναι και σαραντάρα πια… και το 1969 εκδίδει το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού. Και με αυτό, σχεδόν από την στιγμή που κυκλοφόρησε, αλλά και με έναν ιδιαίτερο τρόπο, μπαίνει στην κατηγορία των μεγάλων συγγραφέων. Και, το πιο σημαντικό, αλλάζει την επιστημονική φαντασία, τι είναι και πως διαβάζεται, και μαζί και την λογοτεχνία.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν… το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας το έγραψε γυναίκα και μάλιστα Βρετανίδα. Η Μέρι Σέλει, κόρη φεμινίστριας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Σέλει που ήταν 19 ετών όταν έγραψε τον Frankenstein. Όμως στην συνέχεια το είδος άρχισε να κυριαρχείται, σχεδόν να μονοπωλείται από τους άντρες συγγραφείς – αναφέρω μερικούς, οι οποίοι δίνουν και μια αίσθηση της εξέλιξης του είδους: Πόε, Βερν, H.G. Wells, που έχει κληθεί ως ο Σαίξπηρ της επιστημονική φαντασίας, Όργουελ, Λάβκραφτ (που δημιούργησε ξεχωριστό είδος) και μετά πάμε σε Ασίμοφ, Χάινλαιν, το Σολάρις του Λεμ (Πολωνός – κυκλοφόρησε το 1961), το Dune του Χέρμπερτ (1965), Φίλιπ Ντικ, Ουίλιαμ Γκίμπσον. Κάπου εκεί αρχίζει να μπαίνει στην εικόνα και ο μαζικός κινηματογράφος αξιώσεων και πια η επιστημονική φαντασία θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο γίνεται κινηματογραφική τέχνη παρά λογοτεχνική.
Ένας απλουστευτικός ορισμός, αλλά ακριβής: η ΕΦ είναι ένα είδος φανταστικής λογοτεχνίας, υποθετικής, που βασίζεται στην ερώτηση «τι θα γινόταν, αν…», η οποία ασχολείται με συλλήψεις, με concepts που έρχονται από το μέλλον – κατά κανόνα εξερευνά τις πιθανές επιπτώσεις των τεχνολογικών, κοινωνικών και επιστημονικών ανακαλύψεων του ανθρώπου. Τα θέματά της πηγάζουν από την εξελιγμένη επιστήμη και τεχνολογία, την εξερεύνηση του διαστήματος, το ταξίδι στον χρόνο, τα παράλληλα σύμπαντα, την εξωγήινη ζωή, την επαφή με εξωγήινους και εξω-γαλαξιακούς πολιτισμούς… Συχνά είναι λογοτεχνία διαμαρτυρίας (το 1984 του Όργουελ) και ένα αφηγηματικό της χαρακτηριστικό είναι ότι προσπαθεί να προκαλέσει στον αναγνώστη μια αίσθηση θαυμασμού και εντυπωσιασμού.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ (υπάρχει μέχρι και υπο-είδος gay science fiction!) αλλά όταν η Le Guin ξεκίνησε την σταδιοδρομία της το είδος είχε έντονα «αντρική υπόσταση». Αυτό φαινόταν όχι μόνο στο φύλο των συγγραφέων, αλλά και των ηρώων. Υπήρχε γενικά μια τάση όλοι οι πρωταγωνιστές ΕΦ να είναι ανώριμοι άντρες που ήθελαν να μείνουν για πάντα ελεύθεροι και ωραίοι, για πάντα παιδιά. Να παίζουν με όπλα, πολύ ισχυρά και εντυπωσιακά, να προσπαθούν να ξεφύγουν από συντρόφους και μαμάδες αλλά και κοινωνίες καταπιεστικές… Οι γυναίκες στα έργα της ΕΦ ήταν σχεδόν πάντα θαυμάστριες ηρωϊκών ανδρών ή ακολουθούσαν το παλιό στερεότυπο «πίσω από κάθε μεγάλο άντρα κρύβεται μια γυναίκα… αρκεί να κρύβεται!». Δεν είχαν καθόλου ενεργό ρόλο, καθόλου συμμετοχή. Ακόμα και οι γίγαντες του είδους, με την πολύ ανατρεπτική φαντασία και με την έντονη κοινωνική συνείδηση όπως ήταν ο Wells, και ακόμα ακόμα ο Βερν, δεν είχαν σχεδόν καθόλου γυναικεία πρόσωπα στις αφηγήσεις τους.
Αλλά ούτε και γυναίκες συγγραφείς υπήρχαν – γενικά υπήρχε η αίσθηση πως η επιστημονική φαντασία ήταν λογοτεχνία φυγής μόνο για αγόρια και άντρες. Το στερεότυπο έλεγε πως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να είναι εξίσου ικανές με τους άντρες στην επιστήμη και στην τεχνολογία διότι δεν είχαν έφεση σε επιστημονικό τρόπο σκέψης, επειδή είναι περισσότερο διαισθητικές στην προσέγγισή τους στον κόσμο, ενστικτώδικες, και λιγότερο ορθολογικές.
Ακόμα, το είδος ήταν βασισμένο στο hardware, σε μαγικά μηχανήματα, όπλα και σκάφη, στην τεχνολογία και στις φυσικές επιστήμες. Θυμίζω βέβαια εδώ πως υπάρχαν και εμπορικοί λόγοι για αυτήν την μονοσήμαντη διάσταση – τα βιβλία ΕΦ απευθύνονταν σε έφηβους και σε νέους άντρες, κατά 90%. Αν δεν έγραφες έτσι, για αυτούς, μπορεί να μην σε διάβαζε κανείς.
Και τότε, φτάνουμε στην δεκαετία του 1960 – η δεκαετία των αναίμακτων και πολύ μεγάλων επαναστάσεων. Μια από αυτές και η αλλαγή στην ΕΦ. Κάποιες γυναίκες αρχίζουν να γράφουν επιστημονική φαντασία – το καλό είναι ότι το κάνουν με τον τρόπο τους - δεν προσπαθούν να μιμηθούν τους άντρες, αλλά την εκφράζουν όπως οι ίδιες την βλέπουν. Αδιαφορώντας για το «αν δεν είναι έτσι, δεν θα πουλήσει». Οι ιστορίες τους βασίζονται πιο πολύ στην πραγματικότητα, δηλαδή εξισορροπείται το εντελώς φανταστικό στοιχείο, το γράψιμο είναι καλύτερο και πιο φροντισμένη η γλώσσα, το χτίσιμο χαρακτήρων πιο ολοκληρωμένο, ενώ και τα θέματα είναι πιο ποικίλα. Το hardwareαντικαθίσταται από το software, οι ανθρώπινες σχέσεις παίρνουν το μέρος της τεχνολογίας, οι κοινωνικές επιστήμες παραμερίζουν τις φυσικές. Όλα αυτά δίνουν ένα μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος και πιο πολυσύνθετο περιεχόμενο – που και σε συναρπάζει, ως αναγνώστη, αλλά και σε οδηγεί να στοχαστείς.
Η Le Guin κ των υστέρων, έχει πει ότι η ΕΦ ήταν περιθωριοποιημένη ως είδος. Και τότε, γιατί επέλεξε να γράψει σε αυτό; Προφανώς επειδή της άρεσε, αλλά και επειδή είχε φανατικό κοινό, μεγάλο, που αγόραζε βιβλία και περιοδικά με διηγήματα και νουβέλες. Υπήρχαν πολλά περιοδικά, που δέχονταν ιστορίες για δημοσιεύσεις, παρείχαν έναν δρόμο δημοσίευσης. Από την άλλη, η συγγραφέας «αντιτίθεται πολύ έντονα στον διαχωρισμό της λογοτεχνίας σε είδη. Κυρίως επειδή υπάρχει η υπόθεση πως ότι ανήκει σε κάποιο είδος, είναι υποδεέστερο. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Μήπως ο Μάρκες, ο Μπόρχες ο Καλβίνο είναι υποδεέστεροι, επειδή γράφουν μη ρεαλιστικά, για μη τρέχοντα θέματα;». Από την άλλη, συνεχίζει, και αυτό είναι ενδιαφέρον, «η κατηγοριοποίηση βοηθά στην προώθηση των βιβλίων – ακόμα ακόμα και οι βιβλιοθηκάριοι, ξέρουν πού να τα βάλουν στα ράφια τους. Και το πιο σημαντικό, όταν γράφεις σε ένα είδος που δεν θεωρείται σοβαρή λογοτεχνία έχεις την ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις – και σε επίπεδο φαντασίας, αλλά και επειδή οι ακαδημαϊκοί και οι κριτικοί δεν «περιμένουν» από εσένα συγκεκριμένα πράγματα».
Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού «ενσωματώνει» αυτές τις απόψεις της Le Guin, και εν μέρει πατά πάνω στην δυναμική των γυναικείων φωνών στην ΕΦ, αλλά και την εξελίσσει πάρα πολύ. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, κάθε άλλο στοιχείο ΕΦ είναι πλαίσιο σε μια ιστορία που το νόημά της, η ώθησή της, πηγάζει κυρίως από την αλληλεπίδραση των δύο πρωταγωνιστών. Η τεχνολογία είναι το πλαίσιο, ο πλανήτης είναι το πλαίσιο, τα gadget είναι μόνο gadget, όχι η ουσία – βέβαια, κάποια από αυτά τα στοιχεία λειτουργούν και συμβολικά/μεταφορικά. Πάντως η μεγάλη επινόηση-φαντασία αυτής της νέας ΕΦ, του Αριστερού Χεριού… δεν είναι ένα διαστημόπλοιο που… ή ένα όπλο που… είναι ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος, συγκεκριμένα μια κοινωνία όπου δεν υπάρχουν ανισότητες βασισμένες στο φύλο, δεν υπάρχουν γένη, δεν υπάρχει πόλεμος, γιατί οι «άνθρωποι» εκεί είναι ερμαφρόδιτοι. Η φαντασία ενυπάρχει δηλαδή στις κοινωνικές επιστήμες, όχι στις επιστημονικές – τεχνολογικές.
Επιπλέον, στο Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού υπάρχει στοχασμός, συναισθηματική εμπλοκή, αξιακό σύστημα, φιλοσοφία, ηθική με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και σε πολύ σημαντικά «αμιγώς» λογοτεχνικά έργα. Και αυτό έγινε για πρώτη φορά σε ένα έργο ΕΦ, με τόση επιτυχία.
Με το ΑΧΤΣ η Le Guin κερδίζει ταυτόχρονα τα πιο έγκυρα βραβεία ΕΦ, Hugo και Nebula, το ένα είναι από συγγραφείς, το άλλο από αναγνώστες,. Το 1971 εκδίδει τους Τάφους του Ατουάν, το 1972 το Η πιο μακρινή ακτή και το 1973 το Η λέξη για τον Κόσμο είναι Δάσος. Ενώ το 1974 εκδίδει το Dispossessed, ακόμα ένα μυθιστόρημα ΕΦ που κέρδισε επίσης και Hugo και Nebula, αλλά θεωρείται υποδεέστερο του Αριστερού Χεριού. Υπήρξε πολύ επιτυχημένο βιβλίο στην Ελλάδα, την δεκαετία του 1980, με τον ελληνικό τίτλο Ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων.
Αυτή η εφταετία, το 1968 μέχρι το 1975 είναι η χρυσή εποχή της ULG. Εκείνο το διάστημα γράφτηκαν τα μεγάλα και πιο αναγνωρισμένα και επιτυχημένα της έργα. Συνέχισε και έγραφε, δημοσίευε συχνά, μυθιστορήματα για έφηβους, συλλογές δοκιμίων, ιστορίες. Και επίσης, απολάμβανε την αναγνώριση. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς την θεωρούν βασικότατη επιρροή τους. Η Atwood, Ο Gaiman, ο DavidMitchel, και πολλοί, πολλοί ακόμη. Κατά καιρούς «επισκεπτόταν» ξανά τους κόσμους που είχε δημιουργήσει, και έβγαζε συμπληρωματικά βιβλία ή ιστορίες.
Πέθανε το 2018, στα 89 της, στο σπίτι όπου ζούσε όλη της την ζωή. Υπήρξε ακτιβίστρια υπέρ του περιβάλλοντος και κατά του πολέμου. Μιλούσε συχνά και πολύ δυναμικά, ήταν ενεργός και συμμετέχων πνευματικός άνθρωπος. Ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι κρατούσε ιδιωτική την ιδιωτική της ζωή – σε όλο της το έργο δεν υπάρχει τίποτε αυτοβιογραφικό. Δεν αναγνωρίζεις συγγενείς και συνεργάτες, εραστές και γονείς στα έργα της. Η συγγραφική της ζωή και η ιδιωτική, έχουν ένα σύνορο μεταξύ τους. Που δεν το περνάει ποτέ. Την ρώτησαν κάποτε εάν γράφει ΕΦ επειδή είναι ο καλύτερος τρόπος να δημιουργήσει μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην γυναίκα και στην συγγραφέα Le Guin. Απάντησε: «δεν θέλω να γράφω αυτοβιογραφίες – ποτέ δεν ήθελα. Θέλω να υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε μένα και στα βιβλία μου. Γράφω για ξένους, προτιμώ, για αυτό και γράφω science fiction». Από την άλλη, βέβαια, ο ήρωας του «Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού» θα μπορούσε να είναι ο πατέρας της.
Με το έργο της χοντρικά έχει δημιουργήσει τρεις κόσμους. Ο ένας κόσμος είναι αυτό στον Χαϊνικό κύκλο βιβλίων που ανήκει και το ΑΧΤΣ – κόσμος επιστημονικής φαντασίας. Ο άλλος είναι η Γαιοθάλασσα (στο είδος fantasy) και υπάρχει και ένας τρίτος που στην Ελλάδα δεν κυκλοφορεί, γράφτηκε στα πρώτα της βήματα, μετά εξελίχθηκε και εμπλουτίστηκε και διορθώθηκε, και είναι αρκετά ρεαλιστικός. Πρόκειται για μια φανταστική χώρα, την Ορσίνια, η οποία τοποθετείται χοντρικά εκεί που ήταν η καρδιά της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, στα μέρη μας την Ευρώπη. Οι ιστορίες δεν είναι συνδεδεμένες νοηματικά ή με χαρακτήρες, απλά έχουν το ίδιο setting. Πατάνε πολύ πάνω στην Ευρωπαϊκή ιστορία, υπάρχει διάλυση αυτοκρατορίας και μπλοκ κομμουνιστικό, επαναστάσεις, μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι κ.λπ.
Ο κόσμος της Γαιοθάλασσας υπάρχει στα Ελληνικά, είχε και έχει μεγάλη επιτυχία. Είναι πολύ επηρεασμένο fantasy από Tolkien αλλά δεν κάνει αντιγραφή…. Το τρίτο της σειράς, «Η πιο Μακρινή Ακτή» κέρδισε για την συγγραφεά του και National Book Award. Διαδραματίζονται όλες οι ιστορίες σε ένα αρχιπέλαγος και όλοι οι ήρωες είναι μαύροι, αυτή είναι η κυρίαρχη φυλή. Το κλίμα θυμίζει Ηνωμένες Πολιτείες, εύκρατο, και ο πολιτισμός είναι περίπου 15ος αιώνας, δεν υπάρχει εκβιομηχάνιση, τεχνολογία. Επιρροές είναι ακόμα οι μύθοι που άκουγε από τον πατέρα της, η σκανδιναβική μυθολογία, αλλά και πολύ ο Ταοϊσμός (ειδικά οι δύο αρχές του, της ελάχιστης δραστηριότητας και της εκ των αντιθέτων αρμονίας, της ισορροπίας που έρχεται από τα αντίθετα).
Ο Χαινικός κύκλος αποτελείται από ανεξάρτητες ιστορίες και αυτός, διαφόρων μεγεθών, από διηγήματα μέχρι μυθιστορήματα, οι οποίες αποτελούν «πειράματα σκέψης και στοχασμού» πάνω στην σύγκρουση της ουτοπίας και της δυστοπίας. Από την μία είναι η πλεονεξία, η ανισότητα, η έλλειψη ευελιξίας και διάθεσης επικοινωνίας, το δίκιο του ισχυρού, και οι προκαταλήψεις. Από την άλλη είναι η αποδοχή του γένους – gender όπως είναι, η οικογένεια, η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η επικοινωνία η αυθεντική, η προστασία του περιβάλλοντος – η μη βλάβη του, η ήρεμη συνύπαρξη με τον φυσικό κόσμο. Για την Le Guin είναι εφικτή μια πραγματική ουτοπία η οποία θα καθορίζεται από… «a society with a modest standard of living, conservative of natural resources, with a low constant fertility rate and a political life based upon consent; a society that has made a successful adaptation to its environment and has learned to live without destroying itself or the people next door».
ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΟΥ
Η ίδια η LeGuin έχει πει ότι έναυσμα για το βιβλίο ήταν τρία πράγματα:
- Εξερεύνηση στις ερωτήσεις «τι είναι μια γυναίκα;», «τι είναι sexuality» «ποιο είναι το νόημα του γένους/gender», «εκτός από τις σωματικές διαφορές, σε τι διαφέρουν οι γυναίκες από τους άντρες;». Στο βιβλίο δεν δίνει απαντήσεις – διατυπώνει ερωτήσεις και υποθέσεις – ή όπως είπε η ίδια «καταγράφει την συνείδησή μου, την διαδικασία του στοχασμού μου σε αυτά τα ζητήματα».
- Μια δεύτερη περιοχή σκέψης ήταν πως θα έμοιαζε μια κοινωνία δίχως πόλεμο – ένας λαός που δεν σκέφτεται καθόλου με όρους πολεμικών συρράξεων. Έχουν δολοφονίες και επιδρομές αλλά όχι μάχες, πόλεμο. Προφανώς, λέει, θα ήταν πολύ διαφορετικοί από εμάς – αυτό την οδήγησε στην ιδέα της ανδρόγυνης κονωνίας, με την έννοια ότι υπάρχει η θεωρία ότι ο πόλεμος είναι αντρική επιθετικότητα. Εκείνη την εποχή η Ντε Μποβουάρ αλλά και άλλοι είχαν διατυπώσει την άποψη πως το αντρικό φύλο έκανε μετάθεση της επιθετικότητάς του σε θεσμικό, κοινωνικό, κρατικό επίπεδο, με τον πόλεμο…
- Αυτά δημιούργησαν στο μυαλό της κάποιους χαρακτήρες που άρχισαν να έχουν αλληλεπίδραση… και ύστερα «είδε» μια εικόνα, ένα «όραμα», να τραβάνε δύο άνθρωποι ένα έλκηθρο σε μια απέραντη έρημο πάγου.
Ο πλανήτης Γκέθεν (Χειμώνας) έχει μόνιμο χειμώνα και δριμύ κρύο - η ίδια όταν την ρώτησαν είπε ότι δεν είναι σίγουρη γιατί το έκανε αυτό… αλλά αφού σκέφτηκε λίγο απάντησε ότι «ο συνειρμός, η μεταφορά στο μυαλό μου είναι η μοναξιά – ο χειμώνας και οι συνθήκες του επιδεινώνουν την μοναξιά που οι δύο ήρωες μου αισθάνονται, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ένας τρόπος να περιγράψεις τελικά αυτήν την ιστορία είναι ως μια ιστορία όπου δύο πολύ μοναχικοί άνθρωποι, και λόγω των συνθηκών, αλλά και λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, καταφέρνουν και δημιουργούν μια βαθιά σχέση».
Μια ακόμη μεταφορά του βιβλίου είναι ότι τα δυο κράτη και η συνύπαρξή τους, λειτουργεί ως μεταφορά της «αρμονίας» μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού στοιχείου, μια μεταφορά όμως σε εθνικό επίπεδο. Η Κάρχαιντ είναι αναρχική, βασισμένη στο θηλυκό – λέει η ULG σε ένα δοκίμιό της για το βιβλίο ότι η αναρχία πάντα θεωρείτο, ιστορικά, ως θηλυκή ενέργεια – και έχει μια κοινωνία αποκεντρωμένη, ευέλικτη και σπειροειδή. Η Όργκορεϊν από την άλλη είναι μια κοινωνία που βασίζεται σε ισχυρές και περιορισμένες δομές εξουσίας – έχει αυστηρούς νόμους, μυστική αστυνομία, έχει μια κοινωνία που περιστρέφεται γύρω από ένα δυνατό κέντρο, είναι γραμμική και δύσκαμπτη. Ωστόσο, υπάρχει ισορροπία στον πλανήτη, μέχρι το σημείο που ξεκινά το βιβλίο και η δράση του.
Η Le Guin δούλεψε πολύ για το βιβλίο, το προετοίμαζε. Διάβασε ψυχολογία αλλά και για την φυσιολογία της σεξουαλικότητας, διάβασε για το πως είναι η ζωή στις χώρες που υπάρχει πολύ βαρύς χειμώνας. Ταυτόχρονα όμως επινόησε… έγραψε την ιστορία και των δύο χωρών που υπάρχουν σε αυτό - πως έφτασαν εκεί που είναι τώρα; Γιατί είναι όπως είναι; Δεν τα έβαλε όλα αυτά τα «ιστορικά» στο βιβλίο, αλλά υπάρχουν σε σημειωματάριά της.
Ας δούμε λίγο τα θέματα του βιβλίου:
- Το ταξίδι, ως σύμβολο – αυτογνωσίας, μάθησης, συνειδητοποίησης για το νόημα της ζωής, αλλά και για την θέση του «ταξιδιώτη» στον κόσμο. Το ταξίδι που γίνεται μια διαδικασία που φέρνει ωριμότητα, ανάπτυξη αλλά και ανακάλυψη, συμφιλίωση αλλά και ενδυνάμωση.
- Η σχέση μας με τον άλλον. Τον απολύτως ξένο άλλο. Είναι στην ανθρώπινη φύση να αντιμετωπίζουμε όσους δεν ανήκουν στην ομάδα μας ως «ξένους άλλους». Πρόκειται για ένα βασικό ένστικτό επιβίωσης και άμυνας… Αλλά, για να εξελιχθούμε, χρειάζεται να αποδεχτούμε τον άλλο, με όλη μας την καρδιά – να τον αποδεχτούμε με τον ίδιο τρόπο που αποδεχόμαστε τον εαυτό μας.
- Φυσικά, το γένος/gender. Η Le Guin Αντιμετωπίζει τον ερμαφροδιτισμό όχι ως πρόβλημα, όχι ως εξαίρεση, αλλά με τον ίδιο τρόπο που τον αντιμετωπίζουν πολλές μυθολογίες, καθώς αι ο Πλάτωνας. Το να είσαι και άντρας και γυναίκα είναι πληρότητα, είναι δείγμα και μεταφορά ολοκλήρωσης. Ίσως λοιπόν το μήνυμα του βιβλίου να είναι ότι αν αισθανθούμε το πλήρες φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, και αυτά που θεωρούμε ότι ανήκουν στο αντίθετο φύλλο, να πλησιάσουμε την ολοκλήρωση και εμείς.
- Βασικότατο θέμα – η αποδοχή του σκοτεινού τμήματός μας, του «αριστερού μας χεριού», του σκοταδιού μας. Όχι η εκτόνωσή του, όχι σε σημείο να το κάνουμε ενόρμηση και κίνητρο… αλλά να το βλέπουμε, να μην το αρνούμαστε. Και σε εμάς αλλά και στους άλλους.
- Η αγάπη, η φιλία. Ίσως μπορούμε να δούμε το ΑΧΤΣ ως μια πιο περίτεχνη, πιο ανοιχτή, πιο διαστημική εκδοχή του αρχέτυπου Ρωμαίος και Ιουλιέττα. Οι «εραστές», που δεν επικοινωνούν ποτέ σαρκικά, είναι από διαφορετικούς πλανήτες, και διαφέρουν πολλαπλά – όμως φτάνουν στην κατανόηση και στην αγάπη.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου
Ο Άι. Που σημαίνει (στα Αγγλικά) και εγώ, και μάτι, και πόνος, κραυγή οδύνης. Ξεκινά ως εγώ, γίνεται μάτι που βλέπει με προσοχή, και φτάνει τελικά να πονέσει. Μαύρος, ούτε καν τριάντα ετών, έχει χάσει τους ανθρώπους του στην Γη, για να έρθει σε αυτήν την αποστολή. Η ιστορία του βιβλίου είναι η ιστορία της εκπαίδευσης του, που από κολλημένος γήινος, ανίκανος να καταλάβει, αλλά και να συνδεθεί, γίνεται ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο πλάσμα που καταλαβαίνει ακόμη και τον εντελώς διαφορετικό ξένο. Αλλά ακόμα και αυτό έχει κόστος – χάνει κάποιον που αγάπησε βαθιά στην πορεία της μάθησής του, χάνει και την εξοικείωσή του με την ομάδα του, με τους γήινους.
Ο Έστραβεν. Προύχοντας, αλλά και μοναχικός. Ώριμος, αλλά και με παρελθόν αμφιλεγόμενο. Με αντρικούς ρόλους, αλλά με διπλή φύση. Είναι ο πρώτος που καταλαβαίνει την αποστολή του Άι, και αφιερώνει όλη την ενέργειά του, το μυαλό του, το αξίωμά του, και τελικά και την ζωή του για το γενικό καλό… για να συνασπιστεί ο Γκέθεν με την Οικουμένη. Η μοναξιά και η αίσθηση του απόκληρου είναι το κοινό τους και επάνω εκεί ανθίζει η σχέση τους.
Από τα 20 κεφάλαια του βιβλίου, τα 10 είναι του Άι, τα 4 του Έστραβεν, τα 5 είναι μύθοι και υπάρχει ένα που το αφηγείται μια γυναίκα ερευνήτρια από την Γη και εξηγεί τις ιδιαιτερότητες του πλανήτη. Για κάποιους αυτή η ποικιλία στην μορφή, αποτελεί πρόβλημα του βιβλίου. Είναι πολύ δογματική η δομή, λένε, έχει πολύ showing, αντί για telling. Όμως για πολλούς άλλους, αυτό το collage αποτελεί μια πολύ καλή απεικόνιση της ουσίας του βιβλίου, που είναι η συνύπαρξη αντιθέτων προς την δημιουργία ενός αρμονικού συνόλου.
Γενικά τα πρώτα κεφάλαια θεωρούνται «παρουσίαση» λίγο, ότι κυρίως μεταφέρουν πληροφορία, παρά ύφος, αλλά μην ξεχνάμε ότι η συγγραφέας πρέπει εκτός από την ιστορία να μας δείξει και την ιδιαιτερότητα του κόσμου, που είναι εντελώς ξένος σε εμάς αφού είναι επινοημένος. Κατά την άποψή μου το κάνει πολύ καλά, ειδικά με τους θρύλους που παραθέτει – που επίσης μας αποσαφηνίζουν και το παρελθόν του Έστρεβεν.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι η καρδιά του βιβλίου είναι από το κεφάλαιο 14 και μετά. Από το σημείο δηλαδή που οι δύο χαρακτήρες είναι φυγάδες. Κάποια από τα επεισόδια εκεί η Le Guin επιλέγει να τα δώσει και από τους δύο αφηγητές – και με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δίνει έμφαση σε αυτό που είναι ο αισθητικός πυρήνας του βιβλίου (η εικόνα που την ενέπνευσε, με το έλκηθρο στο χιόνι) αλλά και βάθος στην αφήγηση. Το κάνει λίγο όμως, για να μην κουράσει. Στο κεφάλαιο 16, και μετά στο 18 (μεσολαβεί ένας μύθος) βλέπουμε ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα, αλλά από την οπτική των δύο πρωταγωνιστών.
Τα κεφάλαια που παρουσιάζουν θρύλους του πλανήτη, έχουν διπλή λειτουργία – μας εξοικειώνουν περαιτέρω με τον κόσμο αυτόν, με το αξιακό του σύστημα, με τις πνευματικές και ψυχικές του δομές… το πρώτα όμως, είναι και ενδείξεις για το παρελθόν του πρωταγωνιστή του βιβλίου, του Έστραβεν.
Η γλώσσα του βιβλίου – θεωρείται πολύ ποιητική σε κάποια σημεία, έχει μια υποβλητικότητα. Μια από τις επικρίσεις που δέχεται το βιβλίο, ωστόσο, είναι ότι ο Άι μιλάει πολύ όμορφα, με ακρίβεια, με πλούτο – έχει ποιητικότητα στο πως περιγράφει, και αυτά έρχονται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του, ειδικά στο πρώτο μέρος. Μετά από το 14 κεφάλαιο η γλώσσα και ο χαρακτήρας του ταιριάζουν περισσότερο.
Μεγάλη κριτική δέχεται το βιβλίο για το ότι η Le Guin χρησιμοποιεί την αρσενική αντωνυμία, ενώ περιγράφει πλάσματα δίχως gender.. Λέει τον Έστραβεν He. Αυτό είναι αστοχία της, το έχει παραδεχτεί και η ίδια. Για πολλούς αναγνώστες οι Γκεθενιανοί «είναι άντρες» που συχνά γίνονται γυναίκες… αλλά η πρότασή μου είναι όταν το διαβάσετε να έχετε το μυαλό σας πως είναι και τα δύο, αλλά και τίποτε από τα δύο. Μην πέσετε στην παγίδα να τον βλέπετε ως άντρα, αλλά ούτε και ως γυναίκα. Δείτε τον ως όλα αυτά μαζί.
Η UlG θεωρεί πως η ΕΦ δεν αφορά το μέλλον, αλλά το παρόν μας – και μπορεί να λειτουργήσει ως αποκάλυψη κρυμμένων μυστικών για τον εαυτό μας. Είναι ένα πείραμα φαντασίας και στοχασμού, που δημιουργεί ερωτήσεις, προκλητικές αλλά και ουσιαστικές, οι οποίες θα μας οδηγήσουν σε πιο ανοιχτό και πιο ανατρεπτικό τρόπο σκέψης. Δεν δέχεται την πραγματικότητα ως δεδομένη, ως αναντίρρητη, την ανατρέπει, την ακυρώνει σε βασικά της δομικά στοιχεία, και προσπαθεί να αναζητήσει την ουσία της και την μεγάλη της αλήθεια – μέσω της μυθοπλασίας. Έχει πει για το ΑΧΤΣ ότι της φαινόταν ως μια εξ ορισμού αποτυχία. Δεν έχει το δημοσιογραφικό στιλ που τότε ήταν δεδομένο στην ΕΦ, η δομή του είναι πολύπλοκη, ο ρυθμός σχετικά αργός, και δεν έχει μόνο άντρες ήρωες. Παρόλα αυτά, διαβάστηκε και διαβάζεται πάρα πολύ, αναλύθηκε και αναλύεται, πούλησε και πουλάει… Ίσως ο τρόπος που η LeGuin αφηγείται την ιστορία του Εστράβεν, που κάνει μια σειρά από γεγονότα εντελώς απίστευτα και βγαλμένα από τον χώρο της φαντασίας, πραγματικά – και όχι μόνο πραγματικά αλλά και επίκαιρα, που μας αφορούν – και όχι μόνο επίκαιρα, αλλά και επιδραστικά, με την έννοια πως μας προκαλούν σκέψη, στοχασμό, και γιατί όχι, αλλαγή… ίσως αυτά να είναι η μεγάλη αξία και η εξήγηση της επιτυχίας του βιβλία - ούτε τα βραβεία, ούτε η ακαδημαϊκή αναγνώριση, ούτε οι πωλήσεις… το γεγονός ότι η ULG κάνει τόσο πειστικό έναν κόσμο κυριολεκτικά εξωπραγματικό. Και στην διαδικασία μας κάνει να στοχαστούμε για το ποιο είμαστε, και για το νόημα της ζωής.
Όπως ξεκινά και το βιβλίο…
«Θα γράψω την αναφορά μου σαν να αφηγούμαι μια ιστορία, επειδή διδάχτηκα παιδί, στον πλανήτη μου, ότι η Αλήθεια είναι υπόθεση της φαντασίας. Η αποδοχή ή η άρνηση ακόμα και του πιο αναμφίβολου δεδομένου εξαρτάται από τον τρόπο που θα ειπωθεί…»
Βαγγέλης Προβιάς, Νοέμβρης 2019