William S. Faulkner
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ο William Faulkner, ίσως ο πιο αναγνωρισμένος διαχρονικά Αμερικανός συγγραφέας, νομπελίστας μόλις στα 52 του, o συγγραφέας των συγγραφέων, γεννήθηκε το 1897, στο New Albany του Μισισιπή, στις 25 Σεπτεμβρίου. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα παιδιά της Murry Cuthbert και του Maud Butler Falkner, και είχε εντυπωσιακή οικογενειακή ιστορία. Η οικογένειά του εμπλεκόταν σε κάποια ιστορικά γεγονότα της πολιτείας του Μισισιπή, υπήρξαν για αυτήν και καλύτερες εποχές, αν και δεν θα λέγαμε πως ήταν ξεπεσμένη. Πάντως ο πιο ισχυρός και «καθοριστικός» πρόγονος του William ήταν ο προπάππος του ο William Clark Falkner – του οποίου είχε το όνομα. Εκείνος είχε πολεμήσει στον Εμφύλιο, όπου είχε διακριθεί για τον ηρωισμό του, και ήταν μια προσωπικότητα πολύ βίαιη, πολύ ιδιαίτερη… μέσα σε όλα είχε φτιάξει ένα μικρό τοπικό σιδηροδρομικό δίκτυο, και είχε γράψει και ένα σχετικά επιτυχημένο ρομαντικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το Λευκό Ρόδο του Μέμφις». Ο μπαμπάς του William ήταν μια σχετικά συνηθισμένη προσωπικότητα, αλλά η μαμά του ήταν μια πραγματική διανοούμενη της εποχής, αγαπούσε πολύ τις τέχνες, αφηγείτο ιστορίες, διάβαζε ποίηση και απολάμβανε την ζωγραφική.
Η οικογένεια Faulkner έφυγε νωρίς από την γενέθλια πόλη, μετακόμισε στην αρχή στο Ripley και μετά στην Oxford, την πρωτεύουσα της κομητείας και μεγαλύτερη πόλη της. Εκεί o William είχε μια τυπική ανατροφή Νοτίου. Είχε το δικό του άλογο, τον έμαθαν να χρησιμοποιεί όπλο, να κυνηγάει. Ταυτόχρονα άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία αφηγήσεων τα οποία αργότερα τα μετουσίωσε και τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον λογοτεχνικό του κόσμο:
Ποια ήταν τα βασικά του χαρακτηριστικά του Νότου, πολύ συνοπτικά: η γεωγραφία, το τοπίο – το ιστορικό φορτίο της δουλείας, που προκάλεσε την μεγάλη καταστροφή του εμφυλίου – η ταπεινωμένη συνείδηση και το προσβεβλημένο αίσθημα κοινότητας των Νοτίων – τα ήθη και τα έθιμα προφανώς – οι λαϊκοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί, η προφορική παράδοση – οι οικογενειακή δομή με τις ιδιαιτερότητές της (τα εν οίκω μη εν δήμο…) – ιστορικά γεγονότα – τοπωνύμια, φανταστικά μα και πραγματικά – τοτεμικά σύμβολα αλλά και ισχυρές προσωπικότητες του παρελθόντος – ήρωες με φρικτές πλευρές και καθάρματα με ιδιότητες αγγελικές.
Ο WF δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής μαθητής, μάλιστα δεν ολοκλήρωσε καν το Λύκειο, όμως διάβαζε, από πάρα πολύ μικρή ηλικία, φανατικά, με αφοσίωση και με πάθος. Ήταν αυτοδίδακτος στην λογοτεχνία. Εδώ, στην εφηβική του ηλικία, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας φίλος οικογενειακός, ο Phil Stone. Ήταν δικηγόρος, με πάθος για την λογοτεχνία και το διάβασμα – και ήταν αυτός ο οποίος προμήθευε τον έφηβο WF με βιβλία και με περιοδικά, του δακτυλογραφούσε τις πρώτες ιστορίες για να τις στείλει σε λογοτεχνικά περιοδικά, έπαιξε τον ρόλο του άτυπου ατζέντη του, και μάλιστα, υπάρχουν και κάποιες ισχυρές ενδείξεις ότι πολλά από τα πρόσωπα – σύμβολα που δημιούργησε ο WT στα έργα του, βασίζονταν σε άτομα από την οικογένεια του Phil Stone. Ήταν σίγουρα μια καθοριστική σχέση, σχέση μέντορα. Για να μάθετε περισσότερα υπάρχει μια βιογραφία του, με τίτλο Phil Stone of Oxford, Α Vicarious Life.
Το 1918, παθιασμένος με τον μεγάλο πόλεμο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης και του γεγονότος πως είναι πολύ κοντός για να τον κάνουν δεκτό στον Αμερικανικό Στρατό, πλαστογραφεί ένα έγγραφο που «αποδεικνύει» πως είναι Βρετανός, και κατατάσσεται στην Βρετανική Αεροπορία στον Καναδά. Αλλά δεν πήγε ποτέ στην μάχη, καλά καλά δεν τελείωσε την βασική εκπαίδευση, διότι συνθηκολόγησαν οι δυνάμεις του Άξονα. Επιστρέφει στα Νότια, γράφεται στο πανεπιστήμιο για να κάνει κάποια μαθήματα, εκμεταλλευόμενος το ψέμα ότι είχε υπηρετήσει, και γράφει ποίηση και διηγήματα. Γενικά προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του καταραμένου ποιητή που έχει ζήσει την τραγωδία του πολέμου, μάλιστα για κάμποσα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του περίπου, γινόταν αποδεκτή αυτή η εκδοχή της ιστορίας της ζωής του. Έπειτα, ήρθε η δόξα και η αναλυτική μελέτη της ζωής και του έργου του και όλα αυτά αποσαφηνίστηκαν. Πρέπει εκείνο το διάστημα να υπάρχει ένταση και πρόβλημα στην ζωή του, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος πως επειδή ήταν πρωτότοκος «όφειλε» να εργάζεται, να φέρνει ψωμί, να είναι ισάξιος με τα standards του πατέρα, ίσως και του στρατιωτικού, γενναίου προγόνου, και όχι να περιφέρεται αλλάζοντας δουλειές και προσπαθώντας να γράψει και να γίνει αξιοσέβαστος συγγραφέας.
Πηγαίνει στην Νέα Υόρκη όπου εργάζεται σε ένα βιβλιοπωλείο, για πολύ λίγο, τρεις μήνες, ως γραφιάς, αλλά είναι δύσκολη η ζωή στην μεγάλη πόλη, οπότε επιστρέφει στην Oxford, και πιάνει δουλειά στο ταχυδρομείο του πανεπιστημίου όπου ο πατέρας του εργάζεται ως στέλεχος, διοικητικό. Και εκεί δεν αντέχει, είναι άθλιος στην δουλειά του, πετάει γράμματα επειδή βαριέται να τα παραδώσει, ή αγνοεί τους πελάτες που έρχονται να αγοράσουν γραμματόσημα επειδή διαβάζει μανιωδώς… τελικά παραιτείται, με μια πολύ θυμωμένη επιστολή. Όλο αυτό το διάστημα γράφει και διαβάζει πολύ, ξενυχτά πάνω από τα χαρτιά του.
Το 1924 δημοσιεύει, με την οικονομική βοήθεια του Phil Stone, ένα μακρύ ποίημα βουκολικό, με τίτλο ο Μαρμάρινος Φαύνος, από το έργο του Nathaniel Hawthorne, ενώ συνεχίζει να γράφει και ιστορίες. Αγνοούνται λίγο όλα αυτά, και ο νεαρός φιλόδοξός αναχωρεί για την Νέα Ορλεάνη, η οποία είναι λογοτεχνικό κέντρο την εποχή εκείνη. Εκεί ζει μεταξύ άλλων και ο Sherwood Anderson, πολύ διάσημος συγγραφέας της εποχής. Είναι ενδεικτικό για το αξιακό σύστημα του WF πως επιδιώκει να τον γνωρίσει επειδή εκείνος έχει γράψει μια ιστορία, I Am A Fool, που ο νεαρός θεωρεί ότι είναι η καλύτερη που έχει γραφτεί ποτέ στην Αμερικάνικη Λογοτεχνία.
Ο Άντερσον επηρέασε πολύ τον William. Τον ενθάρρυνε να γράφει για τις προσωπικές του εμπειρίες, και να εμπνευστεί από τον κόσμο όπου γαλουχήθηκε. Ο Άντερσον όπως και ο Faulkner αργότερα, χρησιμοποιούσε μαύρους ως καλούς, λογικούς χαρακτήρες, αντιδιαστολή στους πειραγμένους, βίαιους, τσακισμένους λευκούς. Τον κατεύθυνε πώς να χρησιμοποιήσει το υλικό από την γενέτειρά του – και να συνειδητοποιήσει ότι από το τοπικό μπορεί να προκύψει κάτι πανανθρώπινο. Επίσης, ο Anderson έγραφε πολύ για τον αγροτικό κόσμο, τον ειδυλλιακό, που ήταν σε αντιδιαστολή με τον σύγχρονο, βιομηχανικό, ο οποίος και τον κατέστρεφε. Τέλος, η θεωρία του γκροτέσκου που διέπει πολλά από τα έργα του WF, πρωτοσχηματίστηκε σε έργα του Sherwood Anderson.
Μετά από σύσταση του Andrerson ταξιδεύει για μερικούς μήνες στην Ευρώπη, περνά μερικές εβδομάδες στο Παρίσι (ο Anderson είχε στείλει και τον Hemingway εκεί) και με την επιστροφή του γράφει δύο έργα – «Η Πληρωμή του Στρατιώτη» και «Κουνούπια». Το πρώτο είναι καλό, έχει αρετές, το δεύτερο, αρκετές αδυναμίες. Το ένα αφορά την αίσθηση της αποξένωσης που αισθάνονται οι Αμερικανοί στρατιώτες που επιστρέφουν στην πατρίδα από την πρωτοφανή φρίκη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, το δεύτερο είναι μια σάτιρα της λογοτεχνικής σκηνής της Νέας Ορλεάνης – μπορεί όμως να διαβαστεί ως αποτύπωση και διακήρυξη καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας του νεαρού συγγραφέα. Και τα δύο εκδίδονται με μεσολάβηση του Sherwood, ενώ το πρώτο ήταν επιπλέον και δική του ιδέα.
Επιστρέφει στην πατρίδα του στο Μισισιπή, κάνει διάφορες δουλειές, προσωρινές, του ποδαριού, και γράφει γράφει γράφει γράφει. Θέλει να αποδείξει ότι είναι σημαντικός συγγραφέας, ότι έχει σοβαρότητα. Στέλνει ιστορίες προς δημοσίευση, που απορρίπτονται, και ολοκληρώνει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, το Flags in the Dust, το οποίο είναι γύρω στις 150 χιλιάδες λέξεις. Το στέλνει στον εκδότη του, ο οποίος το απορρίπτει μετά βδελυγμίας. Του λέει όχι μόνο ότι δεν επιθυμεί να το εκδώσει, αλλά και ότι δεν πρέπει να το στείλει σε κανέναν άλλον προς δημοσίευση γιατί αποκλείεται κάποιος να το θέλει. Ο WF απογοητεύεται βαθύτατα, παρόλα αυτά, στέλνει το βιβλίο σε φίλους να το διαβάσουν. Και εκείνοι του λένε τα ίδια. Περνά μερικούς βασανιστικούς μήνες να του κάνει edit, το στέλνει στον ατζέντη του εκ νέου με την παράκληση να προσπαθήσει να το πουλήσει, και, τότε όσο περιμένει κάποιο καλό νέο, κάνει ένα μαγικό βήμα. Μετουσιώνει την απόλυτη απογοήτευσή του, την πίκρα του για το γεγονός πως το βιβλίο που πίστευε και αγαπούσε και θεωρούσε πως θα τον καθιερώσει απορρίπτεται, σε ενέργεια πράξης. Αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο το οποίο δεν τον ενδιαφέρει αν και πώς θα αρέσει, για το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη ούτε αγορά, ούτε λογοτεχνικό κατεστημένο, ούτε φίλους, ούτε συνεργάτες, ούτε μέντορες. Το γράφει για να ευχαριστηθεί και να το απολαύσει ο ίδιος.
Το αποτέλεσμα είναι το έργο του που σήμερα θεωρείται το σημαντικότερό του, αυτό που όχι μόνο χαρακτηρίζει αλλά και διαμόρφωσε εν πολλοίς την Αμερικανική Λογοτεχνία, το The Sound And The Fury.
Το τελειώνει, το αφήνει στην άκρη, και τότε μαθαίνει πως ο ατζέντης του κατάφερε να πουλήσει το Flags in The Dust, πως το βιβλίο θα εκδοθεί, αρκεί όμως να κοπεί – και το κόψιμο να μην τον κάνει ο WF, αλλά ο ίδιος ο εκδότης. Πράγματι… Από τις 150 χιλιάδες λέξεις, πήγε στις 110, και από Flags in The dust, έγινε Sartoris – δεν έχει καταγράψει η ιστορία ποιος έδωσε αυτόν τον τίτλο. Πάντως το ολοκληρωμένο έργο κυκλοφόρησε το 1973, το Sartoris σταμάτησε να εκδίδεται, με δεδομένο πως ο συγγραφέας του θεωρούσε το κομμένο πολύ υποδεέστερο του πρωτότυπου. Στην Ελλάδα το 2001 κυκλοφόρησε η περικομμένη εκδοχή του. Είναι σημαντικό έργο για την καλλιτεχνική πορεία του WF διότι για πρώτη φορά σχηματίζει τον κόσμο του – τον κόσμο της κομητείας Γιοναπατόφα, που τελικά γίνεται το θέατρο για τα περισσότερα και πιο σημαντικά του έργα.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το The Sound and the Fury, και την επόμενη, το 1930 βγαίνει το As I Lay Dying, το άλλο μεγάλο του μυθιστόρημα. Αξίζει να πούμε μερικά παραλειπόμενα. Ο συγγραφέας είπε ότι το έγραψε μέσα σε έξι εβδομάδες, δουλεύοντας από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 4 το πρωί, εργαζόμενος ως φύλακας σε ένα εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό το βιβλίο είναι που τον τοποθετεί, μαζί με τον James Joyce και την Virginia Woolf στην τριάδα των μεγάλων μαστόρων και πρωτοπόρων της συνειδησιακής ροής. Είναι και αυτό, μαζί με το The Sound and The Fury, σε όλες τις λίστες με τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά έργα του κόσμου, ένα δυνατό, απαιτητικό μυθιστόρημα με βαθιά πρωτοτυπία και επινοητικότητα. Σπάει πολλές από τις συμβάσεις όχι μόνο των συντηρητικών δεδομένω της αφήγησης αλλά ακόμα ακόμα και του εσωτερικού μονολόγου, όσο και της συνειδησιακής ροής – που τότε ήταν πολύ καινούργιες και ανεξερεύνητες περιοχές!
Η έκδοση των δύο αυτών πολύ δύσκολων και πρωτοποριακών για την εποχή τους μυθιστορημάτων ήταν εξαιρετικής σημασίας για τον WF. Σε επίπεδο τεχνικό, του έδωσαν την αυτοπεποίθηση να συνεχίσει να ψάχνει νέα θέματα, νέες αφηγηματικές τεχνικές, νέες προσεγγίσεις. Επίσης, ήταν πολύ καλές σπουδές (εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκαν οι καλύτερες) για την υλοποίηση του κόσμου που είχε φανταστεί. Εξίσου σημαντικά όμως ήταν και σε επίπεδο ψυχολογικό, του επέτρεψαν να "αποφασίσει" ότι δεν ήθελε να βρίσκεται στα λογοτεχνικά κέντρα της εποχής του, στον ανταγωνισμό, στις δημόσιες σχέσεις και στις κοινωνικές υποχρεώσεις, στην αγορά. Υλοποίησε το όνειρο του, να αφοσιωθεί στο γράψιμο ζώντας σε μια πρακτικά απομονωμένη και απομακρυσμένη πόλη, και μάλιστα σε μια φάρμα.
Το 1929 παντρεύεται τελικά την γυναίκα που εν μέρει εξαιτίας της είχε πάει στον Καναδά, αφού εκείνη χώρισε από τον πρώτο της άντρα. Έχοντας αποδείξει τον εαυτό του στον εαυτό του, και επειδή χρειάζεται τα χρήματα, αποφασίζει μετά τα δύο σπουδαιότερα μυθιστορήματά του να γράψει κάτι εμπορικό, κάτι εντυπωσιακό, κάτι που θα πουλήσει πολύ. Εκδίδει λοιπόν το Sanctuary, μια ιστορία για έναν βιασμό, μια sensationalistic story, όπως την έλεγε ο ίδιος. Με την σκανδαλώδη σκηνή όπου ένας ανίκανος γκάγκστερ βιάζει με ένα καλαμπόκι μια γυναίκα. Πράγματι, το βιβλίο πήγε καλά, πήρε πολλές κριτικές και πούλησε και πολύ, και προκάλεσε ευρύτερα μεγάλο ενδιαφέρον για τον συγγραφέα από τον Νότο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κινηθούν και τα προηγούμενά του βιβλία. Φεβρουάριο του 1931 βγήκε, στην πραγματικότητα το είχε γράψει, στην αρχική του μορφή, πριν από το As I Lay Dying, αλλά το άλλαξε πολύ στην διαδικασία της έκδοσης. Μάλιστα αναφέρεται ότι έκανε πολλές αλλαγές αφού του είχαν στείλει τα τυπογραφικά δοκίμια, λίγο πριν την εκτύπωση.
Τα επόμενα χρόνια ο WF μόνο γράφει, και για ξεκούραση και ανάπαυλα, κυνηγάει και κάνει μαστορέματα στο πολύ ωραίο σπίτι του στην Οξφόρδη. Το εισόδημά του ήταν κάπως ασταθές, αλλά γενικά τα έβγαζε πέρα. Όταν τέλειωσαν τα χρήματα από το Sanctuary, άρχισε να γράφει σενάρια για το Hollywood, ή έκανε τον γιατρό σεναρίων. Ήταν κάτι το οποίο μισούσε αλλά το έκανε επιτυχημένα – από άποψη εσόδων τουλάχιστον. Όταν πήγε στο LA, έπαιρνε 1000 με 2000 δολάρια την εβδομάδα, ως διάσημος συγγραφέας. Η τιμή έπεσε όσο έφθινε η φήμη του, προς τα μέσα του 1940, έφτασε τα 300, αλλά και πάλι, αυτά ήταν καλά χρήματα. Τελικά το 1945 η απογοήτευση των μη γυρισμένων σεναρίων και του χρόνου που σπαταλούσε εις βάρος των σημαντικών του καθηκόντων τον έκαναν να στείλει ένα γράμμα στο πρόεδρο της Warner όπου παραιτείτο. Έχουν βγει κάποια σενάριά του, σε βιβλία, ενώ υπάρχουν και μερικές ταινίες με δικό του σενάριο. Σε μια από αυτές παίζει ο Humphrey Bogart και η Lauren Bacall, ενώ βασίζεται σε μυθιστόρημα του Hemingway - To have and have not, ο τίτλος. Στα γυρίσματα για αυτήν την ταινία οι δύο πρωταγωνιστές ερωτεύτηκαν. Επίσης έγραψε το σενάριο για ακόμη μια ταινία με πρωταγωνιστές αυτό το δίδυμο, The Big Sleep, που βασίζεται σε βιβλίο του Raymond Chandler.
Ακολουθεί το μυθιστόρημα Light In August, το 1932 – και το 1935 κυκλοφορεί ένα βιβλίο εκτός της αγαπημένης του περιοχής. Ονομάζεται Pylon – βασίζεται στην αγάπη του WF για τα αεροπλάνα, μάλιστα είχε αγοράσει και ο ίδιος ένα, το οποίο το χάρισε στον αδελφό του για να τον ωθήσει να γίνει επαγγελματίας πιλότος. Και, η τραγωδία, ο αδελφός του σκοτώνεται, εκείνη την χρονιά, ενώ η γυναίκα του αδελφού είναι έγκυος στην κόρη τους. Ο WF μεταφέρει κάτι από την φρίκη και την ενοχή του στο μυθιστόρημα που δουλεύει εκείνη την εποχή, το Absalom Absalom, άλλο ένα από τα μεγάλα του κείμενα. Κατά πολλούς είναι το πραγματικά καλύτερό του.
Είναι οικογενειάρχης, είναι πατέρας, είναι σεναριογράφος, είναι και πότης. Γίνεται συχνά μνεία στον αλκοολισμό του – αλλά νομίζω για λάθος λόγους. Πολλοί «τεμπέληδες» συγγραφείς θεωρούν ότι έγραφε μεθυσμένος. Δεν έγραφε μεθυσμένος, αντίθετα, όταν δούλευε ένα μυθιστόρημα, δεν έπινε ούτε σταγόνα. Όμως όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα, για κάμποσο καιρό κάνει binge drinking. Το ότι έπινε είναι σημαντικό, διότι το ποτό συνέβαλε στην κακή του υγεία, και τελικά στον σχετικά πρόωρο θάνατό του.
Πηγαινοέρχεται στην Καλιφόρνια, για τα σενάρια, ξεσπά ο πόλεμος, υπάρχουν περιορισμοί στην διάθεση χαρτιού, αλλά και ο ίδιος παλεύει περισσότερο τα έργα του. Και η φοβερή ειρωνεία… Στα μέσα της δεκαετίας του 40 τα βιβλία του δεν υπάρχουν ούτε σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Όμως το 1946 βγαίνει ένας τόμος με τα καλύτερά του έργα, σύμφωνα με τον πολύ επιδραστικό κριτικό Malcolm Cowley ο οποίος έγραψε και μια εξαιρετική, αν και με λάθη, εισαγωγή. (Με το ψεματάκι περί συμμετοχής σε μάχες.) Ύστερα, η μεγάλη έκρηξη. Το βραβείο Νόμπελ. Για το πως ανανέωσε την Αμερικανική λογοτεχνία.
Τον κάνει πασίγνωστο, φυσικά, αλλά και αλλάζει την ζωή του. Η ικανοποίηση της φιλοδοξίας με τον καλύτερο τρόπο ίσως του έβαλε φρένο στην συγγραφική δραστηριότητα. Ίσως πάλι, απλώς να ήταν μεγάλος και κουρασμένος. Πάντως τα καλύτερά του έργα τα έγραψε ενώ ήταν στα πρόθυρα του συγγραφικού και λογοτεχνικού κατεστημένου. Πριν καταξιωθεί.
Τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του η παραγωγή του είναι σταθερή, κάτι που είναι αξιοθαύμαστο αν αναλογιστούμε πως κάνει πάρα πολλά ταξίδια, πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις, και πολλές κραιπάλες με ποτό. Γίνεται και πιο εξωστρεφής, ταξιδεύει ως «πρέσβης» του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας του σε όλο τον κόσμο (πέρασε και από την Ελλάδα), δίνει ομιλίες, παίρνει θέση για σημαντικά θέματα, ειδικά αυτά που τον αφορούν, όπως η δουλεία.
Πεθαίνει το 1962 από καρδιακή προσβολή, είχε όμως ήδη ταλαιπωρημένη υγεία – είχε πέσει δύο φορές από άλογο, και είχε τραυματιστεί σοβαρά, ήταν και το ποτό. Η ηλικία του, 64 ετών.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Το να πούμε ότι ο William Faukner είναι από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς όλων των εποχών, είναι understatement. Η επιρροή του μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή των σπουδαίων Ρώσων του 19ου αιώνα. Δεν νομίζω πως στον αιώνα μας και στον προηγούμενο, υπήρξαν άλλοι συγγραφείς με τέτοια αποδοχή. Είναι σίγουρο πως είναι ο Αμερικανός συγγραφέας για τον οποίο έχουν γραφτεί τα περισσότερα άρθρα και βιβλία, από ακαδημαϊκούς και άλλους. Τον αναφέρουν ως σημαντικότατη επιρροή πάρα πάρα πολλοί σπουδαίοι σύγχρονοι συγγραφείς, μεταξύ αυτών και η Τόνι Μόρρισον.
Βέβαια, στην αποδοχή αυτή υπάρχουν κάποιες υποσημειώσεις. Σημαντικές. Είναι καταρχήν συγγραφέας συγγραφέων – όχι αναγνωστών. Υπάρχουν αναγνώστες που πίνουν νερό στο όνομά του, αλλά υπάρχουν και εκείνοι (και όχι λίγοι) που ξεκάθαρα και δίχως δισταγμό, τον κατηγορούν για περιττή επιτήδευση, για υπερβολική και αναίτια απροθυμία συνεργασίας με τον αναγνώστη.
Το ήξερε, φυσικά, ο ίδιος ότι τα έργα του είναι σχετικά δυσπρόσιτα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε. Ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να εξηγήσει οτιδήποτε. Ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Ή εξηγούσε κάτι και λίγα χρόνια μετά το εξηγούσε ξανά, αλλά αντιφατικά. Γενικά, προς τα έξω είχε μια στάση αδιαφορίας. Δεν έδινε συνεντεύξεις, σε αντίθεση με άλλους, οι επιστολές του ήταν πάρα πολύ ψυχρές και επαγγελματικές, σαν να μην ήθελε να αποκαλύπτεται. Η κρυπτικότητα, η ανάγκη αποκωδικοποίησης που χαρακτηρίζει τα έργα του, χαρακτηρίζει και την σχέση του με τους ανθρώπους και τους αναγνώστες/κριτικούς. Αλλά από την άλλη πλευρά, να οι επιστολές όλο αγωνία στους εκδότες και τους συνεργάτες του. Να ο θυμός και η πίκρα όταν του απέρριπταν έργα. Το σίγουρο είναι πως είχε μια βαθιά ιδιοσυγκρασιακή σχέση με την γραπτή αφήγηση. Σε όλες τις πτυχές της. Από το πολύ προσωπικό και ατομικό κομμάτι της, αυτό που κάνει μόνος του δηλαδή ο συγγραφέας στο χαρτί, μέχρι το εξωστρεφές και το εμπορικό, αυτό που έχει να κάνει με την αγορά και με την προώθηση του βιβλίου.
Ένας ειδικός του έργου του λέει πως ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί τον εαυτό του ως μέλος σώματος ενόρκων. Μια παρέλαση από μάρτυρες περνά μπροστά του, ο καθένας έχει την δική του εκδοχή, την δική του οπτική, και ο αναγνώστης χρειάζεται να καταλήξει ο ίδιος και να αποφασίσει τι συνέβη, πότε και που. Όπως βέβαια και το ποιος λέει την αλήθεια. Και ίσως ακριβώς σε αυτό το σημείο να κρύβεται και η διάνοια του WF. Δεν άλλαξε απλώς την αφήγηση. Δεν δημιούργησε έναν νέο τρόπο γραφής. Άλλαξε τον τρόπο που σχετιζόμαστε με την αφήγηση, με την γραφή. Κατά έναν τρόπο έκανε την ανάγνωση πραγματικά διαδραστική, και συμμετοχική, με έναν ακόμα πιο σημαντικό τρόπο από το να ντύσουμε με την φαντασία μας τα πρόσωπα, τους χώρους.
Μπαίνοντας στον κόσμο του βιβλίου, χάνεσαι για τα βασικά. Δεν μπορείς να πεις ποιος είναι άντρας, ποιος γυναίκα, ποιος λευκός και ποιος μαύρος, ποιος νεός ή γέρος, φίλος ή ξένος. Αθώος ή ένοχος. Αλλά και το παρελθόν και το μέλλον, το παρόν, ανταγωνίζονται ποιο θα κυριαρχήσει στο μυαλό. Ταυτόχρονα, αλληλοσυμπληρώνονται. Έχουμε και πολλές διαφορετικές προοπτικές, επικεντρωμένες μαζί σε πολύ «στενές» και συγκεκριμένες στιγμές στον χρόνο.
Να του δώσουμε τα εύσημα επίσης για το ότι χαρτογράφησε την φαντασία… δημιούργησε συμβολικούς κόσμους, όταν ακόμα υπήρχαν ανεξερεύνητες πτυχές του κανονικού, του πραγματικού.
Και φυσικά ήταν και ο "πάπας" της Γοτθικής λογοτεχνίας του Νότου. Ποια είναι τα βασικά της στοιχεία: Σαρωτικό δράμα, σχεδόν υπερβολικό, αλλά στα πολύ στενά, ασφύκτικα πλαίσια της ζωής στην πολύ απομακρυσμένη επαρχία. Παιχνιδιάρικη διάθεση, και χιούμορ κάπως αμφιλεγόμενο, με μια αίσθηση ειρωνείας. Τσαγανό, καθόλου απολογητική διάθεση!
Οι πόλεις βράζουν από την οργή των λευκών για τον χαμένο πόλεμο, αλλά και από τους σκλάβους που θέλουν να ξεσηκωθούν. Οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν τις τους χτύπησε και τα πράγματα δεν πάνε καλά, και να κατανοήσουν έναν κόσμο που έχει προχωρήσει, και μοιάζει να τους έχει αφήσει πίσω. Οι παραδόσεις της οικογένειας έχουν δώσει την θέση τους σε διαμάχες για το ελάχιστο από την περιουσία που έχει απομείνει, και sτην σύγχυση.
Σημαντικό ρόλο παίζει η ιδιαίτερη αίσθηση του τόπου. Οι βεράντες με τις κουνιστές καρέκλες, οι κανάτες με την λεμονάδα, οι μονοκατοικίες που ρημάζουν, οι σκονισμένοι δρόμοι, οι εκκλησίες, η υγρασία… Οι απομονωμένες φυτείες, ρημαγμένες, που κάποτε είχαν χιλιάδες σκλάβους, με καλλονές γεροντοκόρες με υπερβολικές απαιτήσεις, πόλεις παρηκμασμένες και ερημικές, βάλτοι και γοητεία… Βασίζεται στο φολκλόρ, στο suspence, στις προφορικές παραδόσεις και στην τοπική ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων.
Σημαντικό είναι ότι στην λογοτεχνία αυτή το βασικό δεν είναι τόσο η πλοκή και το setting, αλλά οι χαρακτήρες. Οι οποίοι είναι κάπως πειραγμένοι – αλλά και ποιος άνθρωπος να τον παρατηρήσεις προσεκτικά δεν είναι πειραγμένος κάπως; Αυτοί λοιπόν οι ιδιαίτεροι άνθρωποι, με αυτήν την ιδιαίτερη ιστορία σε αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο, έρχονται αντιμέτωποι με κάποια κομβική στιγμή – όπου πρέπει να δοκιμαστεί η ηθική τους, η αθωότητά τους, όπου τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν κάτι κακό και να κερδίσουν ή κάτι καλό και να χάσουν. Μέσω αυτών των διλλημάτων οι συγγραφείς εξετάζουν την ευρύτερη ανθρώπινη κατάσταση, σε άξονες που έχουν να κάνουν πολύ με την αγάπη και με την απώλεια. Επίσης, εξερευνούν πως είναι να αισθάνεσαι ξένος σε ξένο τόπο, στον οποίο όμως γεννήθηκες και μεγάλωσες και έζησες όλη σου την ζωή. Όλα αυτά σε ιστορίες που η αφηγηματική τους ώθηση δεν είναι σε επίπεδο γεγονότων, αλλά συναισθημάτων.
Ακόμα, δεν είναι τυχαίο που κάποιες από τις πιο σπουδαίες συγγραφείς του ρεύματος αυτού είναι γυναίκες – ίσως η περιθωριακή θέση τους εκείνη την εποχή τις εξόπλισε με ένα βλέμμα πιο έκκεντρο, πιο ιδιαίτερο, ενδεχομένως και πιο εσωτερικό.
Στην πλειοψηφία των γοτθικών ιστοριών του νότου υπάρχει ένας κομβικός χαρακτήρας, ή κάποιος πολύ κοντά τους που είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες. Γενικά, φυσιολογικοί, μέσοι χαρακτήρες είναι κάτι σπάνιο. Αυτό δεν είναι μόνο αντικειμενικό – λόγω αιμομιξίας, για παράδειγμα, που είναι υπόγειο θέμα στην λογοτεχνία αυτή, ή λόγω κάποιας αρρώστιας ή τραύματος, αλλά και υποκειμενικό. Αυτό προαναφέρθηκε, αν παρατηρήσεις προσεκτικά έναν άνθρωπο θα το δεις ότι είναι, ή ότι μπορεί να γίνει, φρικιό! Και αυτό πετυχαίνει όχι μόνο να δείξει στους αναγνώστες την μοναδικότητα του μυθιστορήματος και των συνθηκών που περιγράφει, του Νότου, αλλά και να μας συνδέσει με την δική μας φρικιαστική πλευρά…
Επίσης, η φυλακή, συχνά κυριολεκτικά, συνήθως μεταφορικά, παίζει ρόλο στις γοτθικές ιστορίες του νότου. Το να είσαι εγκλωβισμένος σε έναν τόπο που δεν μπορείς να φύγεις, αλλά και σε μια προκατάληψη, σε μια μοίρα, σε ένα ψυχικό τοπίο.
Η βία, είναι και αυτή σημαντικό στοιχείο – όχι μόνο ως ξέσπασμα, στην αφηγηματική κορύφωση, αλλά και ως παράγοντας διαμόρφωσης των χαρακτήρων του βιβλίου. Η βία και του εμφυλίου αλλά και του αγώνα για ισότητα.
Οι πρώτοι συγγραφείς που έκαναν διάσημη την Γοτθική λογοτεχνία του Αμερικανικού Νότου ήταν οι Edgar Allan Poe, Nathaniel Hawthorne and Ambrose Bierce. Ο WF είναι ο πιο κοντινός και αναγνωρισμένος πρωτοπόρος της, και μετά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, πολύ επιτυχημένα ακολούθησαν το παράδειγμα του οι Tennessee Williams, Truman Capote, Flannery O'Connor, Cormac McCarthy, Carson McCullers, Eudora Welty.
ΒΟΥΗ ΚΑΙ ΜΑΝΙΑ.
Ας δούμε καταρχήν μερικά πράγματα που ο ίδιος ο WF είπε για το βιβλίο αυτό.
Μερικά σημεία κλειδιά:
That struts and frets his hour upon the stage,
And then is heard no more; it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing.
Για αυτό και πολλοί λένε πως ο χαρακτήρας κλειδί του έργου είναι ο Benjy, που για κάποιους συμβολίζει τον Χριστό.
Όπως σε όλα τα έργα του WF, υπάρχει και εδώ μια συμβολική λειτουργία των προσώπων. Κάτι που γίνεται συχνά στα έργα του, αλλά και σε κάθε σχεδόν λογοτεχνικό έργο. Έστω και εκ των υστέρων… Η μεγάλη διαφορά στον WF είναι πως η συμβολική ύπαρξη των προσώπων δεν οδηγεί ποτέ, ακόμα και στα πρωτόλειά του έργα, σε χαρακτήρες καρικατούρα. Αντίθετα. Είναι ζωντανά, είναι πιστευτά, είναι αυθεντικά. Ίσως επειδή μπαίνει πολύ διεισδυτικά στην σκέψη και στα νιωσίματά τους. Αλλά, ενδέχεται να έχει να κάνει και με το γεγονός πως ο τρόπος που είναι σχηματισμένοι, σαν από σπασμένα κομματάκια καθρέφτη, «αναγκάζει» τον αναγνώστη να επενδύσει ο ίδιος με χαρακτηριστικά τα πρόσωπά αυτά. Άρα να τα κάνει δικά του, να τα ζωντανέψει ο ίδιος.
Γενικά ο WF ζητά από τον αναγνώστη να κοπιάσει. Κοπιάζει όμως και ο ίδιος. Πειραματίστηκε πολύ, εξ ου και κάποια σημεία σε μερικά κείμενά του είναι αδέξια και αβέβαια. Από την άλλη όμως κατάφερε να δημιουργήσει όχι μόνο ένα νέο είδος λογοτεχνίας, αλλά και νέων τρόπων να σχετίζομαστε ουσιαστικά με αυτήν.
Η Βουή και η Μανία είναι το πρώτο του έργο που κάθε σκηνή, κάθε διάλογος, κάθε επεισόδιο, κάθε πρόσωπο, κάθε παράγραφος, κάθε λέξη, κάθε πρόταση είναι οι εξαιρετικά προσεκτικά επιλεγμένες ενδείξεις και υποδείξεις από κάτι πολύ ευρύτεροι. Ένα μεγαλύτερο συναίσθημα, μια ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία, έναν ακόμη πιο πολύπλοκο χαρακτήρα, μια ακόμη πιο ευρεία σκέψη, έναν ευρύτερο κόσμο, ένα ακόμη πιο πανανθρώπινο θέμα. Η ειρωνεία είναι δε πως όλο αυτό είναι η καλύτερη εφαρμογή της θεωρίας του παγόβουνου, του Hemingway, του μεγάλου «ανταγωνιστή» του WF και έτερου νομπελίστα της γενιάς του – που επίσης τον είχε βοηθήσει πολύ ο Anderson. Όπου η θεωρία λέει πως στις ιστορίες γράφουμε το 15 τοις εκατό από αυτά που έγιναν, από τον κόσμο, από τα πρόσωπα.
Τα πρόσωπα στο The Sound And The Fury, όπως γίνεται σε όλες τις τραγωδίες, είναι δίχως ελπίδα. Το πολύ που κάνουν είναι να αντιδρούν. Ποτέ δράση. Ποτέ ελπίδα. Και τι είναι η ελπίδα; Mα φυσικά η δυνατότητα επιλογής – το να βρεθείς στην διχάλα, όπου στην μία πλευρά είναι η αρετή και στην άλλη η κακία και εσύ να επιλέξεις τον δρόμο της αρετής. Μοιάζει σαν όλη τους η ψυχική ενέργεια, όλες τους οι ενορμήσεις, όσα κάνουν να έχουν σαν ασυνείδητο σκοπό να συντηρήσουν την παρακμή. Κάτι που μοιάζει “λογικό”, αν σκεφτεί κανείς πως είναι παιδιά της, σπόροι της.
Και αναρωτιέται κανείς… ναι, υπάρχει η δύναμη της ζωής που θέλει να ζήσει, αλλά ποιος είπε πως η ζωή είναι μόνο αγάπη, χαρά, δημιουργία, θετικό πρόσημο; τι γίνεται με τις άλλες ζωτικές δυνάμεις, την βία, την απόγνωση, το πένθος – γιατί να μην ψάχνουν και εκείνα ξενιστές ώστε να επιβιώσουν;
Ο WT στο βιβλίο αυτό θρηνεί για έναν τρόπο ζωής που ποτέ ο ίδιος δεν θα τον άντεχε, και αποδεικνύεται σπουδαίος τεχνίτης: Ο τρόπος που εξερευνά την άβυσσο και τα βαθύτερα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχολογίας, και μάλιστα σχετικά περιθωριακών ανθρώπων. Η διεισδυτικότητά του στον τρόπο που οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε σπουδαίοι αλλά και μικροί. Η φαντασία του, η ικανότητά του να δημιουργεί χαρακτήρες και συνθήκες. Η μαεστρία του στην αφαίρεση αλλά και στην επιμονή. Η γλωσσική του τόλμη, ο τρόπος που πειραματίζεται με τις λέξεις – η ντοπιολαλιά αλλά και οι τρόποι ομιλίας που ανάγονται σε άλλες εποχές. Ο ρυθμός του και ο τρόπος που εναλλάσσεται, το πως επιταχύνει και επιβραδύνει.
Μία σύσταση – συμβουλή, ως τελική εντύπωση. Ο καλύτερος τρόπος να διαβαστεί το η Βουή και η Μανία είναι σαν να βλέπουμε την σκιά ενός κλαδιού, του οποίου το δέντρο θα το συνθέσουμε εμείς, οι ίδιοι.
Βαγγέλης Προβιάς – Σεπτέμβρης 2019
Ο William Faulkner, ίσως ο πιο αναγνωρισμένος διαχρονικά Αμερικανός συγγραφέας, νομπελίστας μόλις στα 52 του, o συγγραφέας των συγγραφέων, γεννήθηκε το 1897, στο New Albany του Μισισιπή, στις 25 Σεπτεμβρίου. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα παιδιά της Murry Cuthbert και του Maud Butler Falkner, και είχε εντυπωσιακή οικογενειακή ιστορία. Η οικογένειά του εμπλεκόταν σε κάποια ιστορικά γεγονότα της πολιτείας του Μισισιπή, υπήρξαν για αυτήν και καλύτερες εποχές, αν και δεν θα λέγαμε πως ήταν ξεπεσμένη. Πάντως ο πιο ισχυρός και «καθοριστικός» πρόγονος του William ήταν ο προπάππος του ο William Clark Falkner – του οποίου είχε το όνομα. Εκείνος είχε πολεμήσει στον Εμφύλιο, όπου είχε διακριθεί για τον ηρωισμό του, και ήταν μια προσωπικότητα πολύ βίαιη, πολύ ιδιαίτερη… μέσα σε όλα είχε φτιάξει ένα μικρό τοπικό σιδηροδρομικό δίκτυο, και είχε γράψει και ένα σχετικά επιτυχημένο ρομαντικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το Λευκό Ρόδο του Μέμφις». Ο μπαμπάς του William ήταν μια σχετικά συνηθισμένη προσωπικότητα, αλλά η μαμά του ήταν μια πραγματική διανοούμενη της εποχής, αγαπούσε πολύ τις τέχνες, αφηγείτο ιστορίες, διάβαζε ποίηση και απολάμβανε την ζωγραφική.
Η οικογένεια Faulkner έφυγε νωρίς από την γενέθλια πόλη, μετακόμισε στην αρχή στο Ripley και μετά στην Oxford, την πρωτεύουσα της κομητείας και μεγαλύτερη πόλη της. Εκεί o William είχε μια τυπική ανατροφή Νοτίου. Είχε το δικό του άλογο, τον έμαθαν να χρησιμοποιεί όπλο, να κυνηγάει. Ταυτόχρονα άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία αφηγήσεων τα οποία αργότερα τα μετουσίωσε και τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον λογοτεχνικό του κόσμο:
- Σπαράγματα από την οικογενειακή του ιστορία, τόσο την ιδιωτική, όσο και την δημόσια, όσα είχαν να κάνουν με την ιστορία της πολιτείας.
- Κουτσομπολιά, πολλά κουτσομπολιά.
- Τις ιστορίες που άκουγε να διηγούνται οι άντρες στις πλατείες και στις βεράντες των σπιτιών – βίαιες, από τον πόλεμο, από παράνομες και παράξενες δραστηριότητες.
- Και όσα κουβέντιαζαν η μαύρη μαγείρισσα και ο άντρας της, δύο άνθρωποι που τους ξεχώρισε για την καλοσύνη τους και την ουσιαστική τους απλότητα και ανυποκρισία.
Ποια ήταν τα βασικά του χαρακτηριστικά του Νότου, πολύ συνοπτικά: η γεωγραφία, το τοπίο – το ιστορικό φορτίο της δουλείας, που προκάλεσε την μεγάλη καταστροφή του εμφυλίου – η ταπεινωμένη συνείδηση και το προσβεβλημένο αίσθημα κοινότητας των Νοτίων – τα ήθη και τα έθιμα προφανώς – οι λαϊκοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί, η προφορική παράδοση – οι οικογενειακή δομή με τις ιδιαιτερότητές της (τα εν οίκω μη εν δήμο…) – ιστορικά γεγονότα – τοπωνύμια, φανταστικά μα και πραγματικά – τοτεμικά σύμβολα αλλά και ισχυρές προσωπικότητες του παρελθόντος – ήρωες με φρικτές πλευρές και καθάρματα με ιδιότητες αγγελικές.
Ο WF δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής μαθητής, μάλιστα δεν ολοκλήρωσε καν το Λύκειο, όμως διάβαζε, από πάρα πολύ μικρή ηλικία, φανατικά, με αφοσίωση και με πάθος. Ήταν αυτοδίδακτος στην λογοτεχνία. Εδώ, στην εφηβική του ηλικία, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας φίλος οικογενειακός, ο Phil Stone. Ήταν δικηγόρος, με πάθος για την λογοτεχνία και το διάβασμα – και ήταν αυτός ο οποίος προμήθευε τον έφηβο WF με βιβλία και με περιοδικά, του δακτυλογραφούσε τις πρώτες ιστορίες για να τις στείλει σε λογοτεχνικά περιοδικά, έπαιξε τον ρόλο του άτυπου ατζέντη του, και μάλιστα, υπάρχουν και κάποιες ισχυρές ενδείξεις ότι πολλά από τα πρόσωπα – σύμβολα που δημιούργησε ο WT στα έργα του, βασίζονταν σε άτομα από την οικογένεια του Phil Stone. Ήταν σίγουρα μια καθοριστική σχέση, σχέση μέντορα. Για να μάθετε περισσότερα υπάρχει μια βιογραφία του, με τίτλο Phil Stone of Oxford, Α Vicarious Life.
Το 1918, παθιασμένος με τον μεγάλο πόλεμο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης και του γεγονότος πως είναι πολύ κοντός για να τον κάνουν δεκτό στον Αμερικανικό Στρατό, πλαστογραφεί ένα έγγραφο που «αποδεικνύει» πως είναι Βρετανός, και κατατάσσεται στην Βρετανική Αεροπορία στον Καναδά. Αλλά δεν πήγε ποτέ στην μάχη, καλά καλά δεν τελείωσε την βασική εκπαίδευση, διότι συνθηκολόγησαν οι δυνάμεις του Άξονα. Επιστρέφει στα Νότια, γράφεται στο πανεπιστήμιο για να κάνει κάποια μαθήματα, εκμεταλλευόμενος το ψέμα ότι είχε υπηρετήσει, και γράφει ποίηση και διηγήματα. Γενικά προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του καταραμένου ποιητή που έχει ζήσει την τραγωδία του πολέμου, μάλιστα για κάμποσα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του περίπου, γινόταν αποδεκτή αυτή η εκδοχή της ιστορίας της ζωής του. Έπειτα, ήρθε η δόξα και η αναλυτική μελέτη της ζωής και του έργου του και όλα αυτά αποσαφηνίστηκαν. Πρέπει εκείνο το διάστημα να υπάρχει ένταση και πρόβλημα στην ζωή του, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος πως επειδή ήταν πρωτότοκος «όφειλε» να εργάζεται, να φέρνει ψωμί, να είναι ισάξιος με τα standards του πατέρα, ίσως και του στρατιωτικού, γενναίου προγόνου, και όχι να περιφέρεται αλλάζοντας δουλειές και προσπαθώντας να γράψει και να γίνει αξιοσέβαστος συγγραφέας.
Πηγαίνει στην Νέα Υόρκη όπου εργάζεται σε ένα βιβλιοπωλείο, για πολύ λίγο, τρεις μήνες, ως γραφιάς, αλλά είναι δύσκολη η ζωή στην μεγάλη πόλη, οπότε επιστρέφει στην Oxford, και πιάνει δουλειά στο ταχυδρομείο του πανεπιστημίου όπου ο πατέρας του εργάζεται ως στέλεχος, διοικητικό. Και εκεί δεν αντέχει, είναι άθλιος στην δουλειά του, πετάει γράμματα επειδή βαριέται να τα παραδώσει, ή αγνοεί τους πελάτες που έρχονται να αγοράσουν γραμματόσημα επειδή διαβάζει μανιωδώς… τελικά παραιτείται, με μια πολύ θυμωμένη επιστολή. Όλο αυτό το διάστημα γράφει και διαβάζει πολύ, ξενυχτά πάνω από τα χαρτιά του.
Το 1924 δημοσιεύει, με την οικονομική βοήθεια του Phil Stone, ένα μακρύ ποίημα βουκολικό, με τίτλο ο Μαρμάρινος Φαύνος, από το έργο του Nathaniel Hawthorne, ενώ συνεχίζει να γράφει και ιστορίες. Αγνοούνται λίγο όλα αυτά, και ο νεαρός φιλόδοξός αναχωρεί για την Νέα Ορλεάνη, η οποία είναι λογοτεχνικό κέντρο την εποχή εκείνη. Εκεί ζει μεταξύ άλλων και ο Sherwood Anderson, πολύ διάσημος συγγραφέας της εποχής. Είναι ενδεικτικό για το αξιακό σύστημα του WF πως επιδιώκει να τον γνωρίσει επειδή εκείνος έχει γράψει μια ιστορία, I Am A Fool, που ο νεαρός θεωρεί ότι είναι η καλύτερη που έχει γραφτεί ποτέ στην Αμερικάνικη Λογοτεχνία.
Ο Άντερσον επηρέασε πολύ τον William. Τον ενθάρρυνε να γράφει για τις προσωπικές του εμπειρίες, και να εμπνευστεί από τον κόσμο όπου γαλουχήθηκε. Ο Άντερσον όπως και ο Faulkner αργότερα, χρησιμοποιούσε μαύρους ως καλούς, λογικούς χαρακτήρες, αντιδιαστολή στους πειραγμένους, βίαιους, τσακισμένους λευκούς. Τον κατεύθυνε πώς να χρησιμοποιήσει το υλικό από την γενέτειρά του – και να συνειδητοποιήσει ότι από το τοπικό μπορεί να προκύψει κάτι πανανθρώπινο. Επίσης, ο Anderson έγραφε πολύ για τον αγροτικό κόσμο, τον ειδυλλιακό, που ήταν σε αντιδιαστολή με τον σύγχρονο, βιομηχανικό, ο οποίος και τον κατέστρεφε. Τέλος, η θεωρία του γκροτέσκου που διέπει πολλά από τα έργα του WF, πρωτοσχηματίστηκε σε έργα του Sherwood Anderson.
Μετά από σύσταση του Andrerson ταξιδεύει για μερικούς μήνες στην Ευρώπη, περνά μερικές εβδομάδες στο Παρίσι (ο Anderson είχε στείλει και τον Hemingway εκεί) και με την επιστροφή του γράφει δύο έργα – «Η Πληρωμή του Στρατιώτη» και «Κουνούπια». Το πρώτο είναι καλό, έχει αρετές, το δεύτερο, αρκετές αδυναμίες. Το ένα αφορά την αίσθηση της αποξένωσης που αισθάνονται οι Αμερικανοί στρατιώτες που επιστρέφουν στην πατρίδα από την πρωτοφανή φρίκη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, το δεύτερο είναι μια σάτιρα της λογοτεχνικής σκηνής της Νέας Ορλεάνης – μπορεί όμως να διαβαστεί ως αποτύπωση και διακήρυξη καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας του νεαρού συγγραφέα. Και τα δύο εκδίδονται με μεσολάβηση του Sherwood, ενώ το πρώτο ήταν επιπλέον και δική του ιδέα.
Επιστρέφει στην πατρίδα του στο Μισισιπή, κάνει διάφορες δουλειές, προσωρινές, του ποδαριού, και γράφει γράφει γράφει γράφει. Θέλει να αποδείξει ότι είναι σημαντικός συγγραφέας, ότι έχει σοβαρότητα. Στέλνει ιστορίες προς δημοσίευση, που απορρίπτονται, και ολοκληρώνει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, το Flags in the Dust, το οποίο είναι γύρω στις 150 χιλιάδες λέξεις. Το στέλνει στον εκδότη του, ο οποίος το απορρίπτει μετά βδελυγμίας. Του λέει όχι μόνο ότι δεν επιθυμεί να το εκδώσει, αλλά και ότι δεν πρέπει να το στείλει σε κανέναν άλλον προς δημοσίευση γιατί αποκλείεται κάποιος να το θέλει. Ο WF απογοητεύεται βαθύτατα, παρόλα αυτά, στέλνει το βιβλίο σε φίλους να το διαβάσουν. Και εκείνοι του λένε τα ίδια. Περνά μερικούς βασανιστικούς μήνες να του κάνει edit, το στέλνει στον ατζέντη του εκ νέου με την παράκληση να προσπαθήσει να το πουλήσει, και, τότε όσο περιμένει κάποιο καλό νέο, κάνει ένα μαγικό βήμα. Μετουσιώνει την απόλυτη απογοήτευσή του, την πίκρα του για το γεγονός πως το βιβλίο που πίστευε και αγαπούσε και θεωρούσε πως θα τον καθιερώσει απορρίπτεται, σε ενέργεια πράξης. Αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο το οποίο δεν τον ενδιαφέρει αν και πώς θα αρέσει, για το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη ούτε αγορά, ούτε λογοτεχνικό κατεστημένο, ούτε φίλους, ούτε συνεργάτες, ούτε μέντορες. Το γράφει για να ευχαριστηθεί και να το απολαύσει ο ίδιος.
Το αποτέλεσμα είναι το έργο του που σήμερα θεωρείται το σημαντικότερό του, αυτό που όχι μόνο χαρακτηρίζει αλλά και διαμόρφωσε εν πολλοίς την Αμερικανική Λογοτεχνία, το The Sound And The Fury.
Το τελειώνει, το αφήνει στην άκρη, και τότε μαθαίνει πως ο ατζέντης του κατάφερε να πουλήσει το Flags in The Dust, πως το βιβλίο θα εκδοθεί, αρκεί όμως να κοπεί – και το κόψιμο να μην τον κάνει ο WF, αλλά ο ίδιος ο εκδότης. Πράγματι… Από τις 150 χιλιάδες λέξεις, πήγε στις 110, και από Flags in The dust, έγινε Sartoris – δεν έχει καταγράψει η ιστορία ποιος έδωσε αυτόν τον τίτλο. Πάντως το ολοκληρωμένο έργο κυκλοφόρησε το 1973, το Sartoris σταμάτησε να εκδίδεται, με δεδομένο πως ο συγγραφέας του θεωρούσε το κομμένο πολύ υποδεέστερο του πρωτότυπου. Στην Ελλάδα το 2001 κυκλοφόρησε η περικομμένη εκδοχή του. Είναι σημαντικό έργο για την καλλιτεχνική πορεία του WF διότι για πρώτη φορά σχηματίζει τον κόσμο του – τον κόσμο της κομητείας Γιοναπατόφα, που τελικά γίνεται το θέατρο για τα περισσότερα και πιο σημαντικά του έργα.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το The Sound and the Fury, και την επόμενη, το 1930 βγαίνει το As I Lay Dying, το άλλο μεγάλο του μυθιστόρημα. Αξίζει να πούμε μερικά παραλειπόμενα. Ο συγγραφέας είπε ότι το έγραψε μέσα σε έξι εβδομάδες, δουλεύοντας από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 4 το πρωί, εργαζόμενος ως φύλακας σε ένα εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό το βιβλίο είναι που τον τοποθετεί, μαζί με τον James Joyce και την Virginia Woolf στην τριάδα των μεγάλων μαστόρων και πρωτοπόρων της συνειδησιακής ροής. Είναι και αυτό, μαζί με το The Sound and The Fury, σε όλες τις λίστες με τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά έργα του κόσμου, ένα δυνατό, απαιτητικό μυθιστόρημα με βαθιά πρωτοτυπία και επινοητικότητα. Σπάει πολλές από τις συμβάσεις όχι μόνο των συντηρητικών δεδομένω της αφήγησης αλλά ακόμα ακόμα και του εσωτερικού μονολόγου, όσο και της συνειδησιακής ροής – που τότε ήταν πολύ καινούργιες και ανεξερεύνητες περιοχές!
Η έκδοση των δύο αυτών πολύ δύσκολων και πρωτοποριακών για την εποχή τους μυθιστορημάτων ήταν εξαιρετικής σημασίας για τον WF. Σε επίπεδο τεχνικό, του έδωσαν την αυτοπεποίθηση να συνεχίσει να ψάχνει νέα θέματα, νέες αφηγηματικές τεχνικές, νέες προσεγγίσεις. Επίσης, ήταν πολύ καλές σπουδές (εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκαν οι καλύτερες) για την υλοποίηση του κόσμου που είχε φανταστεί. Εξίσου σημαντικά όμως ήταν και σε επίπεδο ψυχολογικό, του επέτρεψαν να "αποφασίσει" ότι δεν ήθελε να βρίσκεται στα λογοτεχνικά κέντρα της εποχής του, στον ανταγωνισμό, στις δημόσιες σχέσεις και στις κοινωνικές υποχρεώσεις, στην αγορά. Υλοποίησε το όνειρο του, να αφοσιωθεί στο γράψιμο ζώντας σε μια πρακτικά απομονωμένη και απομακρυσμένη πόλη, και μάλιστα σε μια φάρμα.
Το 1929 παντρεύεται τελικά την γυναίκα που εν μέρει εξαιτίας της είχε πάει στον Καναδά, αφού εκείνη χώρισε από τον πρώτο της άντρα. Έχοντας αποδείξει τον εαυτό του στον εαυτό του, και επειδή χρειάζεται τα χρήματα, αποφασίζει μετά τα δύο σπουδαιότερα μυθιστορήματά του να γράψει κάτι εμπορικό, κάτι εντυπωσιακό, κάτι που θα πουλήσει πολύ. Εκδίδει λοιπόν το Sanctuary, μια ιστορία για έναν βιασμό, μια sensationalistic story, όπως την έλεγε ο ίδιος. Με την σκανδαλώδη σκηνή όπου ένας ανίκανος γκάγκστερ βιάζει με ένα καλαμπόκι μια γυναίκα. Πράγματι, το βιβλίο πήγε καλά, πήρε πολλές κριτικές και πούλησε και πολύ, και προκάλεσε ευρύτερα μεγάλο ενδιαφέρον για τον συγγραφέα από τον Νότο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κινηθούν και τα προηγούμενά του βιβλία. Φεβρουάριο του 1931 βγήκε, στην πραγματικότητα το είχε γράψει, στην αρχική του μορφή, πριν από το As I Lay Dying, αλλά το άλλαξε πολύ στην διαδικασία της έκδοσης. Μάλιστα αναφέρεται ότι έκανε πολλές αλλαγές αφού του είχαν στείλει τα τυπογραφικά δοκίμια, λίγο πριν την εκτύπωση.
Τα επόμενα χρόνια ο WF μόνο γράφει, και για ξεκούραση και ανάπαυλα, κυνηγάει και κάνει μαστορέματα στο πολύ ωραίο σπίτι του στην Οξφόρδη. Το εισόδημά του ήταν κάπως ασταθές, αλλά γενικά τα έβγαζε πέρα. Όταν τέλειωσαν τα χρήματα από το Sanctuary, άρχισε να γράφει σενάρια για το Hollywood, ή έκανε τον γιατρό σεναρίων. Ήταν κάτι το οποίο μισούσε αλλά το έκανε επιτυχημένα – από άποψη εσόδων τουλάχιστον. Όταν πήγε στο LA, έπαιρνε 1000 με 2000 δολάρια την εβδομάδα, ως διάσημος συγγραφέας. Η τιμή έπεσε όσο έφθινε η φήμη του, προς τα μέσα του 1940, έφτασε τα 300, αλλά και πάλι, αυτά ήταν καλά χρήματα. Τελικά το 1945 η απογοήτευση των μη γυρισμένων σεναρίων και του χρόνου που σπαταλούσε εις βάρος των σημαντικών του καθηκόντων τον έκαναν να στείλει ένα γράμμα στο πρόεδρο της Warner όπου παραιτείτο. Έχουν βγει κάποια σενάριά του, σε βιβλία, ενώ υπάρχουν και μερικές ταινίες με δικό του σενάριο. Σε μια από αυτές παίζει ο Humphrey Bogart και η Lauren Bacall, ενώ βασίζεται σε μυθιστόρημα του Hemingway - To have and have not, ο τίτλος. Στα γυρίσματα για αυτήν την ταινία οι δύο πρωταγωνιστές ερωτεύτηκαν. Επίσης έγραψε το σενάριο για ακόμη μια ταινία με πρωταγωνιστές αυτό το δίδυμο, The Big Sleep, που βασίζεται σε βιβλίο του Raymond Chandler.
Ακολουθεί το μυθιστόρημα Light In August, το 1932 – και το 1935 κυκλοφορεί ένα βιβλίο εκτός της αγαπημένης του περιοχής. Ονομάζεται Pylon – βασίζεται στην αγάπη του WF για τα αεροπλάνα, μάλιστα είχε αγοράσει και ο ίδιος ένα, το οποίο το χάρισε στον αδελφό του για να τον ωθήσει να γίνει επαγγελματίας πιλότος. Και, η τραγωδία, ο αδελφός του σκοτώνεται, εκείνη την χρονιά, ενώ η γυναίκα του αδελφού είναι έγκυος στην κόρη τους. Ο WF μεταφέρει κάτι από την φρίκη και την ενοχή του στο μυθιστόρημα που δουλεύει εκείνη την εποχή, το Absalom Absalom, άλλο ένα από τα μεγάλα του κείμενα. Κατά πολλούς είναι το πραγματικά καλύτερό του.
Είναι οικογενειάρχης, είναι πατέρας, είναι σεναριογράφος, είναι και πότης. Γίνεται συχνά μνεία στον αλκοολισμό του – αλλά νομίζω για λάθος λόγους. Πολλοί «τεμπέληδες» συγγραφείς θεωρούν ότι έγραφε μεθυσμένος. Δεν έγραφε μεθυσμένος, αντίθετα, όταν δούλευε ένα μυθιστόρημα, δεν έπινε ούτε σταγόνα. Όμως όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα, για κάμποσο καιρό κάνει binge drinking. Το ότι έπινε είναι σημαντικό, διότι το ποτό συνέβαλε στην κακή του υγεία, και τελικά στον σχετικά πρόωρο θάνατό του.
Πηγαινοέρχεται στην Καλιφόρνια, για τα σενάρια, ξεσπά ο πόλεμος, υπάρχουν περιορισμοί στην διάθεση χαρτιού, αλλά και ο ίδιος παλεύει περισσότερο τα έργα του. Και η φοβερή ειρωνεία… Στα μέσα της δεκαετίας του 40 τα βιβλία του δεν υπάρχουν ούτε σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Όμως το 1946 βγαίνει ένας τόμος με τα καλύτερά του έργα, σύμφωνα με τον πολύ επιδραστικό κριτικό Malcolm Cowley ο οποίος έγραψε και μια εξαιρετική, αν και με λάθη, εισαγωγή. (Με το ψεματάκι περί συμμετοχής σε μάχες.) Ύστερα, η μεγάλη έκρηξη. Το βραβείο Νόμπελ. Για το πως ανανέωσε την Αμερικανική λογοτεχνία.
Τον κάνει πασίγνωστο, φυσικά, αλλά και αλλάζει την ζωή του. Η ικανοποίηση της φιλοδοξίας με τον καλύτερο τρόπο ίσως του έβαλε φρένο στην συγγραφική δραστηριότητα. Ίσως πάλι, απλώς να ήταν μεγάλος και κουρασμένος. Πάντως τα καλύτερά του έργα τα έγραψε ενώ ήταν στα πρόθυρα του συγγραφικού και λογοτεχνικού κατεστημένου. Πριν καταξιωθεί.
Τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του η παραγωγή του είναι σταθερή, κάτι που είναι αξιοθαύμαστο αν αναλογιστούμε πως κάνει πάρα πολλά ταξίδια, πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις, και πολλές κραιπάλες με ποτό. Γίνεται και πιο εξωστρεφής, ταξιδεύει ως «πρέσβης» του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας του σε όλο τον κόσμο (πέρασε και από την Ελλάδα), δίνει ομιλίες, παίρνει θέση για σημαντικά θέματα, ειδικά αυτά που τον αφορούν, όπως η δουλεία.
Πεθαίνει το 1962 από καρδιακή προσβολή, είχε όμως ήδη ταλαιπωρημένη υγεία – είχε πέσει δύο φορές από άλογο, και είχε τραυματιστεί σοβαρά, ήταν και το ποτό. Η ηλικία του, 64 ετών.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Το να πούμε ότι ο William Faukner είναι από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς όλων των εποχών, είναι understatement. Η επιρροή του μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή των σπουδαίων Ρώσων του 19ου αιώνα. Δεν νομίζω πως στον αιώνα μας και στον προηγούμενο, υπήρξαν άλλοι συγγραφείς με τέτοια αποδοχή. Είναι σίγουρο πως είναι ο Αμερικανός συγγραφέας για τον οποίο έχουν γραφτεί τα περισσότερα άρθρα και βιβλία, από ακαδημαϊκούς και άλλους. Τον αναφέρουν ως σημαντικότατη επιρροή πάρα πάρα πολλοί σπουδαίοι σύγχρονοι συγγραφείς, μεταξύ αυτών και η Τόνι Μόρρισον.
Βέβαια, στην αποδοχή αυτή υπάρχουν κάποιες υποσημειώσεις. Σημαντικές. Είναι καταρχήν συγγραφέας συγγραφέων – όχι αναγνωστών. Υπάρχουν αναγνώστες που πίνουν νερό στο όνομά του, αλλά υπάρχουν και εκείνοι (και όχι λίγοι) που ξεκάθαρα και δίχως δισταγμό, τον κατηγορούν για περιττή επιτήδευση, για υπερβολική και αναίτια απροθυμία συνεργασίας με τον αναγνώστη.
Το ήξερε, φυσικά, ο ίδιος ότι τα έργα του είναι σχετικά δυσπρόσιτα. Αλλά δεν τον ενδιέφερε. Ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να εξηγήσει οτιδήποτε. Ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Ή εξηγούσε κάτι και λίγα χρόνια μετά το εξηγούσε ξανά, αλλά αντιφατικά. Γενικά, προς τα έξω είχε μια στάση αδιαφορίας. Δεν έδινε συνεντεύξεις, σε αντίθεση με άλλους, οι επιστολές του ήταν πάρα πολύ ψυχρές και επαγγελματικές, σαν να μην ήθελε να αποκαλύπτεται. Η κρυπτικότητα, η ανάγκη αποκωδικοποίησης που χαρακτηρίζει τα έργα του, χαρακτηρίζει και την σχέση του με τους ανθρώπους και τους αναγνώστες/κριτικούς. Αλλά από την άλλη πλευρά, να οι επιστολές όλο αγωνία στους εκδότες και τους συνεργάτες του. Να ο θυμός και η πίκρα όταν του απέρριπταν έργα. Το σίγουρο είναι πως είχε μια βαθιά ιδιοσυγκρασιακή σχέση με την γραπτή αφήγηση. Σε όλες τις πτυχές της. Από το πολύ προσωπικό και ατομικό κομμάτι της, αυτό που κάνει μόνος του δηλαδή ο συγγραφέας στο χαρτί, μέχρι το εξωστρεφές και το εμπορικό, αυτό που έχει να κάνει με την αγορά και με την προώθηση του βιβλίου.
Ένας ειδικός του έργου του λέει πως ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί τον εαυτό του ως μέλος σώματος ενόρκων. Μια παρέλαση από μάρτυρες περνά μπροστά του, ο καθένας έχει την δική του εκδοχή, την δική του οπτική, και ο αναγνώστης χρειάζεται να καταλήξει ο ίδιος και να αποφασίσει τι συνέβη, πότε και που. Όπως βέβαια και το ποιος λέει την αλήθεια. Και ίσως ακριβώς σε αυτό το σημείο να κρύβεται και η διάνοια του WF. Δεν άλλαξε απλώς την αφήγηση. Δεν δημιούργησε έναν νέο τρόπο γραφής. Άλλαξε τον τρόπο που σχετιζόμαστε με την αφήγηση, με την γραφή. Κατά έναν τρόπο έκανε την ανάγνωση πραγματικά διαδραστική, και συμμετοχική, με έναν ακόμα πιο σημαντικό τρόπο από το να ντύσουμε με την φαντασία μας τα πρόσωπα, τους χώρους.
Μπαίνοντας στον κόσμο του βιβλίου, χάνεσαι για τα βασικά. Δεν μπορείς να πεις ποιος είναι άντρας, ποιος γυναίκα, ποιος λευκός και ποιος μαύρος, ποιος νεός ή γέρος, φίλος ή ξένος. Αθώος ή ένοχος. Αλλά και το παρελθόν και το μέλλον, το παρόν, ανταγωνίζονται ποιο θα κυριαρχήσει στο μυαλό. Ταυτόχρονα, αλληλοσυμπληρώνονται. Έχουμε και πολλές διαφορετικές προοπτικές, επικεντρωμένες μαζί σε πολύ «στενές» και συγκεκριμένες στιγμές στον χρόνο.
Να του δώσουμε τα εύσημα επίσης για το ότι χαρτογράφησε την φαντασία… δημιούργησε συμβολικούς κόσμους, όταν ακόμα υπήρχαν ανεξερεύνητες πτυχές του κανονικού, του πραγματικού.
Και φυσικά ήταν και ο "πάπας" της Γοτθικής λογοτεχνίας του Νότου. Ποια είναι τα βασικά της στοιχεία: Σαρωτικό δράμα, σχεδόν υπερβολικό, αλλά στα πολύ στενά, ασφύκτικα πλαίσια της ζωής στην πολύ απομακρυσμένη επαρχία. Παιχνιδιάρικη διάθεση, και χιούμορ κάπως αμφιλεγόμενο, με μια αίσθηση ειρωνείας. Τσαγανό, καθόλου απολογητική διάθεση!
Οι πόλεις βράζουν από την οργή των λευκών για τον χαμένο πόλεμο, αλλά και από τους σκλάβους που θέλουν να ξεσηκωθούν. Οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν τις τους χτύπησε και τα πράγματα δεν πάνε καλά, και να κατανοήσουν έναν κόσμο που έχει προχωρήσει, και μοιάζει να τους έχει αφήσει πίσω. Οι παραδόσεις της οικογένειας έχουν δώσει την θέση τους σε διαμάχες για το ελάχιστο από την περιουσία που έχει απομείνει, και sτην σύγχυση.
Σημαντικό ρόλο παίζει η ιδιαίτερη αίσθηση του τόπου. Οι βεράντες με τις κουνιστές καρέκλες, οι κανάτες με την λεμονάδα, οι μονοκατοικίες που ρημάζουν, οι σκονισμένοι δρόμοι, οι εκκλησίες, η υγρασία… Οι απομονωμένες φυτείες, ρημαγμένες, που κάποτε είχαν χιλιάδες σκλάβους, με καλλονές γεροντοκόρες με υπερβολικές απαιτήσεις, πόλεις παρηκμασμένες και ερημικές, βάλτοι και γοητεία… Βασίζεται στο φολκλόρ, στο suspence, στις προφορικές παραδόσεις και στην τοπική ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων.
Σημαντικό είναι ότι στην λογοτεχνία αυτή το βασικό δεν είναι τόσο η πλοκή και το setting, αλλά οι χαρακτήρες. Οι οποίοι είναι κάπως πειραγμένοι – αλλά και ποιος άνθρωπος να τον παρατηρήσεις προσεκτικά δεν είναι πειραγμένος κάπως; Αυτοί λοιπόν οι ιδιαίτεροι άνθρωποι, με αυτήν την ιδιαίτερη ιστορία σε αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο, έρχονται αντιμέτωποι με κάποια κομβική στιγμή – όπου πρέπει να δοκιμαστεί η ηθική τους, η αθωότητά τους, όπου τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν κάτι κακό και να κερδίσουν ή κάτι καλό και να χάσουν. Μέσω αυτών των διλλημάτων οι συγγραφείς εξετάζουν την ευρύτερη ανθρώπινη κατάσταση, σε άξονες που έχουν να κάνουν πολύ με την αγάπη και με την απώλεια. Επίσης, εξερευνούν πως είναι να αισθάνεσαι ξένος σε ξένο τόπο, στον οποίο όμως γεννήθηκες και μεγάλωσες και έζησες όλη σου την ζωή. Όλα αυτά σε ιστορίες που η αφηγηματική τους ώθηση δεν είναι σε επίπεδο γεγονότων, αλλά συναισθημάτων.
Ακόμα, δεν είναι τυχαίο που κάποιες από τις πιο σπουδαίες συγγραφείς του ρεύματος αυτού είναι γυναίκες – ίσως η περιθωριακή θέση τους εκείνη την εποχή τις εξόπλισε με ένα βλέμμα πιο έκκεντρο, πιο ιδιαίτερο, ενδεχομένως και πιο εσωτερικό.
Στην πλειοψηφία των γοτθικών ιστοριών του νότου υπάρχει ένας κομβικός χαρακτήρας, ή κάποιος πολύ κοντά τους που είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες. Γενικά, φυσιολογικοί, μέσοι χαρακτήρες είναι κάτι σπάνιο. Αυτό δεν είναι μόνο αντικειμενικό – λόγω αιμομιξίας, για παράδειγμα, που είναι υπόγειο θέμα στην λογοτεχνία αυτή, ή λόγω κάποιας αρρώστιας ή τραύματος, αλλά και υποκειμενικό. Αυτό προαναφέρθηκε, αν παρατηρήσεις προσεκτικά έναν άνθρωπο θα το δεις ότι είναι, ή ότι μπορεί να γίνει, φρικιό! Και αυτό πετυχαίνει όχι μόνο να δείξει στους αναγνώστες την μοναδικότητα του μυθιστορήματος και των συνθηκών που περιγράφει, του Νότου, αλλά και να μας συνδέσει με την δική μας φρικιαστική πλευρά…
Επίσης, η φυλακή, συχνά κυριολεκτικά, συνήθως μεταφορικά, παίζει ρόλο στις γοτθικές ιστορίες του νότου. Το να είσαι εγκλωβισμένος σε έναν τόπο που δεν μπορείς να φύγεις, αλλά και σε μια προκατάληψη, σε μια μοίρα, σε ένα ψυχικό τοπίο.
Η βία, είναι και αυτή σημαντικό στοιχείο – όχι μόνο ως ξέσπασμα, στην αφηγηματική κορύφωση, αλλά και ως παράγοντας διαμόρφωσης των χαρακτήρων του βιβλίου. Η βία και του εμφυλίου αλλά και του αγώνα για ισότητα.
Οι πρώτοι συγγραφείς που έκαναν διάσημη την Γοτθική λογοτεχνία του Αμερικανικού Νότου ήταν οι Edgar Allan Poe, Nathaniel Hawthorne and Ambrose Bierce. Ο WF είναι ο πιο κοντινός και αναγνωρισμένος πρωτοπόρος της, και μετά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, πολύ επιτυχημένα ακολούθησαν το παράδειγμα του οι Tennessee Williams, Truman Capote, Flannery O'Connor, Cormac McCarthy, Carson McCullers, Eudora Welty.
ΒΟΥΗ ΚΑΙ ΜΑΝΙΑ.
Ας δούμε καταρχήν μερικά πράγματα που ο ίδιος ο WF είπε για το βιβλίο αυτό.
- "Now I can make myself a vase like that which the old Roman kept at his bedside and wore the rim slowly away with kissing it." "So I, who had never had a sister and was fated to lose my daughter in infancy, set out to make myself a beautiful and tragic little girl."
- Στον φίλο και συνεργάτη του, Bud Wasson: "Read this, Bud. It's a real son-of-a-bitch … This one's the greatest I'll ever write."
- "It's the book I feel tenderest towards. I couldn't leave it alone, and I never could tell it right, though I tried hard and would like to try again, though I'd probably fail again."
- Όταν τον ρώτησε ένας φοιτητής γιατί η οικογένεια Compsons είναι τέτοιο χάλι, απάντησε: "They live in the 1860s." Και είναι 1928.
Μερικά σημεία κλειδιά:
- Μια οικογένεια και οι πληγές της, που εξιστορούνται σε σχεδόν ημερολογιακό λόγο, σε μη χρονολογική σειρά, από τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα και με διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές και εστιάσεις.
- Γράφτηκε για να ευχαριστήσει τον συγγραφέα της που ήθελε να ανατρέψει συμβάσεις πλοκής, χαρακτήρων, setting, ώστε να μιλήσει για το ρευστό του χρόνου και της μνήμης, και να αποτυπώσει την πραγματικότητα του μυαλού και του ψυχικού τοποίου των χαρακτήρων, όσα σκέφτονται και αισθάνονται.
- Είναι παράξενο μυθιστόρημα, σύνθετο και συγχιστικό, αν το προσεγγίσεις με λάθος τρόπο.
- Είναι μια απόπειρα αποτύπωσης του πένθους, της απώλειας, του αδύνατου της ιάσης, των περιορισμών της λογικής άρθρωσης λόγου.
- Μιμείται τον τρόπο που στο μυαλό μας το παρόν και το παρελθόν και το μέλλον εισβάλουν το ένα στο άλλο, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα πολλές φορές.
- Οι αιφνίδιες αλλαγές στον τόνο, στο ύφος, στον χρόνο, έχουν προθετικότητα – ίσως αντικατοπτρίζουν το δίχως δομή της ανθρώπινης, εντελώς κατάδικής μας σκέψης, πριν γίνει καν λέξεις.
- Ο Πρωταγωνιστής είναι συλλογικός: η οικογένεια. Ανταγωνιστής είναι ο χρόνος, το παρελθόν που μας καταδυναστεύει, οι αδυναμίες των ανθρώπων να κάνουν την επιλογή που δίδει κάποια ελπίδα ίασης.
- Πρόσωπα κλειδιά: η Caddy, η μόνη που δείχνει λίγη καλοσύνη – η Dilsey, μια από εκείνους που δεν θα εκπέσουν ποτέ (σαφής αναφορά στην Προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου) η οποία είναι σοφή, έχει πίστη, κοινή λογική, επιμονή και αντοχή.
- Μερικά από τα θέματα του βιβλίου: η αγάπη που δεν εκφράστηκε, που μπούκωσε. Η σχετικότητα του χρόνου. Η επαναστατικότητα. Ο Θάνατος και η Ενοχή. Το παρελθόν που δεν περνά ποτέ.
- Η τεχνικής της συνειδησιακής ροής – απαιτεί να διαβάσουμε το μυθιστόρημα ως ένα ποίημα, να μην προσπαθήσουμε να το καταλάβουμε με όρους κατανόησης, ποιος έκανε τι, πότε, αλλά να το εισπράξουμε ως ένα σύνολο εντυπώσεων.
- Ο Τίτλος: Είναι από τον Μάκβεθ, από εδώ:
That struts and frets his hour upon the stage,
And then is heard no more; it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing.
Για αυτό και πολλοί λένε πως ο χαρακτήρας κλειδί του έργου είναι ο Benjy, που για κάποιους συμβολίζει τον Χριστό.
- Μιλώντας για χριστιανισμό, η Βίβλος θεωρείται ένα από τα έργα αναφοράς αλλά και τα κλειδιά αποκωδικοποίησης του The Sound And The Fury.
Όπως σε όλα τα έργα του WF, υπάρχει και εδώ μια συμβολική λειτουργία των προσώπων. Κάτι που γίνεται συχνά στα έργα του, αλλά και σε κάθε σχεδόν λογοτεχνικό έργο. Έστω και εκ των υστέρων… Η μεγάλη διαφορά στον WF είναι πως η συμβολική ύπαρξη των προσώπων δεν οδηγεί ποτέ, ακόμα και στα πρωτόλειά του έργα, σε χαρακτήρες καρικατούρα. Αντίθετα. Είναι ζωντανά, είναι πιστευτά, είναι αυθεντικά. Ίσως επειδή μπαίνει πολύ διεισδυτικά στην σκέψη και στα νιωσίματά τους. Αλλά, ενδέχεται να έχει να κάνει και με το γεγονός πως ο τρόπος που είναι σχηματισμένοι, σαν από σπασμένα κομματάκια καθρέφτη, «αναγκάζει» τον αναγνώστη να επενδύσει ο ίδιος με χαρακτηριστικά τα πρόσωπά αυτά. Άρα να τα κάνει δικά του, να τα ζωντανέψει ο ίδιος.
Γενικά ο WF ζητά από τον αναγνώστη να κοπιάσει. Κοπιάζει όμως και ο ίδιος. Πειραματίστηκε πολύ, εξ ου και κάποια σημεία σε μερικά κείμενά του είναι αδέξια και αβέβαια. Από την άλλη όμως κατάφερε να δημιουργήσει όχι μόνο ένα νέο είδος λογοτεχνίας, αλλά και νέων τρόπων να σχετίζομαστε ουσιαστικά με αυτήν.
Η Βουή και η Μανία είναι το πρώτο του έργο που κάθε σκηνή, κάθε διάλογος, κάθε επεισόδιο, κάθε πρόσωπο, κάθε παράγραφος, κάθε λέξη, κάθε πρόταση είναι οι εξαιρετικά προσεκτικά επιλεγμένες ενδείξεις και υποδείξεις από κάτι πολύ ευρύτεροι. Ένα μεγαλύτερο συναίσθημα, μια ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία, έναν ακόμη πιο πολύπλοκο χαρακτήρα, μια ακόμη πιο ευρεία σκέψη, έναν ευρύτερο κόσμο, ένα ακόμη πιο πανανθρώπινο θέμα. Η ειρωνεία είναι δε πως όλο αυτό είναι η καλύτερη εφαρμογή της θεωρίας του παγόβουνου, του Hemingway, του μεγάλου «ανταγωνιστή» του WF και έτερου νομπελίστα της γενιάς του – που επίσης τον είχε βοηθήσει πολύ ο Anderson. Όπου η θεωρία λέει πως στις ιστορίες γράφουμε το 15 τοις εκατό από αυτά που έγιναν, από τον κόσμο, από τα πρόσωπα.
Τα πρόσωπα στο The Sound And The Fury, όπως γίνεται σε όλες τις τραγωδίες, είναι δίχως ελπίδα. Το πολύ που κάνουν είναι να αντιδρούν. Ποτέ δράση. Ποτέ ελπίδα. Και τι είναι η ελπίδα; Mα φυσικά η δυνατότητα επιλογής – το να βρεθείς στην διχάλα, όπου στην μία πλευρά είναι η αρετή και στην άλλη η κακία και εσύ να επιλέξεις τον δρόμο της αρετής. Μοιάζει σαν όλη τους η ψυχική ενέργεια, όλες τους οι ενορμήσεις, όσα κάνουν να έχουν σαν ασυνείδητο σκοπό να συντηρήσουν την παρακμή. Κάτι που μοιάζει “λογικό”, αν σκεφτεί κανείς πως είναι παιδιά της, σπόροι της.
Και αναρωτιέται κανείς… ναι, υπάρχει η δύναμη της ζωής που θέλει να ζήσει, αλλά ποιος είπε πως η ζωή είναι μόνο αγάπη, χαρά, δημιουργία, θετικό πρόσημο; τι γίνεται με τις άλλες ζωτικές δυνάμεις, την βία, την απόγνωση, το πένθος – γιατί να μην ψάχνουν και εκείνα ξενιστές ώστε να επιβιώσουν;
Ο WT στο βιβλίο αυτό θρηνεί για έναν τρόπο ζωής που ποτέ ο ίδιος δεν θα τον άντεχε, και αποδεικνύεται σπουδαίος τεχνίτης: Ο τρόπος που εξερευνά την άβυσσο και τα βαθύτερα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχολογίας, και μάλιστα σχετικά περιθωριακών ανθρώπων. Η διεισδυτικότητά του στον τρόπο που οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε σπουδαίοι αλλά και μικροί. Η φαντασία του, η ικανότητά του να δημιουργεί χαρακτήρες και συνθήκες. Η μαεστρία του στην αφαίρεση αλλά και στην επιμονή. Η γλωσσική του τόλμη, ο τρόπος που πειραματίζεται με τις λέξεις – η ντοπιολαλιά αλλά και οι τρόποι ομιλίας που ανάγονται σε άλλες εποχές. Ο ρυθμός του και ο τρόπος που εναλλάσσεται, το πως επιταχύνει και επιβραδύνει.
Μία σύσταση – συμβουλή, ως τελική εντύπωση. Ο καλύτερος τρόπος να διαβαστεί το η Βουή και η Μανία είναι σαν να βλέπουμε την σκιά ενός κλαδιού, του οποίου το δέντρο θα το συνθέσουμε εμείς, οι ίδιοι.
Βαγγέλης Προβιάς – Σεπτέμβρης 2019
Μερικά (πολλά!) πολύ ενδιαφέροντα links
Εξαιρετικές συμβουλές από έναν ειδικό στον Faulkner, για τον πώς να τον διαβάζουμε:
https://www.mprnews.org/story/2016/04/26/books-advice-for-reading-william-faulkner
https://www.mprnews.org/story/2016/04/26/books-advice-for-reading-william-faulkner
20 συμβουλές του για όσους γράφουν
https://lithub.com/20-pieces-of-writing-advice-from-william-faulkner/
https://lithub.com/20-pieces-of-writing-advice-from-william-faulkner/
Η ομιλία του όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ - κλειδί για την ανάγνωση του έργου του συνολικά
http://provatos.blogspot.com/2019/09/william-faulkner.html
http://provatos.blogspot.com/2019/09/william-faulkner.html
ΥΓ: Η ιστορία I am A fool, του Sherwood Anderson που ο νεαρός William θεωρούσε πως ήταν το καλύτερο Αμερικανικό Διήγημα
https://americanliterature.com/author/sherwood-anderson/short-story/im-a-fool
https://americanliterature.com/author/sherwood-anderson/short-story/im-a-fool
Η περιβόητη συνέντευξή του στο Paris Review
https://teogrigoriadis.blogspot.com/2019/09/paris-review-william-faulkner-art-of.html
https://teogrigoriadis.blogspot.com/2019/09/paris-review-william-faulkner-art-of.html
Ο συγγραφέας, αναγνωρισμένος, στην πόλη του: